Substance: Ένα ελιξίριο νιότης που οδηγεί στο σαρκαστικό χάος
Ο Γιάννης Γκροσδάνης γράφει για την ταινία της εβδομάδας
Η αλήθεια είναι ότι η φιλμογραφία της Κοραλί Φαρζέ δεν είναι για πολύ ευαίσθητους. Και η νέα της ταινία, το Substance, αποτελεί χωρίς αμφιβολία μια ταινία που θα συζητηθεί έντονα.
Είναι ένα τολμηρό θρίλερ σωματικού τρόμου, με εύστοχο κοινωνικό σχόλιο τόσο πάνω στα πρότυπα ομορφιάς όσο και στη προσωπική ματαιοδοξία. Η ιστορία ακολουθεί την Ελίζαμπεθ Σπαρκλ, μια 50αρα με αρκετή δημοφιλία και καριέρα στα media και στο σινεμά να αγωνιά για την θέση της στο πεδίο της δόξας και της προβολής.
Πόσο μπορεί να συνεχίσει να είναι το πρόσωπο της ημέρας άραγε; Το star system μέσα από το οποίο αναδύθηκε της δίνει πλέον περιορισμένο χρόνο ζωής στη βιομηχανία θεάματος αν και η ίδια κατάφερε να επιβιώσει κάνοντας πλέον μια πρωινή εκπομπή fitness με αρκετή τηλεθέαση στην τηλεόραση.
Δεν πιστεύει το ίδιο ο διευθυντής προγράμματος του σταθμού, που αναζητά ήδη το next best thing που θα το μοσχοπουλήσει στους θεατές του για να εισπράξει λεφτά, μπόνους και διαφήμιση.
Η απόφαση για την αντικατάστασή της από νεότερη παρουσιάστρια έχει παρθεί και τότε η Ελίζαμπεθ με την πίεση του χρόνου να λειτουργεί καταλυτικά καταφεύγει σε ένα μυστηριώδες ελιξίριο, που δημιουργεί ένα νεότερο εναλλακτικό «εγώ», την Σού. Όμως η νεότητα αυτή έχει ένα κόστος για την πρωταγωνίστρια και το alter ego της.
Φυσικά το Substance είναι φτιαγμένο μέσα στην υπερβολή, έχει αρκετό σαρκασμό και χιούμορ (ένα από τα ατού της ταινίας) και αποτελεί ένα καλοφτιαγμένο θρίλερ με δυνατή ατμόσφαιρα και ένταση. Ο στόχος του είναι να αιφνιδιάσει, να σοκάρει τόσο με το βασικό στόρι της εναλλαγής των alter ego – μια όμορφη και άψογα επιτηδευμένη μεταμοντέρνα διασκευή του Δρος Τζέκιλ και Μίστερ Χαϊντ – όσο και με την ματαιόδοξη αγωνία του τι θα κερδίζουν αυτά τα δύο alter ego στη ζωή μιας γυναίκας.
Σαφές εδώ το δυνατό κοινωνικό σχόλιο με υπαρξιακές και φεμινιστικές αποχρώσεις που από τη μια καλύπτει την προσωπική ματαιότητα μιας επιτυχίας που ωστόσο κάποτε τελειώνει για όλους ενώ μέσα από αυτή τη διττή προσωπικότητα της πρωταγωνίστριας, η ταινία εξερευνά τις επώδυνες θυσίες της ανθρώπινης επιθυμίας για αιώνια νεότητα, με σατιρική διάθεση και εντυπωσιακά οπτικά εφέ που ενισχύουν το στοιχείο του τρόμου.
Όμως το πιο δυνατό κομμάτι της ταινίας σεναριακά είναι η δεικτική φεμινιστική ματιά της για την σκληρότητα ενός ανδροκεντρικού πατριαρχικού συστήματος που θέτει ακόμα τους κανόνες ενός star system, το οποίο θέλει τις μεγαλύτερες ηλικιακά γυναίκες να αναλώνονται στην μηχανή του κιμά για χάρη της νεότητας που είναι πιο ελκυστική, πιο σεξουαλική και πουλάει.
Η Φαρζέ τονίζει την έκθεση του γυναικείου σώματος τόσο στα media όσο και στον ανοιχτό και δημόσιο χώρο και τον τρόπο που κατά βάθος όλο αυτό λειτουργεί καταπιεστικά για τις γυναίκες που καλούνται να είναι πάντα ιδανικές, νέες, επιθυμητές, σεξουαλικές, χαμογελαστές με σκοπό αυτό το ανδροκεντρικό περιβάλλον να τις καταναλώνει για να εκτονώνει την ηδονοβλεπτική διάθεση του σε ένα φαύλο κύκλο νεότητας και φύλου που ανακυκλώνεται και πάει ξανά και ξανά από την αρχή.
Η σκηνοθετική ματιά της Κοραλί Φαρζέ ξεχωρίζει για τη χρήση μιας καλτ αισθητικής της δεκαετίας του ’80, που δημιουργεί έναν παράξενο κόσμο γεμάτο υπερβολικές εικόνες και καταστάσεις, η ατμόσφαιρα που χτίζεται τεχνικά (σε επίπεδο φωτογραφίας, ήχου, μοντάζ, εφέ, μακιγιάζ, σκηνικής επιμέλειας) είναι απολαυστική ενώ οι ερμηνείες συγκινούν τόσο όταν μιλάμε για την Ντέμι Μουρ που αποδίδει την εύθραυστη και έντονη ψυχοσύνθεση της ώριμης γυναίκας – ας το σημειώσουμε εδώ πως είναι υπέροχη και παίζει ακομπλεξάριστα πατώντας στην ηλικία της και σίγουρα της αξίζει, όπως ήδη συζητιέται, να φτάσει χάρη σε αυτή την ερμηνεία της στην πεντάδα του φετινού Όσκαρ Α γυναικείου – όσο και της Μάργκαρετ Κουάλεϊ, που εκφράζει τόσο την αφέλεια όσο και τη ψυχρή τελειότητα της νεότητας που η κοινωνία προβάλλει.
Φυσικά αξίζει μια κουβέντα και για τον Ντένις Κουεϊντ που παίζει απολαυστικά και σαρκαστικά με τις υπερβολές αυτού του αλαζονικού ανδροκεντρικού συστήματος που καταπιέζει την γυναίκα. Βέβαια το φινάλε της ταινίας είναι σίγουρο ότι θα συγκεντρώσει τα πιο πολλά σχόλια καθώς η Φαρζέ επιλέγει σεναριακά η θριλερική σαρκαστική ματιά της να καταλήξει σε μια ατελείωτη φάρσα, ένα μικρό αλλά απολαυστικό χάος – ξεφεύγοντας από την καλά δομημένη ιστορία που διαθέτει αρχικά – αλλά αυτό είναι σαφές ότι γίνεται όχι τόσο από αμηχανία αλλά αποτελεί συνειδητή επιλογή καθώς εκφράζει κάτι από την ήδη σαρκαστικά χαοτική εποχή μας και έχει αποτέλεσμα στην έκβαση της ιστορίας της.