Parallax View

Τα χρόνια μου στο Οικοτροφείο

«Γνωρίζαμε ότι η ζωή μας θα ήταν δύσκολη. Δεν αντιλαμβανόμασταν τι θα μας άφηνε στις ψυχές και πώς θα το διαχειριζόμασταν στην πορεία...»

Parallaxi
τα-χρόνια-μου-στο-οικοτροφείο-1088011
Parallaxi

Λέξεις/Εικόνες: Θεοδώρα Λειψιστινού

Γεννήθηκα σε χωριό που δεν είχε Γυμνάσιο-Λύκειο. Αναγκάστηκα να πάω στη Σιάτιστα εσώκλειστη στο Εκκλησιαστικό Οικοτροφείο.

Λύση ανάγκης ήταν η διαμονή μας στο Οικοτροφείο Θηλέων. Oι γονείς μας ήταν ήσυχοι με τη σκέψη ότι είχαμε στέγη, φαγητό και  ασφάλεια.

Ήταν λύση και για τους γονείς που εργάζονταν στο εξωτερικό. Το Οικοτροφείο δεν είχε καμιά σχέση με τα ιδρύματα όπου περιορίζονταν κορίτσια φτωχότερων και ευάλωτων κοινωνικών στρωμάτων που απομακρύνονταν από το οικογενειακό τους περιβάλλον, συχνά προβληματικό.

Οι συνθήκες της εποχής ήταν δύσκολες.

Έπρεπε η ζωή στο Οικοτροφείο να συμβαδίζει με την πολιτική κατάσταση της χώρας γιατί είχαμε δικτατορία, με την αυστηρότητα του Τραμπάντζειου Γυμνασίου, ένα από τα πιο αυστηρά σχολεία της χώρας, με τις αρχές και τις αξίες της εκκλησίας, με την καταπίεση λόγω της χροιάς θρησκευτικότητας, που κάποια κορίτσια δεν μπορούσαν να την δεχτούν, γιατί το Οικοτροφείο ήταν εκκλησιαστικό, με τα αυστηρά κοινωνικά δεδομένα της εποχής αλλά και της κλειστής συντηρητικής κοινωνίας της Σιάτιστας.

Λόγω αυτών των ασφυκτικών συνθηκών, η ζωή στο Οικοτροφείο ήταν δύσκολη για το σύνολο των  νεαρών κοριτσιών. Στερούμασταν στοιχειώδεις ελευθερίες και δεν είχαμε καμιά υποστήριξη ουσιαστική για μια ισορροπημένη προσωπική ανάπτυξη και ομαλή κοινωνική ένταξη.

Δεν είχαμε τη φροντίδα, την κατανόηση και τον σεβασμό στην περίοδο της εφηβείας. Ευτυχώς, γνωρίζαμε ότι η ζωή μας για εκείνο το χρονικό διάστημα θα ήταν δύσκολη και την αποδεχόμασταν όσο μπορούσαμε. Δεν αντιλαμβανόμασταν βέβαια τι θα μας άφηνε στις ψυχές και πώς θα το διαχειριζόμασταν στην πορεία της ζωής μας.

Συχνή ήταν η ευαλωτότητα και ευμεταβλητότητα των συναισθημάτων μας που αγόμασταν σε καταστάσεις άλλοτε αγωνιωδών αναζητήσεων και άλλοτε  θυμού που απέρρεε από την έλλειψη ελευθερίας.

Τι ήταν όμως  αυτό που μας έδινε την ώθηση και τη δύναμη να ξεπερνούμε τα εμπόδια; Ίσως μέσα μας να λειτουργούσε αυτό που έλεγε ο ψυχίατρος Victor Frankl, επιζήσας του Άουσβιτσς ότι «Όλα μπορούν να σου τα στερήσουν εκτός από ένα: το να επιλέγεις εσύ τη στάση ζωής  σου απέναντι στην κάθε περίσταση».

Ή  αυτό που έλεγε ο Νίτσε: «Εκείνοι που έχουν ένα γιατί, έναν λόγο για να θέλουν να ζήσουν, εκείνοι μπορούν να αντέξουν σχεδόν το οποιοδήποτε πώς».

Ο καλύτερος προγνώστης για τη μελλοντική μας συμπεριφορά ήταν ο βαθμός αυτογνωσίας μας, η ρεαλιστική κατανόηση του εαυτού μας και του περιβάλλοντος μέσα στο οποίο ζούσαμε.

Αν ρωτούσαμε και σήμερα κορίτσια που έζησαν στο οικοτροφείο  για τη ζωή τους εκεί, το πρώτο που θα ανέφεραν είναι η πίεση από  τον κλειστό χώρο και η στέρηση της ελευθερίας. Αν ωφεληθήκαμε; Κάποια θα έλεγαν ναι και κάποια όχι. Στα όχι οι απαντήσεις θα μπορούσαν να είναι:

Ήταν μια άδικη δοκιμασία. Μόνη μου βοήθησα τον εαυτό μου. Έμαθα να είμαι υποκρίτρια. Έγινα επιφυλακτική με την κοινωνία και σε ένα βαθμό με την εκκλησία. Δεν πήρα τίποτα. Η παραμονή μου εκεί με τραυμάτισε.

Στα ναι, οι απαντήσεις θα μπορούσαν να είναι:

Αν δεν ήταν το Οικοτροφείο , δεν θα πήγαινα σχολείο. Δεν θα αποκτούσα εξωσχολική μόρφωση, γιατί μου επέτρεπαν να πηγαίνω στην ιστορική βιβλιοθήκη της Σιάτιστας.

Δεν θα είχα το θρησκευτικό συναίσθημα. Δεν θα αντιμετώπιζα με επιείκεια τους ανθρώπους, γιατί εκεί έμαθα να συνυπάρχω με άλλες συνομήλικές μου και να αποδέχομαι την κάθε ιδιαιτερότητα και διαφορετική προσωπικότητα.

Ήμασταν γύρω στα πενήντα κορίτσια. Διευθύντριά μας ήταν η Τ. Ντ. από τη Γεράνεια της Σιάτιστας, που δεν είχε παιδαγωγικές γνώσεις.

Κάθε πρωί πηγαίναμε στο Τραμπάντζειο Γυμνάσιο, επιστρέφαμε στο Οικοτροφείο και ξαναβγαίναμε το άλλο πρωί.

Εκείνο που με πονούσε πολύ ήταν που δεν μας άφηναν να βγαίνουμε για να μάθουμε ξένες γλώσσες.

Το αναγνωστήριο ήταν ένα για όλα τα κορίτσια. Οχτώ κορίτσια σε κάθε τραπέζι. Εγερτήριο το πρωί στις εφτά. Στις 7.30 η πρωινή προσευχή και στις 22.00  η βραδινή και η ώρα για ύπνο. Θα μπορούσες να συνεχίσεις το διάβασμα και μέχρι αργά.

Τον πρώτο χρόνο πνιγόμουν. Δεν μπορούσα να διαβάσω με τόσα παιδιά γύρω μου. Μου ήταν δύσκολο να ακολουθώ ένα πρόγραμμα συγκεκριμένο. Έλεγα στον πατέρα μου να με πάρει.

Σκεφτόμενη τις δυσκολίες αν νοίκιαζα έξω στην πόλη, παρέμεινα, τελικά, στο Οικοτροφείο. Στο Λύκειο δεν πλήρωνα λόγω κάποιου κληροδοτήματος, οπότε δεν περνούσε η σκέψη να φύγω.

Προσωπικά, αισθανόμουν φυλακισμένη, ενώ άλλες κοπέλες δεν ένιωθαν  έτσι.

Σφαλιστή, πάντα, η σιδερένια πόρτα ενός καταθλιπτικού προαύλιου. Σφαλιστά τα καφετιά παράθυρα του ψηλού κτηρίου , σε περίπτωση τιμωρίας.

Ψηλοί οι μαντρότοιχοι που περιέκλειαν το Οικοτροφείο και σε εμπόδιζαν να δεις προς τα έξω. Ήταν και εκείνα τα γυαλιά πάνω τους!

Ώρες- ώρες πάθαινα ασφυξία, μελαγχολία και νόμιζα ότι ήμουν κρατούμενη. Για μένα ήταν τα τείχη των εφηβικών φυλακών ,που πεισματικά έστεκαν όρθια.

