Τα καπάκια του Μεμά
Πώς τα καπάκια σχετίζονται με την ελληνική επανάσταση του 1821;
Λέξεις- Εικόνα: Εύη Μαραζοπούλου
Είμαι η Χριστίνα, είκοσι οκτώ χρονών και ερευνώ. Τι ερευνώ; Διεξάγω έρευνες παντός τύπου, με μία βασική προϋπόθεση, το χρήμα. Αναλαμβάνω κάθε έρευνα, μικρή ή μεγάλη, πάντα στην ελληνική, για ιδιώτες και μη, αρκεί να πληρώνουν.
Το περασμένο Σάββατο χάζευα στην τηλεόραση. Xτυπά το κινητό μου.
–Παρακαλώ;
-Η κυρία Δερβίση;
-Η ίδια, πείτε μου.
-Ονομάζομαι Κωνσταντίνος,
-Κωνσταντίνος Ρεμπέλης, συγγραφέας.
Χαμογέλασα και σκέφτηκα ότι κάποιος μου κάνει πλάκα. Παρότι ξεκινούσε η αγαπημένη μου σειρά, δεν το έκλεισα και του αποκρίθηκα:
-Χάρηκα. Πώς μπορώ να σας βοηθήσω, κύριε Κώστα;
-Αρχικά, θα ήθελα να σας παρακαλέσω, να με αποκαλείτε με το επώνυμό μου. Ξέρετε, είναι το καλλιτεχνικό μου, μόχθησα για να το βρω.
-Μάλιστα, κύριε Ρεμπέλη, πώς μπορώ να σας εξυπηρετήσω;
-Συγγράφω ένα βιβλίο για την ελληνική επανάσταση, μα να, επειδή είναι πάρα πολύς ο όγκος του υλικού που απαιτείτο για συγκέντρωση και εγώ είμαι υπέρ του δέοντος πολυάσχολος, εσκεπτόμην, μήπως δύνασθε να με βοηθήσετε. Με το αζημίωτο φυσικά.
Άρχισα να τρίβω τον λαιμό μου. Σούφρωσα τα χείλη μου, στο ακουστικό σιωπή.
-Λοιπόν, κύριε Κώστα, κύριε Ρεμπέλη εννοώ, αυτές δεν είναι κουβέντες που γίνονται από το τηλέφωνο. Αλήθεια, πού βρήκατε και τον αριθμό μου;
-Η κυρία Φωτιάδη μου τον έδωσε. Ήταν τόσο δοξαστική για το πρόσωπό σας που έκαμψε κάθε μου αναστολή.
Η κυρία Τζούλια, υπερφίαλη φοιτήτρια στο ΕΑΠ, καλός άνθρωπος και κυρίως, με πολλά λεφτά. Έχει γούστο…
-Αύριο το πρωί μπορείτε να συναντηθούμε στο γωνιακό καφέ Αγίας Σοφίας με Μητροπόλεως;
-Θα ήταν ευχής έργον.
-Στις 9:00 είναι καλά;
-Βεβαιότατα.
-Ωραία, καλό σας βράδυ.
-Μια στιγμή, πώς θα σας αναγνωρίσω κυρία Δερβίση;
-Χμ, θα κάθομαι στο πλαϊνό μέρος του καταστήματος επί της Μητροπόλεως στο δεύτερο τραπέζι. Ή σε κάποιο απ’ αυτά.
-Θα είμαι εκεί. Σας καληνυχτίζω.
Το ραντεβού έγινε. Ο κύριος Ρεμπέλης υπήρξε τυπικότατος ως προς την ώρα και πολύ συγκεκριμένος ως προς τις απαιτήσεις, αλλά και τα χρήματα που διέθετε για την εκπλήρωσή τους. Κι ήτανε πολλά. Τόσα, που, αν η δουλειά έκλεινε, μου επέτρεπαν να σταματήσω τις έρευνες για μισό χρόνο. Μα, τι ευλογία. Βέβαια, αυτό που ζητούσε δεν ήταν και τόσο απλό. Ή τουλάχιστον δεν φαινόταν σε ‘μένα. Όταν κάθισε στο τραπέζι, έβγαλε το καπέλο του, μειδίασε και με ρώτησε ποια σχολή είχα τελειώσει και πότε. Του απάντησα πως ήμουν φιλόλογος και τότε εκείνος με ενθουσιασμό με ρώτησε:
-Μήπως ξέρετε, τι ήταν τα «καπάκια» της ελληνικής επαναστάσεως;
Ξερόβηξα. Συνειρμικά σκέφτηκα το κόκκινο καπάκι γνωστού αναψυκτικού, σε κλάσματα με σιχτίρισα για την ανιδεότητά μου και βάζοντας το τσουλούφι μου πίσω από τ’ αυτί του είπα ότι μου διέφευγε.
-Ας είναι, δυσανασχέτησε. Και συνέχισε:
-Αυτή θα είναι η έρευνά σας.
-Ποια; Τα καπάκια;
-Ναι.
Τσάμπα έχασα τον κυριακάτικο ύπνο.
-Μάλιστα.
-Κυρία Δερβίση. Θέλω να ερευνήσετε στο κοινό της Θεσσαλονίκης ποια είναι η γνώμη τους για τα «καπάκια» της επανάστασης του 1821, αν τα ξέρουν, ποιοι τα ξέρουν, τι νομίζουν πως είναι όσοι τα αγνοούν.
-Ωραία.
–Και κάτι ακόμη. Θέλω να ξεκινάτε την έρευνά μας πάντα με την εξής ερώτηση: Ποιο είναι το πρώτο πράγμα που σας έρχεται στο μυαλό, όταν ακούτε ελληνική επανάσταση του 1821; Έγινα κατανοητός στο τι ζητάω;
Έγνεψα καταφατικά.
-Καλώς. Σας δίνω διορία μία μέρα για να το σκεφτείτε. Αν είστε θετική, θα σας στείλω ένα ηλεκτρονικό μήνυμα με τη δομή των ερωτήσεων που έχω στο μυαλό μου. Φυσικά, θα προσθέσετε και ‘σεις τις δικές σας. Εμένα, αυτό που μ’ ενδιαφέρει, είναι να έχω μία σαφή εικόνα της εντύπωσης που έχουν οι Θεσσαλονικείς γι’ αυτά.
-Το δείγμα; Οι ηλικίες εννοώ..
-Βλέπω έχετε ήδη αποφασίσει. Χαίρομαι. Μ’ ενδιαφέρουν οι ηλικίες 15-80.
-Το φάσμα είναι ευρύ. Και ο χρόνος παράδοσης των αποτελεσμάτων;
-Δύο μήνες. Βιάζομαι να συγκεντρώσω το υλικό μου. Έχω αναθέσει την ίδια έρευνα σε συναδέλφους σας σε όλη την Ελλάδα. Σχεδιάζω κάτι μεγαλειώδες.
Ή είναι τόσο οργανωτικός ή με δουλεύει. Το τσουρεκάκι του καταστήματος πάντως, χάρμα.
Η δουλειά έκλεισε. Οι λόγοι προφανείς. Τους επόμενους δύο μήνες δούλεψα εντατικά. Οι συνεντεύξεις έγιναν δια ζώσης. Επιθυμία του κύριου Ρεμπέλη ήταν στο παράρτημα της έρευνας να υπάρχει πλήρης αναφορά των αντιδράσεων των συμμετεχόντων. Έλιωσα τα παπούτσια μου, μαζί και την υπομονή μου, για να πάρω ειλικρινείς απαντήσεις. Πέρασα ώρες να μελετώ και να προσπαθώ να κατανοήσω τι είναι τα καπάκια, που, αν και φιλόλογος, δεν είχα ξανακούσει ποτέ μου.
Τα συμπεράσματά μου είναι τα εξής:
Πρώτον, ο κόσμος σήμερα, δεν μιλά. Φοβάται, δεν έχει το κίνητρο, βαριέται; Πάντως δεν μιλά. Ειδικά τα νέα παιδιά. Τα περισσότερα στην ερώτηση ποιο είναι το πρώτο πράγμα που σου έρχεται για την ελληνική επανάσταση μου απάντησαν: 28η Οκτωβρίου, δεν ξέρω, Κολοκοτρώνης.
Τα άτομα μεταξύ τριάντα και σαράντα απάντησαν ότι ένιωθαν υπερηφάνεια που ήταν Έλληνες, σκέφτονταν τα βουνά της Αλβανίας, και τέλος, και σ’ αυτούς, το όνομα του Κολοκοτρώνη είχε την τιμητική του.
Και πάμε στην κατηγορία πενήντα με εξήντα, οι περισσότεροι αναστέναξαν και εξύμνησαν την ελληνική ψυχή, την καρδιά του Έλληνα και την τάση του για ανυποταξία στο κατεστημένο.
Κάποιοι, άνω των εξήντα πέντε, μου ανέφεραν πώς έζησαν οι ίδιοι την κατάσταση της Χούντας στη Θεσσαλονίκη ως φοιτητές παρομοιάζοντας τον εαυτό τους με τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους».
Οι άνω των εβδομήντα και κάποιοι των ογδόντα άρχισαν να αναφέρουν ονόματα αγωνιστών, με την πλειοψηφία να έχει διαβάσει τα «Απομνημονεύματα» του Φωτάκου και του Μακρυγιάννη.
Για τα καπάκια η πλειονότητα απόρησε ποια σχέση μπορεί να είχαν με την επανάσταση. Δεν τα γνώριζαν. Κι όταν τους ζήτησα να προσπαθήσουν να κάνουν κάποια σύνδεση, οι περισσότεροι μου είπαν πως ήταν βόμβες, εκρηκτικοί μηχανισμοί, που τους απασφάλιζαν και τους έριχναν στους Τούρκους.
Την τελευταία μέρα, έχοντας τελειώσει την έρευνα- έτσι νόμιζα δηλαδή- επιστρέφοντας στο σπίτι, θεονήστικη και κουρασμένη, είπα να γιορτάσω το τέλος του ποδαρόδρομου στον μεζεδοπωλείο της γειτονιάς μου, στον «Μεμά».
Παράγγειλα σουτζουκάκια, μια σαλάτα και μια μπύρα. Ήταν Πέμπτη μεσημεράκι. Στο μαγαζί εγώ, και άλλες δύο παρέες, γνωστές φυσιογνωμίες υπερηλίκων της περιοχής. Μέχρι να με σερβίρουν δεν αντιστάθηκα και έβγαλα τα τελευταία ερωτηματολόγια που είχα συμπληρώσει.
-Δημοσιογράφος είσαι; μου φώναξε ο χοντρός εβδομηντάρης με το καφέ μπουφάν και τα λευκά αραιά μαλλιά, που ήταν ο αρχηγός της παρέας του απέναντι τραπεζιού.
-Περίπου, του απάντησα. Για την ακρίβεια, ερευνήτρια.
– Και τι ερευνάς τώρα; Είπε και κατέβασε μία γερή γουλιά ρετσίνα. Ο διπλανός τον κοίταξε χαμογελώντας.
-Τα καπάκια της ελληνικής επανάστασης; Αλήθεια, μήπως γνωρίζετε τι είναι;
Χασκογέλασε, ανασηκώθηκε από την καρέκλα και μου απάντησε:
-Χα, ήρθες στο σωστό σημείο. Είσαι πολύ τυχερή. Λοιπόν, σημείωνε.
-Σας ακούω.
-Τα καπάκια ήταν τσιμπούσια που κάμανε οι αγωνιστές, όταν κερδίζανε την Τουρκιά και το γλεντούσαν μέχρις την άλλη μέρα το ξημέρωμα. Έβαναν το μπουκάλι με το κρασί στο στόμα και του δίνανε να καταλάβει. Το μπουκάλι δεν το κλείνανε ποτές, και το πασάρανε ο ένας στον άλλο. Έτσι δενότανε πιο πολύ. Κατάλαβες;
-Μωρέ, Τάσο, τι της λες της κοπέλας, πετάχτηκε ο διπλανός του και με κοίταξε κατάματα.
-Λοιπόν, άστον αυτόν. Σε κοροϊδεύει. Τα καπάκια ήταν συσσίτια που διοργάνωνε η εκκλησία για τα γυναικόπαιδα και τους αμάχους της επανάστασης. Τα ξεκίνησαν στην Ρούμελη και από ΄κει τα πήρανε και τα κάνανε παντού.
-Εγώ, αν δεν λαθαίνω, πήρε τον λόγο και ο τρίτος της παρέας, νομίζω ότι τα καπάκια ήταν τα παιδιά. Τα ονόμαζαν έτσι στην επανάσταση, γιατί όπως τα καπάκια είναι μικρά, ασήμαντα, και χωράνε παντού, έτσι αποκαλούσαν συνθηματικά και τα παιδιά, για να μπορέσουν να τα γλυτώσουν από τα μαζέματα των Τούρκων.
-Ε, όχι και ασήμαντα τα καπάκια, φώναξε από το πάσο ο Μεμάς που παρακολουθούσε τη συζήτηση και μας πλησίασε κρατώντας μια καράφα τσίπουρο.
-Αυτό, θα μου επιτρέψετε να σας το κεράσω. Έτσι, από το κατάστημα, μου αποκρίθηκε ευδιάθετος.
-Σας ευχαριστώ. Αλλά θα ήθελα να ακούσω και τη γνώμη σας.
– Τώρα, έπεσες στην περίπτωση.
-Τι εννοείτε; τον ρώτησα απορημένη.
Γέλασε, έπιασε την καρέκλα απέναντί μου και κάθισε.
-Κοίτα να δεις που ο τρελάρας, με ‘κανε να νιώσω και μορφωμένος. Καπάκια ήταν η στρατηγική υποχώρηση των δικών μας, όταν ο εχθρός είχε το πάνω χέρι.
-Σωστά. Του απάντησα με ενθουσιασμό.
Οι μπαρμπάδες σκουντήχτηκαν και θέλησαν να μάθουν πώς το γνώριζε ο Μεμάς.
-Έχω ένα ξάδερφο, πρώτο, περιπτωσάρα. Νομίζει ότι είναι μεγάλος και τρανός συγγραφέας. Στις γιορτές που βρισκόμαστε, αυτός έρχεται για δέκα λεπτά και φεύγει. Μόνο γι’ αυτά μιλάει. Τα αυτιά μας παίρνει κάθε φορά. Ε, θέλοντας και μη, τα ‘μαθα. Μα, να ‘μαι ειλικρινής, δεν το περίμενα για τον Ανδρούτσο. Αλλιώς μας τα μάθανε στο σχολειό. Δεν βαριέσαι.
-Έλα, γεια μας, στην υγειά του Κωστή!