Η συρρίκνωση του χώρου

O χρόνος συμβίωσης διαστέλλεται καθώς όλα τα μέλη κάθε νοικοκυριού, τα οποία στην προ Covid-19 συνθήκη περνούσαν μεγάλο μέρος της ημέρας εκτός σπιτιού, πλέον παραμένουν μέσα

Parallaxi
η-συρρίκνωση-του-χώρου-583959
Parallaxi

Λέξεις: Κωνσταντίνα Βαΐου*

Αθήνα drone

Καθώς οι εβδομάδες περνούν, το “μένουμε σπίτι” γίνεται η νέα συνθήκη ζωής στην Αθήνα, μια μητρόπολη που βρίσκεται μπροστά στη νέα κρίση χωρίς ακόμη να έχει αντιμετωπίσει τα προβλήματα που επισσώρευσαν δέκα χρόνια μνημονίων και ακραίας λιτότητας.

Η συνθήκη αυτή έχει αθέατες πλευρές που έχουν να κάνουν με τη συρρίκνωση του (υλικού) χώρου και τις “λεπτομέρειες της καθημερινότητας”. Ακόμη και με την υπόθεση ότι όλες και όλοι έχουμε σπίτι, το σπίτι που καλείται να αναλάβει τις παραπάνω λειτουργίες δεν είναι για όλες/ους μια άνετη μεσοαστική κατοικία, με ευρυζωνική σύνδεση και Νέτφλιξ, με υπολογιστές και τάμπλετ διαθέσιμα σε όλους, με άτομα που έχουν ακόμη μισθό και αποταμιεύσεις.

Για τα περισσότερα νοικοκυριά στην πόλη μας, που έτσι κι αλλιώς ζούσαν στο όριο και πριν την πανδημία, το σπίτι είναι διαμέρισμα σε πολυκατοικία με περιορισμένο μέγεθος, με ελάχιστο υπαίθριο χώρο, με στοιχειώδη εξοπλισμό και με ψηλή πυκνοκατοίκηση.

Σε τέτοια σπίτια πρέπει να χωρέσει η αμειβόμενη εργασία ορισμένων, το σχολείο από απόσταση, η διασκέδαση, το παιχνίδι, η επικοινωνία εφήβων και ενήλικων με φίλους/ες μέσα από υπερφορτωμένες υποδομές, η ιδιωτικότητα και η συνεύρεση όσων συγκατοικούν, οι υπαρξιακές και άλλες αγωνίες, τα πιθανά βίαια ξεσπάσματα και πολλά ακόμη. Ο χώρος της καθημερινότητας συρρικνώνεται υλικά, έστω κι αν, περισσότερο ή λιγότερο, διευρύνεται εικονικά μέσω του διαδικτύου και των εφαρμογών της τεχνολογίας.

Παράλληλα, ο χρόνος συμβίωσης διαστέλλεται καθώς όλα τα μέλη κάθε νοικοκυριού, τα οποία στην προ Covid-19 συνθήκη περνούσαν μεγάλο μέρος της ημέρας εκτός σπιτιού, πλέον παραμένουν μέσα. Αυξάνεται έτσι και διαφοροποιείται σημαντικά ο όγκος και το περιεχόμενο της φροντίδας και της απλήρωτης οικιακής εργασίας.

Μέσα από έναν συνήθως αθέατο προγραμματισμό και συντονισμό, πρέπει να γίνουν οι κατάλληλες προμήθειες ώστε όλα τα γεύματα και τα ενδιάμεσα σνακ της αμηχανίας εγκλεισμού να προετοιμαστούν στο σπίτι, να σερβιριστούν, να μαζευτούν τα χρησιμοποιημένα σκεύη.

Τα παιδιά πρέπει να παρακολουθήσουν όσα μαθήματα το σχολείο και το φροντιστήριο καταφέρνουν να τους προσφέρουν από απόσταση, με επίβλεψη και βοήθεια που κάποιες μητέρες, μετανάστριες κι όχι μόνο, δεν είναι σε θέση να τους δώσουν, έστω κι αν υπάρχουν οι υποδομές. Η γιαγιά και ο παππούς, που βοήθησαν στη φροντίδα των παιδιών και στην επιβίωση όλων με τις συντάξεις τους, μπορεί να χρειάζονται πλέον βοήθεια για να σηκωθούν από το κρεβάτι, να φάνε, να πάνε στην τουαλέτα, να πλυθούν. Και πάντως δεν πηγαίνουν στο καφενείο ή στο ΚΑΠΗ.

“Μένοντας σπίτι”, οι συγκατοικούντες εικοσιτέσσερις ώρες επί επτά μέρες την εβδομάδα δημιουργούν περισσότερη ακαταστασία από “πριν” και ανάγκη καθαρισμού, ιδιαίτερα τώρα που χρειάζεται προσοχή στην υγιεινή, ξοδεύουν ενέργεια που αυξάνει τους λογαριασμούς κοινής ωφέλειας ενώ τα εισοδήματα μειώνονται, διεκδικούν προσωπικό χώρο και χρόνο, για δουλειά, παιχνίδι ή χαλάρωση, επιδιώκουν να συγκροτήσουν νέες ρουτίνες για να αντέξουν τον εγκλεισμό.

Ακόμη και οι προμήθειες εξ αποστάσεως είναι λιγότερο αυτονόητη δραστηριότητα από όσο πολλοί νομίζουν. Πέρα από όλες τις άλλες δυσκολίες, τα συστήματα αυτά προϋποθέτουν χρήση πιστωτικής κάρτας, η οποία δεν είναι τόσο γενικευμένη, όσο θεωρούν η κυβέρνηση και οι τράπεζες, σε μια οικονομία με σημαντική άτυπη δραστηριότητα, όπου οι αμοιβές και οι πληρωμές γίνονται με ρευστό και με ενσώματη παρουσία.

Στις συνθήκες αυτές, οι χρόνοι και οι χώροι για μια τηλεδιάσκεψη εργασίας, για τη σύνταξη ενός υπηρεσιακού εγγράφου, για την προετοιμασία μαθημάτων από απόσταση κλπ – για την όποια δουλειά από το σπίτι – διασταυρώνονται και συγκρούονται με τις ποικίλες και διαφοροποιημένες ανάγκες πρακτικής και ψυχολογικής φροντίδας. Είναι μεγάλο και παλιό το ερώτημα ποιες (και ποιοι;) αναλαμβάνουν να επιτελέσουν τον όγκο αυτής της φροντίδας.

Η πανδημία επαναφέρει το ερώτημα, εγγράφοντας υποθήκες για τις έμφυλες και διαγενεακές σχέσεις μέσα από το “μένουμε σπίτι” για άγνωστο χρόνο. Στην πατριαρχική κοινωνία μας, για την ώρα, είναι γυναίκες εκείνες που επωμίζονται τον αυξημένο όγκο της φροντίδας που επιφέρει το “μένουμε σπίτι”.

Ταυτόχρονα, για να λειτουργεί στοιχειωδώς το “μένουμε σπίτι”, κάποιες και κάποιοι πρέπει να μην μείνουν εκεί, να πάνε στη δουλειά: εργαζόμενες/οι στον τομέα της υγείας, οδηγοί μέσων μαζικής μεταφοράς, εργαζόμενες και εργαζόμενοι στα σούπερ μάρκετ, ντελιβεράδες, ταξιτζήδες, ταχυμεταφορείς και άλλες/οι παίρνουν το ρίσκο και τον χρόνο να κινηθούν από το σπίτι στους τόπους δουλειάς, διασχίζοντας την έρημη πόλη. Αντίθετα, άλλες και άλλοι αντιμετωπίζουν έναν ανεπιθύμητο αποκλεισμό από τέτοιες μετακινήσεις μια και η αμειβόμενη εργασία τους έχει διακοπεί βίαια από τα μέτρα και, σύμφωνα με τις κυβερνητικές εξαγγελίες, μάλλον δεν θα ξαναρχίσει.

Το βάρος της φροντίδας στο συρρικνωμένο χώρο του σπιτιού τσακίζει τις προσωπικές ανάγκες και επιδιώξεις πολλών γυναικών (με όλες τις ταξικές, εθνοτικές, σεξουαλικές, ηλικιακές και άλλες ανισότητες στην κατηγορία φύλου) και υποθηκεύει τις προοπτικές για το απροσδιόριστο χρονικά, αλλ;a σίγουρα δυσμενέστερο, “μετά”. Επιπλέον, η παραμονή όλων στο σπίτι έχει ήδη οδηγήσει σε αυξημένα περιστατικά ενδο-οικογενειακής βίας κατά των γυναικών και των πιο ευάλωτων.

Τα εγκλωβισμένα θύματα αναγκάζονται να παραμείνουν εκεί, μαζί με αυτούς που ασκούν βία, μη έχοντας άλλες εναλλακτικές, πρακτικά ούτε και δυνατότητες καταγγελίας. Μεταξύ άλλων, στο ρεπερτόριο των λόγων εξόδου που αναφέρει η κυβερνητική ΠΝΠ δεν περιλαμβάνεται προφανώς η καταγγελία της βίας, ούτε η διακοπή ανεπιθύμητης κύησης ως λόγοι για να βγει κάποια από το σπίτι.

Μέχρι πότε οι σχολιασμοί της συγκυρίας θα εστιάζουν αποκλειστικά σε μια κλίμακα γενικών αναλύσεων και προβλέψεων, αρνούμενοι (ή αδυνατώντας) να “δουν” τα ενσώματα υποκείμενα που, σε οποιεσδήποτε αντιξοότητες, διαμορφώνουν συνθήκες επιβίωσης στον μικρόκοσμο του σπιτιού, στην πόλη και στην κοινωνία;

Πότε η φροντίδα θα πάψει να αποτελεί “ατομική ευθύνη” των γυναικών, από την οποία επωφελείται, όχι μόνο ο καπιταλισμός για την αναπαραγωγή του, αλλά και όσοι την απολαμβάνουν προσωπικά; Πώς θα γίνει ποτέ εφικτή επινόηση εναλλακτικών προτύπων συγκατοίκησης και καταμερισμών εργασίας, η ανατροπή καθιερωμένων προτύπων κατανάλωσης και διάθεσης του χρόνου, μια πραγματική επανάσταση φροντίδας;

* Η Κωνσταντίνα Βαΐου ήταν καθηγήτρια στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, στον τομέα Πολεοδομίας και Χωροταξίας με ειδίκευση την ανάλυση του χώρου.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα