Τα καλύτερα γκαρσόνια της Ευρώπης έχουν διδακτορικό

Ο Θάνος Στρατάκης θυμάται την ατάκα του Ανδρέα Παπανδρέου πως «δεν θα γίνουμε τα καλύτερα γκαρσόνια της Ευρώπης».

Θάνος Στρατάκης
τα-καλύτερα-γκαρσόνια-της-ευρώπης-έχο-758165
Θάνος Στρατάκης

Στα 1981 συνέβησαν στην Ελλάδα δύο πολύ σημαντικά πράγματα – η εκλογική επιτυχία του ΠΑΣΟΚ, και η αλλαγή της στάσης του σε σχέση με την τότε ΕΟΚ, σημερινή ΕΕ. Ήταν κάπου τότε, που στα πλαίσια του διαλόγου της εποχής σε σχέση με τα μειονεκτήματα της συμμετοχής της χώρας στην ΕΟΚ, όταν ο Ανδρέας Παπανδρέου δήλωνε ότι «δεν θα γίνουμε τα καλύτερα γκαρσόνια της Ευρώπης». 

Όταν κατά τη διάρκεια της κρίσης, η χώρα πιέστηκε να ξεπουλήσει αυτό που αποδείχθηκε ότι ήταν η βάση για το αναπτυξιακό της μοντέλο από τη Μεταπολίτευση, το δημόσιο και τις επιχειρήσεις του, δημιουργήθηκε η ελπίδα ότι οι νεοπαγείς ιδιωτικές εταιρίες στα λιμάνια, τα αεροδρόμια, τις επικοινωνίες και μεταφορές, θα ξανά δημιουργήσουν αυτές θέσεις απασχόλησης έξω από την κομματοκρατία. Και μετά ήρθε και η πανδημία, η χαλάρωση της λιτότητας, η εισροή κεφαλαίων από την Ευρώπη και η ελπίδα ότι η οικονομία επιτέλους θα ανακάμψει. Παράλληλα, η πιο εμβληματική επένδυση για τη χώρα τα τελευταία χρόνια γίνεται στο Ελληνικό (καζίνο, εμπορικά, πολυτελείς κατοικίες) και οι επενδύσεις σε μαρίνες και ξενοδοχειακές μονάδες είναι ένας από τους βασικότερους πυλώνες της ανάπτυξης για την επόμενη μέρα.

Η πρόβλεψη του Παπανδρέου έχει δηλαδή επιβεβαιωθεί. Τα πακέτα Ντελόρ και οι πολιτικές συνοχής που ο ίδιος διεκδίκησε έριξαν χρήμα στην Ελλάδα αλλά δεν οδήγησαν στη βιομηχανική σύγκλιση με τις πλούσιες οικονομίες του Βορρά. Πολλές από αυτές διατήρησαν την όλο και συρρικνούμενη βιομηχανία τους. Εμείς εισάγαμε τον εξοπλισμό και την τεχνογνωσία για την ανάπτυξη της οικονομίας, και εξάγαμε σε αφθονία το μοναδικό μας συγκριτικό πλεονέκτημα, τον τουρισμό. Και τσακωνόμασταν αν το πρόβλημα ήταν δομικό, της Ευρώπης, αν οφείλεται γενικότερα η παγκοσμιοποίηση, ή αν είναι δικό μας.

Ας αφήσουμε όμως για λίγο τη μεγάλη εικόνα που αναλύουμε κατά καιρούς και έχει να κάνει με τα κέρδη των πολυεθνικών, τις εργασιακές συνθήκες σκλαβιάς, και τον παγκόσμιο αρρύθμιστο καπιταλισμό και ας μείνουμε μόνο σε εμάς. 

Σε αυτή τη μικρότερη-μεγάλη εικόνα ενδιαφέρον προκαλούν οι δηλώσεις εκείνων που σχεδίασαν το καινούργιο αναπτυξιακό μοντέλο. Με την ανεργία ακατέβατη και τη συρρίκνωση της παραγωγικής βάσης της οικονομίας κατά σχεδόν 30% τα τελευταία χρόνια (από το 2007), με τη χώρα δηλαδή στον πάτο, έχουμε μία χρυσή ευκαιρία σήμερα να εκμεταλλευτούμε ένα ακόμα συγκριτικό της πλεονέκτημα, που με τα λόγια του Κ. Μητσοτάκη, είναι το μορφωμένο «ανθρώπινο» της «δυναμικό». 

Αν και ο όρος είναι τεχνοκρατικός και εννοεί την εργασία, τους εργάτες, προκαλεί έκπληξη που ο άμεσος συνεργάτης του Πρωθυπουργού δήλωσε ότι δεν θα επέλεγε ποτέ έναν διδακτορικό για εργασία. Στην πραγματικότητα, έκπληξη προκαλεί η γενικότερη αντιφατικότητα των ανθρώπων που επικαλούνται στην αριστεία που θα πρέπει να σχολιάσουμε.

Πως γίνεται και «ανθρώπινο δυναμικό» που θα απογειώσει την παραγωγικότητα και την επιχειρηματικότητα στον τόπο, και μείωση των θέσεων στα πανεπιστήμια για να ενισχυθεί η τεχνική μόρφωση και η χειρωνακτική εργασία; Και πολιτικές κινήσεις για το brain drain, και fast track επενδύσεις σε πολυτελείς ξενοδοχειακές μονάδες;

Τις περισσότερες από αυτές τις αντιφάσεις εξηγούν δύο εκθέσεις, μία της Cedefop (Ευρωπαϊκή Ένωση) για την αγορά εργασίας στη χώρα, και μία της Παγκόσμιας Τράπεζας για την απολιγνιτοποίηση σε περιοχές που διατηρούσαν μέχρι πριν την κρίση υψηλά τη βιομηχανική τους παραγωγή, τη Δυτική Μακεδονία. Και οι δύο δημοσιευμένες το 2020. Τις συμβουλεύετε η κυβέρνηση. 

Η μεν πρώτη εξηγεί ότι σε πανευρωπαϊκή κλίμακα παρατηρείται όλο και περισσότερο η αντίφαση οι δουλειές που ζητούνται στην ΕΕ να μην αντιστοιχούν στις δεξιότητες των νέων και σπουδαγμένων που παράγουν μαζικά τα πανεπιστήμια της ηπείρου. Παρατηρείται μία υπερπροσφορά νέων εργατών με υψηλές επαγγελματικές και εισοδηματικές προσδοκίες και μία υπερπροσφορά θέσεων εργασίας τεχνικού/χειρωνακτικού χαρακτήρα, που τις περισσότερες φορές δεν απαιτεί εξειδίκευση ανάλογη με αυτή που προσφέρεται. Η Ελλάδα είναι πρώτη σε αυτό, λέει η Cedefop. 

Εδώ η κυβέρνηση απάντησε ότι δεν θέλει άλλους πτυχιούχους για το μέλλον και έδωσε έμφαση στα ιδιωτικά εκπαιδευτήρια. Μάλλον αυτό που θέλει είναι κάποιους πολύ σπουδαγμένους και κομματικά ελεγχόμενους νέους να γίνουν τα καλά στελέχη της επόμενης μέρας στις ιδιωτικοποιημένες επιχειρήσεις και οι μετακλητοί της στο κράτος αλλά ως εκεί. Τα υπόλοιπα θα είναι «εξειδικευμένες» τεχνικές δουλειές που θα μπορεί κανείς να βρει από τα προγράμματα τύπου «δήλωσε θέση για να γίνεις σπεσιαλίστας του καφέ».

Η δεύτερη έκθεση συνοψίζει την κατάσταση στην επαρχία της χώρας, και όχι μόνο, και εστιάζει στη Δυτ. Μακεδονία. Η βίαιη συρρίκνωση της παραγωγικής βάσης της περιφέρειας κατά 50% βρίσκει την περιοχή λόγω του κλεισίματος των εργοστασίων της ΔΕΗ χωρίς σοβαρά καταρτισμένο ανθρώπινο δυναμικό. Οι νέοι μεταναστεύουν προς την πόλη, ή προς το εξωτερικό, ή ανοίξανε μία καφετέρια και δουλεύουν ως βοηθοί στα ήδη υφιστάμενα τεχνικά και δικηγορικά γραφεία. Οι μεγαλύτερης ηλικίας εργάτες παρουσιάζουν σοβαρό τεχνολογικό αναλφαβητισμό για να δημιουργηθεί ένα νέο και πράσινο αναπτυξιακό μοντέλο για την εποχή, ικανό να στηρίξει εκ νέου την ανάπτυξη της περιοχής. Ούτως ή άλλως είναι σε ηλικίες συνταξιοδότησης. Και η άλλοτε κραταιά ΔΕΗ δεν επένδυσε ποτέ σε νέες τεχνολογίες για να αφήσει κάτι πίσω. Κάτι που συνήθως, παντού παγκοσμίως, πρέπει και μπορεί να κάνει μόνο το κράτος αφού ο ιδιώτης ενδιαφέρεται μόνο για το εφήμερο κέρδος (κάτι που επιβεβαιώνει και η Cedefop στα στοιχεία της για τα ελάχιστα χρήματα που δαπανούν οι ιδιωτικές επιχειρήσεις στην Ελλάδα για την επιμόρφωση εργαζομένων, παρά το «ζωηρό» ενδιαφέρον των τελευταίων). 

Aυτά ισχυρίστηκε η Παγκόσμια Τράπεζα. Ότι οδεύουμε με ιλιγγιώδη ταχύτητα σε στοιχειωμένα χωριά και κωμοπόλεις. Και για αυτό η λύση που επιλέχτηκε εκτός από τον αυτόματο μηχανισμό της μετανάστευσης και της αγοράς είναι τα πάρκα και οι ανεμογεννήτριες και οι αντιπαροχές σε ιδιώτες. Κανένα πρόγραμμα σύνθετο, συλλογικό, δημοκρατικά αποφασισμένο με τους κατοίκους, που να είναι δηλαδή κάτι παραπάνω από άμεσες πληρωμές στις τσέπες ατόμων που ανταλλάζουν έκταση (εισόδημα) για εισαγόμενες από το εξωτερικό ΑΠΕ. Ποιος θα κάνει το σοβαρό σχεδιασμό αυτού του προγράμματος; Η κυβέρνηση δεν έχει απαντήσει ακόμα εδώ.

Έπειτα δεν χρειάζεται κανείς και τις μελέτες για να δει τη βασική εικόνα. Φτάνει δυο τρεις διαφορετικές κατηγορίες του πληθυσμού να αρχίσουν να συζητούν για τις εμπειρίες τους. Να βάλω εγώ τις δικές μου. 

Από τα άτομα που συνάντησα στο εξωτερικό, όλα με πτυχίο και μορφωμένα, όλα ήθελαν να γυρίσουν κάποια στιγμή στη χώρα αλλά γνώριζαν αυτό που θα ακολουθήσει. Από τα άτομα που γνωρίζω στη Δυτική Μακεδονία, σχεδόν όλα θέλουν να φύγουν από την περιοχή ή βρίσκουν εποχικές δουλειές στον τουρισμό εκτός περιοχής για να πάρουν ένα επίδομα ανεργίας όταν γυρίσουν. Από τα άτομα που συναντώ στη Θεσσαλονίκη, αμείβονται από 700-900 ευρώ, δουλεύουν όλη μέρα 50/50 στον τομέα σπουδών τους και εκτός και δυσκολεύονται να τα βγάλουν πέρα. Τα περισσότερα θέλουν να φύγουν. Και σε αντίθεση με το εξωτερικό λίγοι δεν ζουν με τους γονείς τους, κάτι που εξηγεί το χρόνο που ξοδεύουν στις μετακινήσεις. Τα περισσότερα άτομα που συχνάζω είναι 25-39.  

Την τελευταία αυτή συνθήκη αποτυπώνει και η έρευνα της Cedefop. Οι εργαζόμενοι θεωρούν τους εαυτούς τους 47% πιο καλά καταρτισμένους από αυτό που κάνουν, και οι εργοδότες γκρινιάζουν κατά 60% ότι οι εργαζόμενοι δεν έχουν τα προσόντα που θα ήθελαν να έχουν. Οι μισθοί, όπως παραδέχεται, είναι εξευτελιστικοί σε σχέση με τις δεξιότητες (εξαίρεση οι ανειδίκευτοι) αν και χρησιμοποιείτε το πιο κόσμιο «χαμηλοί για το βαθμό της εκπαίδευσης». Αν το δούμε ποιοτικά, μένει να απορεί κανείς πως συμβαίνει αυτό σε μία τόσο ανεπτυγμένη μορφωτικά κοινωνία. Και απαντήσαμε ήδη. Το πρόβλημα είναι ότι οι εργοδότες ζητούν ανειδίκευτους εργάτες, ή ειδικευμένους έξω από το πανεπιστήμιο, την ίδια στιγμή που οι εργαζόμενοι που για πρώτη γενιά είναι τόσο καλά σπουδαγμένοι δεν εισπράττουν καμία αξιοπρέπεια σε σχέση με τον κόπο τους ή σε σχέση με αυτά που ακούν από τους γνωστούς τους που είναι έξω, και δυσκολεύονται περισσότερο απόλους στην Ευρώπη να πάνε από το πανεπιστήμιο στην εργασία. Αυτό εξηγεί, επίσης, γιατί οι Έλληνες, και κυρίως οι νέοι που ήδη σπούδασαν στην τριτοβάθμια, σύμφωνα και με αυτή την έρευνα, είναι με διαφορά στην Ευρώπη οι λιγότερο ευχαριστημένοι συνολικά (και στο μισθό, και στο είδος εργασίας).

Σε αυτό το μεγάλο κλίμα της οικονομίας και της αγοράς εργασίας έχουμε για Υπουργούς κομματάρχες και πρώην τηλεπωλητές γελοίων βιβλίων, έχουμε καθηγητικό προσωπικό στα πανεπιστήμια που έφαγε τα νιάτα του στη μελέτη και στα ωραία βιβλία να αμείβεται με 1400 ευρώ, έχουμε «άριστους» επιχειρηματίες στην εστίαση να ζητούν το δώρο του Πάσχα και τα χρήματα από τις αναστολές, και τηλεαστέρες να εντοπίζουν ότι ο κόσμος αν ήθελε θα δούλευε… Έχουμε, επίσης, κατά τη Cedefop μία έκρηξη στη ζήτηση για εργασία ως το 2030 σε δουλειές εστιάσεις και πωλήσεων, στις βιτρίνες των εμπορικών, και γενικότερα σε δουλειές που δεν έχουν ανάγκη από τριτοβάθμια εκπαίδευση. Έχουμε μετανάστευση προς την πόλη, ή προς το εξωτερικό όσων αποφάσισαν ότι δεν θέλουν να γίνουν πωλητές. Και μερικούς μικρο-απατεώνες που στέλνουν σημάδια στα παιδιά που περιμένουν να γυρίσουν να μην το κάνουν αφού κανείς δεν θα τους στηρίξει. Αφού ούτως ή άλλως ρευστό δεν υπάρχει ούτε για δείγμα για κάποιον που θέλει να ξεκινήσει κάτι δικό του χωρίς κληρονομία, και τα δάνεια για επενδύσεις από τις τράπεζες συνεχώς καθυστερούν εκτός αν πρόκειται για «επενδυτικά hubs» και άλλες new wave έννοιες που καταλαβαίνουν μόνο εκλεκτοί λίγοι. 

Δηλαδή, ΔΕΝ έχουμε τελικά αντιστροφή των μεγάλων τάσεων. Η χώρα, εκτός από τις ανισότητες στον πλούτο που παρατηρούνται παντού στον κόσμο, δεν έχει κανέναν αναπτυξιακό σχεδιασμό για όσους δεν θέλουν να γίνουν «γκαρσόνια». Για να λύσει ένα σύνθετο κοινωνικό ζήτημα που λέει ότι οι νέες γενιές ζουν και εργάζονται διαφορετικά και έχουν άλλες προσδοκίες. Και η χώρα ελπίζει, περιμένει, ότι όλα θα γίνουν σωστά αν την αγγίξουν οι «στρατηγικοί ιδιωτικοί επενδυτές» πιέζοντας τους ίδιους και τους ίδιους των ίδιων οικογενειών, που κατά καιρούς το δημόσιο αφενός επιδοτεί για να σώσει μετά από την χρεωκοπία. 

Σε αυτή την άβολη συνθήκη δεν βρεθήκαμε μόνοι μας. Με το δημόσιο χρέος να εκτοξεύετε στη διάρκεια της πανδημίας, ήδη υψηλό και για δύο γενιές από πριν, η ευρωπαϊκή λιτότητα, ο ανταγωνισμός με πιο ανεπτυγμένες οικονομίες, και οι μισό-δουλειές λόγω της ανεπάρκειας των ανθρώπων που ήταν εκεί όταν χρεωκοπήσαμε, θα είναι ο βασικός κανόνας. Οι ελάχιστες φωτεινές πρωτοβουλίες δύσκολα θα αναστρέψουν τη μεγάλη εικόνα.

Η τελευταία απορία μου πάντως, ίσως η πιο μεγάλη, είναι η εξής. Αφού είναι αδύνατον (ευτυχώς) να συμβεί το ανάποδο, να στηρίξει δηλαδή οποιαδήποτε κυβέρνηση πολιτικές μείωσης του επιπέδου μόρφωσης των ατόμων για να «συγχρονιστεί με την αγορά εργασίας», πόσο ακόμα σπουδαγμένοι σε ΑΕΙ ή καλά καταρτισμένοι τεχνίτες νέοι με επιρροές από έξω και όρεξη, από αυτούς που αποφάσισαν να μείνουν ή δεν πρόλαβαν να ανοίξουν σπίτια έξω, θα υπομένουν τους μικρο-απατεώνες που έκαναν καριέρα μέσα από τη μιζέρια των πολιτών και στις τηλεοπτικές χειραψίες; Γιατί να περιμένουμε, μακροπρόθεσμα, και με αβέβαιες διαρθρωτικές επεμβάσεις στην αγορά εργασίας (είτε από τον υποστελεχωμένο ΟΑΕΔ, είτε από τις ιδιωτικές εταιρίες τύπου σκόιλ ελικίκου), να δημιουργηθούν οι άθλιες δουλειές που πάνε να δημιουργηθούν με αυτά τα περίεργα ωράρια που πάνε να νομιμοποιήσουν όλη την εργοδοτική αυθαιρεσία που άνθησε τα τελευταία χρόνια;

Πότε επιτέλους θα δημιουργηθεί ένα σύγχρονο και επαρκώς στελεχωμένο από νέους ανθρώπους και έμπειρους με όρεξη Δημόσιο να σχεδιάσει τις όλο και πιο αυξημένες δαπάνες σε έρευνα και υποδομές και πανεπιστημιακού επιπέδου μόρφωση που έχουμε ανάγκη και να υποστηρίξει τη ζήτηση και ό,τι έχει απομείνει σε εγχώρια παραγωγή; Έχουμε χορτάσει από χωροφύλακες και μεγάλους επενδυτές! Χώρια ότι όσοι ξέρω τουλάχιστον δεν γυρνάμε με το χέρι απλωμένο σε κάποιον κομματάρχη. Για να μην βάλω και το πολιτικό ερώτημα. Για πόσο καιρό θα ανεχόμαστε ως μοναδικό διοικητικό μας ορίζοντα τις συντηρητικές εγχώριες και ευρωπαϊκές πολιτικές της λιτότητας, και τον πλουτισμό μερικών συγκεκριμένων πάντα μικρό-απατεώνων που κληρονόμησαν δημόσιες υποδομές που εμείς οι ίδιοι χτίσαμε και οδηγήσαμε στην απαξία. Αγόρασαν κανάλια, ομάδες, τον τύπο, έχτισαν κουμπαριά. Και τους μειώνουμε τώρα και το φόρο στα κέρδη. 

Ελπίζω όχι για πολύ. Αυτό που μπορεί να κάνει άμεσα η χώρα αφού είναι μικρή και εξαρτημένη για να ρυθμίσει αυτό που προσπαθούν να ρυθμίσουν οι σοσιαλδημοκράτες στις ΗΠΑ (=τον καπιταλισμό των τελευταίων 40 χρόνων) είναι το εξής. Υπάρχουν σοβαρά υποστελεχωμένες δημόσιες υπηρεσίες, μουσεία, αρχαιολογικές υπηρεσίες που σχετίζονται με την ανάπτυξη, τον τουρισμό, την παιδεία, τη διαφάνεια, την υγεία (γιατί από σώματα ασφαλείας πάμε πολύ καλά…) την ίδια στιγμή που περιμένουν απέξω, στον ιδιωτικό τομέα ή στη μετανάστευση, χιλιάδες «γκαρσόνια» με διδακτορικό, όρεξη, γνώσεις τριτοβάθμιας, και επιρροές από το εξωτερικό. Η χώρα μπορεί να επενδύσει άμεσα και σχεδιάζοντας ένα πλάνο 10ετίας εδώ. Κάτι που θα προϋποθέτει συγκρούσεις, εγχώρια επεκτατική και ταξική πολιτική, και ένα άλλο όραμα για την Ευρώπη και το μέλλον της κοινωνίας.

ΥΓ. Είναι πραγματικά αποκαρδιωτική η προσπάθεια ορισμένων να αποδείξουν ενάντια σε θεούς και δαίμονες ότι όλα όσα συμβαίνουν με τη σημερινή Κυβέρνηση είναι μονόδρομος και μεγάλες «εθνικές επιτυχίες». Ή ότι μία απλή αλλαγή της Κυβέρνησης ή ένα μέτρο πολιτικής σαν και αυτό που προτείνω εδώ θα αρκούν. Η χώρα είναι κρανίου τόπος. Μέχρι και οι τηλεπωλητές άθλιων βιβλίων μπορούν να φαντάζουν ως σωτήρες για το μέλλον…

Επίσης, όσο αναγκαίο και αν είναι ένα σύγχρονο, καλά οργανωμένο, και δημοκρατικό δημόσιο για την αντιμετώπιση των αναπτυξιακών προκλήσεων στο σύγχρονο κόσμο, αυτό δεν θα αρκεί αν δεν υπάρχουν ενεργοί πολίτες με υψηλό αίσθημα αλληλεγγύης και τοπικιστικές συνειδήσεις. Κινήματα, πολίτες που έπρεπε να επιβιώσουν εκεί που τόσο το κράτος όσο και η αγορά απέτυχαν και πειραματίστηκαν σε τοπικές κλίμακες με νέες μορφές οργανώσεις, και άνθρωποι με περισσότερο χρόνο για μελέτη έχουν ήδη προτείνει και άλλες, περισσότερο ή λιγότερο βιώσιμες προτάσεις για τα σύγχρονα αντικοινωνικά και αντιοικολογικά αδιέξοδα του αρρύθμιστου καπιταλισμού και της κρατικής γραφειοκρατίας. Να βρούμε χρόνο στο μέλλον να τα εμπιστευτούμε, χρηματοδοτήσουμε, θωρακίσουμε θεσμικά, να τα ενώσουμε, και να τα επεκτείνουμε ως καινοτόμες συνολικές και βιώσιμες λύσεις.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα