Parallax View

Τα Χριστούγεννα της Γεωργίας

Τα Χριστούγεννα δεν είναι πάντα φωτεινά. Κι όμως, πάντα γεννιέται κάπου το Φως - Ένα διήγημα στο πνεύμα των ημερών

Parallaxi
τα-χριστούγεννα-της-γεωργίας-1415881
Parallaxi

Λέξεις: Ελένη Χατζητάκη

Δύο εβδομάδες πριν τα Χριστούγεννα και οι ετοιμασίες σε όλα τα νοικοκυριά έχουν ξεκινήσει. Κάτι τα γλυκά που πρέπει να ετοιμαστούν, κάτι τα στολίδια που επιμελώς πρέπει να τοποθετηθούν, κάτι τα σπίτια που πρέπει να ετοιμαστούν για να υποδεχτούν τους φίλους, τους επισκέπτες ή απλώς να προσφέρουν την χριστουγεννιάτικη θαλπωρή στα μέλη της οικογενείας που μένουν ήδη εκεί ή που επιστρέφουν στο πατρικό σπίτι μετά από επιβεβλημένη λόγω σπουδών ή εργασίας απουσία.

Και αν, όμως, δεν μπορούν να επιστρέψουν, κι αν η απουσία είναι επιβεβλημένη και διαρκείας, κι αν, όσα στολίδια και αν τοποθετηθούν , κι αν όσα φαγητά κι αν ετοιμαστούν κάποιοι δεν πρόκειται ποτέ να τα γευτούν, πόσο στέρεη και πλήρης μπορεί να είναι η χαρά που αυτές οι ετοιμασίες θα προσφέρουν;

Αυτά σκεφτόταν η Γεωργία όταν της ζητήθηκε να μιλήσει στα παιδιά της ενορίας της για την γιορτή των Χριστουγέννων, την χαρά που συνεπάγεται, την ελπίδα που φέρνει, την αισιοδοξία με την οποία πληρεί τις καρδιές των ανθρώπων. Και σκέφτηκε κάποια δικά της Χριστούγεννα, αρκετά χρόνια πριν όταν η χαρά που περίμενε δεν επισκέφτηκε την καρδιά της, δεν φώτισε την ζωή των οικείων της αλλά έμεινε κάπου σε μια γωνιά ξεχασμένη και απρόσκλητη μετά την ξαφνική απώλεια του πατέρα της. Αλήθεια ήταν τα πρώτα Χριστούγεννα της ζωής της που ένιωσε πως ο Χριστός γεννήθηκε κάπου αλλού πάντως όχι μέσα στην δική της καρδιά.

Σκέφτηκε λοιπόν να ξεκινήσει έτσι την κουβέντα με τα παιδιά. Για τις ανατροπές που ετοιμάζει η ζωή ακόμα και στην γιορτή, για τις δυσάρεστες εξελίξεις που μπορεί να συμβούν στην ζωή του καθενός εκεί που περιμένει ότι θα χαρεί, ότι θα τραγουδήσει, ότι θα μοιραστεί ευχές με φίλους και συγγενείς, εκεί που νομίζει ότι όλα θα αστράφτουν κάτω από τα φώτα του χριστουγεννιάτικου δέντρου και τις ακτίνες του ψεύτικου άστρου που τοποθετείται στην κορυφή του. Έπρεπε να δείξει στα παιδιά ότι η ζωή δεν είναι ένα ευχάριστο παραμυθάκι και ακόμη περισσότερο ότι η γέννηση του Χριστού δεν είναι μια απλή και ευχάριστη διήγηση που εξαντλείται σε ρομαντικές εικόνες, ιδανικές για διακόσμηση και καλλιτεχνική δημιουργία.

Πάλι όμως μια φωνή μέσα της της έλεγε ότι δεν έπρεπε να χαλάσει αυτήν την ιδεατή εικόνα που είχαν τα παιδιά για την γιορτή. Ούτε σε όλους συμβαίνουν ατυχίες ούτε όλοι είναι έτοιμοι να ακούσουν άλλα λόγια πέρα από την γνωστή ιστορία για τους βοσκούς, για την προσκύνηση των μάγων, για το φωτεινό αστέρι, για τα ζώα που ζέσταιναν με τα χνώτα τους τον νεογέννητο Χριστούλη. Ναι, αλλά η ζωή έχει και τις ανατροπές της κι αυτές συμβαίνουν ακόμη και μέσα στα Χριστούγεννα.

Παραμονές Χριστουγέννων εκδηλώθηκε η ασθένεια του πατέρα της και δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων είχε κιόλας τελειώσει. Και μαζί της είχε τελειώσει και η ευωχία της γιορτής και ακόμη περισσότερο η επί γης συμπόρευση με τον αγαπημένο της πατέρα. Κι έπρεπε τόσο η ίδια όσο και τα υπόλοιπα μέλη της οικογενείας της να δεχτούν ό,τι είχε συμβεί, να ξεστολίσουν το δέντρο, να σηκώσουν την φάτνη, γιατί όλο το σπίτι, το έμψυχο και το άψυχο κομμάτι του, είχε αρχίσει να πενθεί. Κι έτσι η απουσία του πατέρα της συνοδεύτηκε από την απουσία τόσων αγαπημένων πραγμάτων που παρέπεμπαν σε γιορτή. Όλα μαζεύτηκαν , μπήκαν σε κούτες, οι μπάλες, τα αγγελάκια, όλα, εκτός από μια κάρτα με την βυζαντινή εικόνα της Γέννησης μπροστά, με ευχές από μια αγαπημένη της δασκάλα χρόνια πριν. Την κοίταζε και ποθούσε να ήταν εκείνο το κοριτσάκι που χρόνια πριν έπαιρνε από τα χέρια της κυρίας της αυτήν την κάρτα και κοιτούσε την εικόνα πριν ακόμα διαβάσει τις ευχές. Ακόμη όμως περισσότερο ποθούσε να βρίσκεται δίπλα στον νεογέννητο Χριστό, μέσα στην φάτνη του, να μην νιώθει τον πόνο, να ζεσταίνεται από τα χνώτα των άλογων ζώων, να κοιτάζει τα λαμπερά δώρα των Μάγων και από πάνω να λούζεται από το φως του αστεριού της Βηθλεέμ. Ω ναι, θα ήθελε να αποτελέσει μέρος αυτής της εικόνας, μακριά από την πραγματικότητα που βίωνε, την απουσία και την απώλεια που την έλιωνε. Και τότε θαρρείς έγινε το θαύμα. Ένιωσε την ζεστασιά από το στοργικό βλέμμα της Παναγίας που κοιτούσε μια την ίδια και μια το νεογέννητο παιδί της. Ένιωσε την ασφάλεια που πρόσφερε το σπήλαιο της Βηθλεέμ, την παρέα των βοσκών, των μάγων , θαρρείς και ο ίδιος ο Χριστός είχε στρέψει για λίγο το βλέμμα τους στην ίδια για να καλύψει το κενό και την μοναξιά που αισθανόταν.

Αυτό θα έλεγε στα παιδιά , όχι μόνο να δουν, αλλά να νιώσουν, να νιώσουν ένα με τον Χριστό, ένα με την Παναγία, ένα με τον Ιωσήφ, να νιώσουν ότι το άστρο της Βηθλεέμ φωτίζει και την δική τους ζωή όχι με ψεύτικα φώτα από αμέτρητα λαμπάκια αλλά με την δική του λάμψη.

Το σπήλαιο ήταν έτσι κι αλλιώς σκοτεινό, αλλά το σκοτάδι διαλύθηκε από τον νεογέννητο Χριστό. Το σπήλαιο ήταν έτσι κι αλλιώς σιωπηλό αλλά γέμισε από τους ύμνους των αγγέλων. Το σκοτάδι τελικά και η σιωπή θα υπάρχει πάντοτε στην επίγεια ζωή μας αλλά πάντα θα γεννιέται και στην δική μας ψυχή ο νεογέννητος Χριστός με ό, τι όμορφο συνεπάγεται η δική του παρουσία.

Έτσι κι αλλιώς πάντοτε θα λείπει κάτι και από τη δική μας ζωή αλλά πάντα εκεί στον πόνο, πάντα στην απουσία θα έρχεται ο νεογέννητος Χριστός να μας γεμίσει, να μας παρηγορήσει, ακόμα και αν χρειαστεί να στριμωχτεί μέσα σε μια ταπεινή και ξεχασμένη κάρτα χρόνων μακρινών, φωτεινό κομμάτι κι αυτή των παιδικών μας αναμνήσεων.

*Η Ελένη Χατζητάκη είναι φιλόλογος και καθηγήτρια μέσης εκπαίδευσης

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα