Στο ξέσπασμα του φασισμού αυτοί που θα γλιτώσουν είναι εκείνοι που αρνήθηκαν να «παραδώσουν τα όπλα»
Και διατήρησαν την αλληλεγγύη.
Στο ξέσπασμα του φασισμού, αυτοί που θα γλιτώσουν θα είναι εκείνοι που αρνήθηκαν να «παραδώσουν τα όπλα», διατηρώντας την αλληλεγγύη ως μόνο εφόδιο αντιμετώπισης των κοινωνικών κρίσεων, έστω μέσω ενός κινητού τηλεφώνου, ο ρόλος του οποίου στη σύγχρονη εποχή, χαράσσεται αβίαστα.
Το ίδιο κατάμαυρο σύννεφο που πολυεπίπεδα στέκει, χρόνια τώρα, πάνω από τα κεφάλια μας απειλώντας ανθρώπινες ζωές, όσες φορές κι αν ξεθυμάνει βρέχοντας μίσος, γεμίζει ξανά με κάθε ευκαιρία που η μάζα αποδεικνύει ανάλγητα ότι συνήθισε τη βία.
Μέχρι το χρονικό εκείνο σημείο που επιβεβαιώνουν, οι σύγχρονοι μάρτυρες, ότι αν και συνιστούν μέλη της κοινωνίας του θεάματος, ο λόγος για τον οποίο σηκώνουν τα κινητά τους, δεν είναι για να κερδίσουν μερικές ακόμα προβολές σε σχέση με προσωπικό τους κατόρθωμα, αλλά για να αξιοποιηθεί η δύναμη που προσφέρει στην ενημέρωση και την απόδειξη της αλήθειας, ο σύγχρονος κόσμος της υπερπροβολής.
Κάθε φορά δε, που αντιμετωπίζουμε το ξέσπασμά του ως σύνολο, αντικρίζουμε την διόλου εύκολα αποδεκτή αλήθεια, που σχετίζεται με το γεγονός ότι διοχετεύεται απλόχερα στις ευαίσθητες κοινωνικές ομάδες, διατηρώντας την νόθα αντίληψη που διαιωνίζει συγκεκαλυμμένα τον αυταρχισμό της ετεροκανονικότητας, αφήνοντας απροστάτευτους Ρομά από τις σφαίρες αστυνομικών, μέλη της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας, βορά στις ορέξεις «νοικοκυραίων», ασχολίαστους θανάτους σε καγκελόπορτες εργοστασίων και στις ρόδες αστικών λεωφορείων με κόστος ένα εισιτήριο επιβίβασης, αυτόκλητους σερίφηδες να φυλακίζουν μετανάστες και εργαζόμενους να εκδικούνται δια του θανάτου στον Πειραιά, άτομα με νοητική καθυστέρηση επειδή δεν τήρησαν τον «κανονισμό».
Κοινός παροπνομαστής των εκφάνσεων αυτών, άλλοτε η κανονικοποίηση της φρίκης και άλλοτε η μαγνητοσκόπηση. Οι «αυτόκλητοι» μάρτυρες που στον κόσμο της διαρκούς δημοσίευσης οποιασδήποτε συνθήκης συνήθισαν, τόλμησαν, κατάφεραν να «τραβήξουν» στιγμές. Στις περισσότερες περιπτώσεις από αυτές, προς όφελος του συνόλου, ώστε να τεκμέρεται ότι θύτης και θύμα είναι αδιανόητο να εξισώνονται.
Αν πολίτες δεν είχαν δράσει, το Λιμενικό δε θα είχε ενημερωθεί. Αν αυτόπτες και αυτήκοοι μάρτυρες δεν είχαν καλέσει τις Αρχές, θα συζητούσαμε με πολύ λιγότερα στοιχεία για μία ακόμα συγκεκαλυμμένη υπόθεση. Αν δεν υπήρχαν τα βίντεο, θα είχε ξεχαστεί η δολοφονία ενός επιβάτη που δεν συμπαθούσε το πλήρωμα του Blue Horizon, ενός ακόμα μέλους της κοινωνίας δηλαδή, που μοιάζει ευάλωτο σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή και για πολύ ξεκάθαρους λόγους.
Ο αντίλογος πάντως, επέμενε σε ορισμένα από τα σχόλια πως η βέλτιστη δυνατή λύση, θα ήταν να επέμβουν προκειμένου να βοηθήσουν, αντί να βιντεοσκοπούν το φρικαλέο συμβάν. Σε μια καθόλα ανόρθοδοξη προσπάθεια να κατανοήσει κανείς το σκεπτικό, οφείλει να «εξηγήσει» ότι οι περισσότεροι από τους «κινηματογραφιστές» της υπόθεσης, δεν βρίσκονταν καν σε κοντινό σημείο, ώστε να εξασφαλίζεται χρόνος ικανός να προλάβουν να αποτρέψουν τις κινήσεις των άμεσα δρώντων, ύπαρχου και λοστρόμου, που οδήγησαν τον Αντώνη Καρυώτη στο θάνατο.
Σε μία ακόμα απόδειξη ότι εύκολα κρίνουμε μα δύσκολα πράττουμε και ακόμα δυσκολότερα σκεφτόμαστε τον ψυχισμό του οποιουδήποτε βρέθηκε αντιμέτωπος με εικόνες στις οποίες αρνείται να συνηθίσει το οπτικό του πεδίο μέσα στη σύγχρονη βαρβαρότητα των καιρών, είναι αδιανόητο να αμφισβητείται η πρόθεση όσων ευτυχώς έσπευσαν να αποκτήσουν ντοκουμέντα για όσα εκτιλήχθηκαν τα λεπτά που προηγούνται της δολοφονίας του 36χρονου- επίδοξου- επιβάτη. Ακόμα λιγότερο μάλιστα, βοηθάει να σκεφτεται κανείς, στο χρόνο που έπεται οποιουδήποτε οδυνηρού περιστατικού ότι στην θέση των άλλων, θα είχε πράξει το πιο χρήσιμο, το πιο κατάλληλο.
«Η νέα βαρβαρότητα με αβάσταχτη ελαφρότητα ακούμπησε στο έδαφος τα βάρη και μέσα απ’ το αερόστατο με στόχο τους αιθέρες γελάει και μας δείχνει το φεγγάρι»… υπενθυμίζει εύστοχα ότι οι πολίτες που έσπευσαν μαζικά να διαμαρτυρηθούν στο λιμάνι του Πειραιά αλλά και στον Άγιο Νικόλαο, είναι οι ίδιοι που θα σηκώνουν το κινητό τηλέφωνο για να καταγράψουν οποιαδήποτε σκηνή, δε «βολεύει» τη συστηματική τόνωση πάσης μορφής ανισοτήτων.
*O Rafiq Abdeen είναι δημοσιογράφος