Σωματική βία δεν υπήρχε. Τη λεκτική ,από την πλευρά μόνο της διευθύντριας, την είχαμε συνηθίσει, όσο μπορεί μια παιδική ψυχή να συνηθίσει. Η τσιριχτή δυνατή φωνή της για χρόνια πλήγωνε τα αυτιά μου.

Ήταν 4η Νοεμβρίου, ημέρα απελευθέρωσης της Σιάτιστας από τους Τούρκους. Είχαμε χορέψει παραδοσιακούς χορούς και ήμασταν έξω από το σχολείο μαζί με τη διευθύντρια.

Κορίτσια γεμάτα ζωή, κουνούσαμε ακόμη τα μαντήλια που κρατούσαμε στους χορούς. Κάποια στιγμή μου πέφτει το μαντήλι και σκύβει ένας μαθητής, το παίρνει και μου το δίνει.

Τι πιο αθώο!

Για σαράντα μέρες ,μετά τη βραδινή προσευχή, η διευθύντρια έκανε αναπαράσταση του στιγμιότυπου πώς ο νεαρός  έσκυψε, πήρε το μαντήλι και το έδωσε στην κόρη του αντάρτη.

Στην αρχή θύμωνα, αλλά θεωρούσα ότι δεν έπρεπε να δίνω σημασία, μιας και δεν έχαιρε ιδιαίτερης εκτίμησης από την πλευρά μου.

Ήμασταν μια μικρή κλειστή κοινωνία, όπου έπρεπε να συνυπάρξουν κορίτσια με διαφορετικούς χαρακτήρες.

Με την αγαπημένη μου φίλη Φωτεινή Μαρκοπούλου,  φιλόλογο στην Κοζάνη, μοιραζόμασταν τις δυσκολίες. Όλες περιμέναμε τα Σαββατοκύριακα. Τότε ζωντάνευε το Οικοτροφείο. Βλέπαμε τηλεόραση, τραγουδούσαμε, χορεύαμε, παίζαμε θέατρο!

Τη Βούλα Λιώτσιου , που έφυγε πριν δυο χρόνια από τη ζωή, ακόμη τη θυμάμαι να παίζει και να τραγουδά:

«Εφημερίδες, ρίδες, μαρίδες…».

Η Κυριακή ήταν μέρα εξόδου σε κάποιο εξωκκλήσι για παιχνίδι. Στα κρυφά κυκλοφορούσαμε το Ρομάντζο ή το Ντομινό, το κατά Λουκά ή το κατά  Τηλεμάχου Ευαγγέλιο όπως τα αποκαλούσαμε ανάλογα από ποιο μαγαζί το αγοράζαμε, από τον Λουκά ή από τον Τηλέμαχο Κακάλη.

Και κάποια βράδια που το σύνολο των κοριτσιών κοιμόταν, ακούγαμε μουσική Θεοδωράκη σε πικάπ που κρύβαμε επιμελώς, γιατί πολύ συχνά γίνονταν έλεγχοι στα προσωπικά μας πράγματα. Ακόμη και η αλληλογραφία μας ελέγχονταν.

Ειλικρινά, η ζεστασιά του σπιτιού δεν μπορεί να συγκριθεί με τη ζωή στο Οικοτροφείο.

Κατόπιν άδειας μπορούσαμε να πάμε στα σπίτια μας ή να μας επισκεφθούν οι δικοί μας. Ίσως να είμαι η μόνη που επισκέφτηκα αργότερα το Οικοτροφείο. Ήταν η ζωή των γυμνασιακών μου χρόνων. Έμαθα από νωρίς ότι η ζωή έχει δυσκολίες.

Ήταν λύση ανάγκης το οικοτροφείο για μένα, για όλες μας. Για μας ήταν σημαντικό να πηγαίνουμε σχολείο!

Άλλα χρόνια, άλλες εποχές, άλλες νοοτροπίες, άλλες παιδαγωγικές μέθοδοι!

Το οικοτροφείο έκλεισε όταν δεν είχε λόγο ύπαρξης.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα