Στοά Μοδιάνο: Η ιστορία μιας μικρής επανάστασης
της Ράνιας Σταματάκη Εικόνες: Ελένη Βράκα Ελλάδα 2013. Θεσσαλονίκη. Η ιστορική στοά Μοδιάνο, θλιβερή μέσα στην κρίση, μαραζώνει κι αργοπεθαίνει. Κάποια μαγαζιά ωστόσο μένουν όρθια. Το πρώτο, που βλέπει στην Ερμού, πουλάει κρέατα και πουλερικά. Το διευθύνει ο γιος του κυρίου Μανώλη που πέθανε. Το παιδί σπούδαζε ιατρική με πραγματικό ενδιαφέρον. Ομως, ο αιφνίδιος θάνατος […]
της Ράνιας Σταματάκη Εικόνες: Ελένη Βράκα
Ελλάδα 2013. Θεσσαλονίκη. Η ιστορική στοά Μοδιάνο, θλιβερή μέσα στην κρίση, μαραζώνει κι αργοπεθαίνει. Κάποια μαγαζιά ωστόσο μένουν όρθια.
Το πρώτο, που βλέπει στην Ερμού, πουλάει κρέατα και πουλερικά. Το διευθύνει ο γιος του κυρίου Μανώλη που πέθανε. Το παιδί σπούδαζε ιατρική με πραγματικό ενδιαφέρον. Ομως, ο αιφνίδιος θάνατος το έφερε πίσω, να πιάσει τα ηνία της δουλειάς του μπαμπά. Πατέρας- Μητέρα στο κάδρο, Μητέρα- Γιός στο ζωντανό κάδρο καθημερινά. Βέβαια, ο Κυριάκος, με ενδιαφέροντα εξωκρεοπωλικά, παίζει μουσική, πηγαίνει τις Κυριακές με την φίλη του Μάγια σε οικολογικές εκστρατείες και φυσικά είναι τζιμάνι στα κομπιούτερ.
Δίπλα στο “Κρεοπωλείο του Μανώλη” βρίσκεται το μαγαζάκι του Γάσπαρη, ενος ιδιόμορφου τύπου, χημικού από το Λονδίνο, που είναι σκέτη κινητή εγκυκλοπαίδεια. Τέρας μορφώσεως αλλά και πεσσιμισμού ο Γάσπαρης, ανάμεσα στα σακκιά με τα βότανα, τους σπόρους και τα παράξενα που πουλάει, χαίρει μεγάλης εκτίμησης στη μικρή γειτονιά. Η αδερφή του Τίτη, ένα τρομερό κοριτσάκι ετών πενηνταπέντε, κρατάει ταμείο λύνοντας ατέλειωτα σταυρόλεξα και sudoku και γελώντας με όλους.
Απέναντι από τα “Βότανα-Μπαχαρικά Γάσπαρης” είναι το παντοπωλείο “ο Μυτηλινιός” που το διευθύνει ο Στρατής, ντιπ μυτηλινιός, καλό κι αγαθό παλληκάρι και αχτύπητο δίδυμο με τον παντοτινό υπάλληλό του, τον άπαιχτο Τζίμη.Οι συζητήσεις που ξεσηκώνουν αυτοί οι δυό έχουν μείνει ιστορικές στη στοά. Φανατικός αριστερός ο Στρατής και συντροφάκι με τον μιζμίζη Γάσπαρη βρίζει νυχθημερόν τον καημένο τον Τζίμη, που ανάβει κερί στ’ όνομα του Μεγάλου Παπανδρέου. Κι όταν στις γιορτές χρειάζονται χέρια κι έρχονται τα παιδιά του Τζίμη για βοήθεια, 16 και 19, ε, τότε πιά ανάβει κι ο Τζίμης και βρίζει με τη σειρά του τα παιδιά, που δυαράκι δε δίνουν για τα πολιτικά bullshit, βυθισμένα στον κόσμο των προγραμμάτων και των εικονικών παιχνιδιών.
Το καρρέ συμπληρώνει “Η ωραία Μυλωνού”, η ζουμερή και τετραπέρατη κυρία Νανά, ζωντοχήρα του Ανδρέα, μπάτσου-γουρούνι-δολοφόνου, και μαμά της πεντάμορφης Κατερίνας. Η κυρία Νανά επέζησε στην αγορά λόγω των υπέροχων φρέσκων ζυμαρικών της, μαζύ με όλα εκείνα τα ψωμάκια με τα περίεργα ονόματα, τις πίττες και τα γλυκά, των “καλύτερων στην πόλη” κατά τα λεγόμενα των πελατών της. Μετά από κάθε ταραχή, μόνο η ψύχραιμη κυρία Νανά εκφράζει την πιό λογική και δίκαιη άποψη περί των συμβάντων.
Το outsider της παρέας είναι ο “Στρατηγός”. Ο Στρατηγός, το πρακτορείο Ρόιτερ της αγοράς, ξέρει τους πάντες και τα πάντα! Εντός και εκτός! Ταξίδεψε παντού :από Λατινική Αμερική μεχρι Αυστραλία κι Αφρική. Στην Ευρώπη κινείται σαν στο σπίτι του. Τίποτε όμως δε λατρεύει περισσότερο απ’ την Ελλάδα! Και τα ωραία αυτοκίνητα και τις ωραίες κυρίες, εννοείται! Τρέφοντας μια τρελλή αδυναμία στη στείρα και διαμαντοφορούσα γυναίκα του Ζωζώ που πάει πακέτο με την αδερφή της Πέγκυ, κρατάει το πιό παληό, ξακουστό και ακριβό ψαράδικο της Μοδιάνο.
Αυτοί, μαζύ με κάτι μαγαζάκια αραιά και που, και με ταβέρνες που, μετά τις παληές τους δόξες, μετά βίας προσπαθούν να φέρουν κάποιους από τους χιλιάδες τουρίστες της πόλης να φάνε στην παληά αγορά, είναι οι εναπομείναντες και “τελευταίοι των Μοϊκανών”.
Η αγορά βγήκε για πούλημα και τα βράδια, οι αγαπητοί αυτοί φίλοι μαζεύονται στην ταβερνούλα του Πέτρου και προσπαθούν να βρούν τη λύση που όλοι οι υπόλοιποι ενωμένοι λένε πως δεν υπάρχει. Αυτοί οι πέντε βέβαια, πες το πείρα, πες το τύχη, πόνταραν στα μαγαζιά τους, έβαλαν καινούρια προιόντα βιολογικά, τοπικά, παραδοσιακά, χωρίς γλουτένη, χωρίς συντηρητικά, τέλος πάντων, όλοι βασίστηκαν σε δικούς τους μικρούς παραγωγούς εμπιστοσύνης κι επιβίωσαν. Πολύ ωραία μάλιστα! Τα βλέπεις και τα χαίρεσαι! Και η Εφορία το ίδιο.
Ταυτόχρονα όλοι τους βοηθούν τους παληούς πελάτες που τώρα πιά δεν μπορούν ν’ αγοράσου όπως πριν,. να ένα δωράκι μισό κιλό φέτα, να δυό μπριζόλες για τα εγγονάκια σου κυρία Ζωή, να πλαταράκια τζάμπα για μια σούπα, ψωμάκια πάνε κι έρχονται λίγο πιό μπαγιάτικα τ’ απόγευμα, να και τσάι για τον κυρ-Θάνο δωράκι από μένα…Κάθε Σάββατο μεσημέρι δε, λαικό προσκύνημα… Αυτοί είναι!
Οι πιό παλιοί αντιλαμβάνονται την πολιτική κατάσταση χωρισμένοι, ως συνήθως, σε στρατόπεδα, κάνοντας καζούρα ο ένας στον άλλο και πέφτουν σε μαζική κατάθλιψη όταν αντιλαμβάνονται ότι το κλείσιμο της αγοράς σημαίνει όχι μόνον το δικό τους αβέβαιο μέλλον αλλά και μια τελεσίδικη αλλαγή για την αγαπημένη τους μπαγιατομάνα. Μιά στροφή στη Δύση, μιά ακόμη υποχώρηση μπροστά στο κέρδος α-λα-κεντροευρωπαικά, μιά ακόμη μικρή προδοσία σ’ αυτά που τους γέννησαν, που τους έπλασαν, σ’ αυτά που πιστεύουν…Οι συζητήσεις τους είναι απολαυστικές, έξυπνες αλλά και μάταιες… Ο Γάσπαρης κρατάει το τέμπο, καθώς όλοι μαζύ κατηφορίζουν στην άβυσσο της απελπισίας…
Αλλά οι νέοι ειν’ ωραίοι! Μάγια, Κυριάκος, Κατερίνα, Ελλη αλλά και Τίτη εχουν μιά ιδέα!! Το καλοκαίρι φθάνει! Ας κάνουμε ένα παζάρι στις άδειες στοές, στ’ άδεια μαγαζιά, ας έρθουν οι φίλοι μας που άστεγοι ξαναδουλεύουν στα παληά επαγγέλματα με τα χεράκια τους και πέντε εργαλεία! Ας ανοίξουμε τα μαγαζιά κι ας δοκιμάσουμε! μας αρκεί λίγο ρεύμα!
Η επιτροπή με αρχηγό την κυρία Νανά, ντυμένη και στολισμένη, να την βλέπεις και να σου τρέχουν τα σάλια, ζητά την άδεια από τον Δήμαρχο. Τον ξέρανε βέβαια πριν γίνει δήμαρχος, κάπως δικό τους τον θεωρούσαν παρ’ όλη την τρέλλα του. Φυσικά, αυτή που πραγματικά έπεισε τον Δήμαρχο είναι η συμπαθεστάτη συμβία του. Ως αλλοδαπή, της φαίνονται οικείες αυτού του είδους οι ιδέες. Δεν έχουμε να χάσουμε τίποτα, λέει. Ας δώσουμε μιά ευκαιρία! Κι εκείνος συμφωνεί και παραχωρεί την αγορά μέχρι τέλος Αυγούστου.
Ετσι, κάτω από το γερακίσιο βλέμμα του Αρίσταρχου, που κάθε τρεις και δύο πετάγεται στη διπλανή στοά να ενημερώσει τους κολλητούς του, τώρα αερίζονται, τώρα καθαρίζονται, τώρα βάφονται, τώρα μεταφέρουν κάτι παληατζούρες, πω-πω κάτι τυπάκια, τώρα κάνουν διάλειμμα και παίζουν μπουζουκάκια, τώρα κρεμάνε γιρλάντες-φωτάκια και πανιά…..όλοι τα μαθαίνανε όλα! Στις στοές, ανάστατοι για την αλλαγή οι υπόλοιποι μαγαζάτορες αλλά και ανίκανοι ν’ αντιδράσουν, όπως πάντα άλλωστε, περιμένουν.
Κάποιο πρωί τα μαγαζάκια ανοίγουν! Οι μεγάλοι κι οι μικροί της παρέας είναι απ’ οίκω για να βοηθήσουν τους νεοφερμένους που μοιάζουν με χρωματιστό τσίρκο. Τσίρκο, αλλά τι τσίρκο; Ελληνικό, ελληνικότατο! Να οι γιρλάντες με τα σημαιάκια, να το “νέο ελληνικό τραγούδι” ραπαριστό μα και μελωδικό, να τα κοσμηματάκια, τα λαικά λαμαρινένια κομψοτεχνήματα, τα δερμάτινα σανδαλάκια, τα τυπωμένα υφάσματα…ένας άλλος κόσμος! Ενας κόσμος νεαρός και νέος, χαρούμενος, αισιόδοξος, ομαδικός!
Μιά, δυό, τρεις μέρες κι όλα αλλάζουν! Πλήθος μπαινοβγαίνει στις στοές, ξένα μαθητάκια βγαίνουν φορώντας χρωματιστά μπλουζάκια με “Thessaloniki, you’re my town”, οικογένειες με τσάντες γεμάτες δώρα για τους φίλους τους στην πατρίδα, οι ταβέρνες ξυπνάνε, οι γαμπροί σουλατσάρουν και πάλι, κάτι παλιόπαιδα προσπαθούν να κάνουν χαλάστρα όμως όλοι τους παίρνουν με τα γιαούρτια, οι μαγαζάτορες δεν πιστεύουν στα μάτια τους. Τα δυό γηραιά αδέρφια που πουλάνε τους καφέδες δεν προλαβαίνουν να φτιάχνουν τα αριστουργηματικά τους πακέτα που με αδημονία περιμένουν οι κομψοί τους πελάτες.Η κυρα-Σοφία τρατάρει ελληνικό καφέ, γλυκά του κουταλιού και λικέρ στα γαλάζια τραπεζάκια της κι απ’ τη χαρά της πηγαινοέρχεται χοροπηδώντας.
Στο δημοτικό συμβούλιο στο τέλος του Αυγούστου επικρατεί πανικός. Βέλη εκτοξεύονται προς όλες τις κατευθύνσεις. Ο Δήμαρχος αρχίζει και τα παίρνει. Αυτό που συνέβη στη στοά Μοδιάνο ταιριάζει απόλυτα στα σχέδιά του. Ας βρούν αυτοί οι άχρηστοι οι συμβουλάτορές του τον τρόπο να καταστήσουν αυτήν την επιχείρηση κερδοφόρα. Θέλει, πάση θυσία, να κρατήσει την ατμόσφαιρα της παληάς Θεσσαλονίκης στο κέντρο, να το αδειάσει από αυτοκίνητα, να ζωντανέψει το λιμάνι, να ξαναγίνει η πόλη του “σταυροδρόμι των πολιτισμών”. Μαζύ με την τεράστια αλλαγή που σκοπεύει να κάνει στη δυτική πλευρά της, ένα υπερσύγχρονο τμήμα με malls, ξενοδοχεία και καζίνο που να το ζηλεύει το Las Vegas, και την απέραντη πλαζ στα ανατολικά, χρειάζεται μιά ανάμνηση των παληών φυλών που την κατοικούσαν στο ιστορικό της κέντρο. Ξεροβήχει λοιπόν και, πριν αφήσει κανέναν να μιλήσει, ανακοινώνει την απόφασή του. Ο πανικός βουίζει σα μελίσσι.
Και τότε βέβαια, εμφανίζεται ο Κυριάκος. Η ομιλία του, γεμάτη αγάπη για τον τόπο του, γεμάτη εμπιστοσύνη για τους νέους γύρω του, γεμάτη σχέδια γιά το μέλλον μας, κάνει όλους να δακρύσουν όπως στις παληές ελληνικές ταινίες. Είναι λόγια που όταν τ’ ακούς δεν μπορεί παρά να δακρύσεις. Οχι τόσο γιατί ακούγονται όμορφα, όσο γιατί είναι δίκαια και βαθειά αληθινά. Είναι σοφά!
Στην Ερμού γιορτάζεται η επαναχρησιμοποίηση της Αγοράς Μοδιάνο. Η χρήση των μαγαζιών θα είναι σταθερά διαχωρισμένη, έτσι ώστε κανένας τομέας να μην υπερισχύει. Ολοι να δουλεύουν μαζύ, φτιάχνοντας το μωσαικό που πάντα ήταν η ελληνική αγορά. Ολα τα πράγματα, όλες οι ιδέες σε παράταξη. Τα νέα πράγματα, τα παληά πράγματα, οι νέες και οι παληές ιδέες. Είναι τόπος συνάντησης πρωί και βράδυ. Ζωντανοί άνθρωποι που ανταλλάσσουν αισθήματα, λόγια και νοήματα. Κανένα πάρτυ στον κόσμο δεν είναι τόσο αισθησιακό όσο μιά ελληνική αγορά, με τα χρώματα, τις μυρωδιές, τις μουσικές και τις γεύσεις της να λυώνουν μέσα στη ζέστη και τα βλέμματα.
Ο Δήμαρχος γλεντάει χορεύοντας τσάμικο υπό την κουστωδία των γελαστών, γυμνών Capoeristas κι ενός τρίο με γκάιντες, το φρέσκο ζευγαράκι Παναγιώτης- Κατερίνα είναι χαμένο στον έρωτά του ενώ γύρω απ’ το τεράστιο τραπέζι το αιώνιο ειδύλιο κυρίας Νανάς- Γάσπαρη πνίγεται σε γλυκερές ματιές , η Ελλη με τις δυό καινούριες φίλες της που κάνουν tattoo στο νεοαποκτειθέν ροζ μαγαζάκι τους σκάνε συνέχεια στα γέλια, οι οικογένειες αισθάνονται ευτυχισμένες, τόσο που κι ο Στρατής με το Τζίμη, χωμένοι ο ένας στην αγκαλιά του άλλου δίνουν υποσχέσεις αιώνιας φιλίας, ο Αρίσταρχος, με το μπράτσο περασμένο γύρω απ’τους ώμους της γυναικούλας του που πίνει σα σφουγγάρι, τραγουδάει φάλτσα και οι δικοί μας λένε τις τελευταίες τους ατάκες, οι νέοι ξέρουν καλά να διασκεδάζουν, ταυτόχρονα ανεβαίνουν τα καινούρια λογότυπα πάνω απ’ την είσοδο, ανάβουν έξυπνα φώτα, ένα θεατρικό ετοιμάζεται να παιχτεί στις οροφές των μαγαζιών κι οι πρωινοί σιγά- σιγά αποχωρούν.