Τα cult κλαμπ του καλοκαιριού
Mια άλλη Ελλάδα. Πιο γραφική, πιο αφελής, πιο εύκολα «αναγνώσιμη». Ίσως και πιο αληθινή…
Τα καλτ κλαμπ του καλοκαιριού.
Δεν ξέρω σε ποιο μέρος της Ελλάδας βρίσκεται το «Ροκανίδι Κλαμπ». Ούτε καν αν υπάρχει στα αλήθεια. Ή αν είναι απλά εφεύρεση του σεναριογράφου του ”Πέτα τη φριτέζα”. Μου έστειλε φίλη την αφίσα και μου θύμισε κάτι καλοκαίρια διασκέδασης σε παρόμοια υπαίθρια κλαμπ, παλαιών ξεκαρδιστικών διακοπών.
https://www.facebook.com/petros.nikolaou1/videos/10218738691248755/
Σε χωριά παραθεριστικά, από Ασπροβάλτα ως Λεπτοκαρυά κι από Μάλτεπε (Καλλιθέα εδώ και χρόνια!!!) ως Αμουλιανή, εδώ στα βορειοελλαδικά μας… Όπου τις νύχτες υπήρχαν πάντα 1-2 μαγαζιά μεταξύ «εξοχικού κέντρου- ταβέρνας- ντισκοτέκ- κλαμπ» κάτι λίγο απ’ όλα, καθώς μπορούσες να ακούς τα πάντα από ποπ επιτυχίες ως βαρύτατο λαϊκό , τρώγοντας σουβλάκια και πίνοντας ρετσίνα με κόκα- κόλα – στην αρχή- μπόμπα ουίσκι (πάντα με κόκα κόλα) τις μικρές ώρες… Μερικοί, θυμάμαι, ξέφευγαν από την «πεπατημένη», προτιμούσαν ούζο με πορτοκαλάδα.
Είναι άγραφη ακόμη αυτή η ιστορία με τα «καλτ» μαγαζιά της θερινής διασκέδασης. Είμαι βέβαιος πως όποιος βρει ονόματα χρονολογίες διευθύνσεις και μερικές καλές φωτογραφίες θα κάνει το best seller της δεκαετίας, ιδίως σε μυθιστόρημα, καθώς οι μικρές καταπληκτικές σκηνές που συνέβαιναν είναι βγαλμένες σαν από ταινία.
Βράδια στην Άθυτο, όπου στο τότε- δεκαετία του’80, περασμένος αιώνας- μόνο μεγάλο ξενοδοχείο εμφανίζονταν τοπικοί αστέρες, καθώς και γυρολόγοι τραγουδιστές αλλά και μουσικοί αξιόλογοι της Θεσσαλονίκης, που συνόδευαν οργανοπαιχτικά, για το μεροκάματο, το πρόγραμμα.
Βράδια στη Λεπτοκαρυά, χρόνια πολλά πριν, όπου στο μουσικό πρόγραμμα ταβέρνας με τζουκ μποξ, τοπικοί γόητες- το πρωί αγρότες και ψαράδες- το βράδυ με το καλό μπλουτζίν και το εφαρμοστό πουκάμισο έριχναν τις δραχμές πρώτα στα ζεϊμπέκικα, αφού είχαν πιει όλες τις προαναφερθείσες συνταγές, κατόπιν σε ένα-δυο ταγκό και βαλς που είχε το μηχάνημα και έπαιρναν για χορό τις σαγηνεμένες τουρίστριες, ακόμη κι αν συνοδεύονταν. Βράδια στη θρυλική ντισκοτέκ της Αμουλιανής «Μάταλα» όπου μετά τη 1 τα μεσάνυχτα άλλαζαν τα ακούσματα και από Τζάνις Τζόπλιν και Ντιπ Περπλ περνούσαμε ακαριαία σε Ζαγοραίο και Χρηστάκη. Και οι «βεργούλες» πάντα για κλείσιμο… Πιο μπροστά, η ασφυκτικά γεμάτη πίστα με τα ροκ και τα μπλουζ άδειαζε καθώς σηκώνονταν μονάχα οι «μύστες» του θεάματος που θα επακολουθούσε.
Έπαιζε το τζουκ μποξ, ή η κακιάς ώρας ορχήστρα όποτε υπήρχε, Σαββατόβραδα συνήθως, κάτι «Φωτιά στα σαββατόβραδα», «Στο άδειο μου πακέτο απόψε μπήκες», «Το προσκλητήριο», κάτι Καράς, Μελάς, κάτι Ρίτα και Τζένη κι Άντζελα και άλλα που δυστυχώς λησμόνησα και παίρναμε φωτιά! Κυριολεκτικώς δηλαδή, μιας και μιλημένα τα παιδιά του μαγαζιού, έριχναν κάμποσα …πλαστικά φιαλίδια μπλε οινόπνευμα και το άναβαν για να χορέψουν οι «πολλά-βαριοί» μάγκες της βραδιάς.
«Νταξ»… Το έθιμο προέβλεπε να καις ουίσκι, αλλά πού τόσο χρήμα για τα μερακλωμένα φτωχαδάκια που ζούσαν τ’ ωραιότερό τους όνειρο, το μεγαλύτερό τους χειροκρότημα εκεί, τα βράδια του καλοκαιριού, μέσα στη βραχύβια τουριστική περίοδο, πριν ξαναβρεθούν από Σεπτέμβρη πάλι στη βαριά σκοτεινιά της λησμονιάς.
Ο «φοβερός και σπουδαίος» Λουλουδάκης λοιπόν, με μετέφερε συνειρμικά στο είδος διασκέδασης που «υπηρετεί» μια άλλη Ελλάδα. Πάντα κιτς, πάντα μιας «ντεκαντάνς» του πνεύματος και της κουλτούρας, ωστόσο πιο καθαρής κι αυθεντικής αρχίζω να πιστεύω γιατί τότε, τις δεκαετίες του ’70 και του ’80 δεν γνωρίζαμε τι θα πει διαδικτυακός κόσμος, όλα γίνονταν για τη στιγμή κι όχι για να γίνουν εικόνα, ανάρτηση, δημοσίευση ή selfie. Κάνοντας μια σούμα όχι τόσο κριτικής σκέψης όσο συναισθημάτων, αισθάνομαι μια ευχάριστη νοσταλγία γι’ αυτές τις εποχές που μου θύμισε ο «κιτς κ. Λουλουδάκης». Κι επίσης μια πιο «φιλική» διάθεση προς τους καλλιτέχνες της θερινής νυχτερινής διασκέδασης, άλλωστε από τα εξοχικά και τα επαρχιακά κέντρα ξεπήδησαν αρκετές μεγάλες «φίρμες».
Πέρασα πολύ πρόσφατα από την κάποτε ταβέρνα που είχε η μητέρα της Πάολας, στην παραλία Συκιάς. Ήταν πολύ ωραίο ταβερνάκι, είχε πολύ ωραίο φαγητό και τρώγαμε εκεί, δεν είχα ιδέα ποιανού ήταν. Έγινε ένα φωτισμένο σαν ανάκτορο μπαράκι, νομίζω διαθέτει και ενοικιαζόμενα, το έφερε η Πάολα στα τωρινά της μέτρα, δεν είμαι σίγουρος ότι έκανε καλά. Άκουσα εκεί από τις εξιστορήσεις των ντόπιων, για το πόσο ωραία τραγουδούσε και η μητέρα της και την έπαιρνε μαζί της, μια Πάολα που από μωρό ήταν από τα πιο όμορφα κορίτσια της περιοχής!
Το ίδιο βράδυ βρέθηκα στο μαγαζί «Κέντρο Υγείας» όπου τραγουδούσαν ο «Μανάρας» και ο «Χέντριξ». Έλειπε από τη συντροφιά τους ένας καλός θαμώνας, ο «Κορμάρας». Έτσι γίνεται στα χωριά, στις γειτονιές, κάποτε που δεν άλλαζε η σύνθεση κάθε 2 μέρες από τα Airbnb, όταν ζούσαν και μεγάλωναν για χρόνια μαζί οι άνθρωποι, δίναν παρατσούκλια σε πολλούς- πολλές, υπάρχουν άνθρωποι της παλιάς μου γειτονιάς που τους θυμάμαι μόνο με αυτό, ο «Καμπόης», ο «Σουγιάς», ο «Σάμαλης»…
Ο Μανάρας που λέτε, έχει τη δική του ιστορία: Έφυγε πριν …αμνημόνευτα χρόνια στο εξωτερικό, ήταν μπουζουξής του Μίκη Θεοδωράκη. Κάποτε, χάθηκε εντελώς από την επικοινωνία με όλους και με όλα, νόμισαν ότι πέθανε. Αυτός κόλλησε, μάλλον από έρωτα, κι έμεινε πολλά χρόνια στη Ρωσία, μετά γύρισε! Νεκρανάσταση, γυναίκα παιδιά εδώ κόντεψαν αυτά να μείνουν στον τόπο. Τον σέβονται όλοι οι μουσικοί, παίζει ένα καταπληκτικό μπουζούκι, δεν καταλαβαίνεις σχεδόν δυο λέξεις συνεχόμενες όταν τραγουδάει και, δεν τραγουδάει αν δεν πάψουν να οχλοβοούν οι θαμώνες, απαιτεί την προσοχή τους. Κι ας λέει μετά τα λόγια μασημένα από το αλκοόλ που έχει ήδη καταναλώσει…
Δεν ξέρω αν ήταν- είναι – μια καλύτερη Ελλάδα όλο αυτό του παρελθόντος που μου θύμισε η κιτς αφίσα του Λουλουδάκη. Ήταν σίγουρα μια άλλη Ελλάδα. Πιο γραφική, πιο αφελής, πιο εύκολα «αναγνώσιμη». Ίσως και πιο αληθινή…