Τα μάγια και η Μάγια
του Άκη Δήμου Δεν ξέρω αν μπορούμε να ελπίσουμε σε κάποιες αλκυονίδες μετά από τόσο χειμώνα και με την κάλπη μπροστά στα μούτρα μας. Θα το ήθελα αλλά δεν φτάνει μόνο να το θες, πρέπει και να σε θέλει, λέει μια παλιά ινδιάνικη παροιμία, πόσοι και πόσα δεν χάθηκαν από τη διαφορά της ώρας στην […]
του Άκη Δήμου
Δεν ξέρω αν μπορούμε να ελπίσουμε σε κάποιες αλκυονίδες μετά από τόσο χειμώνα και με την κάλπη μπροστά στα μούτρα μας. Θα το ήθελα αλλά δεν φτάνει μόνο να το θες, πρέπει και να σε θέλει, λέει μια παλιά ινδιάνικη παροιμία, πόσοι και πόσα δεν χάθηκαν από τη διαφορά της ώρας στην επιθυμία! Επίσης δεν ξέρω αν, μετά τις επικείμενες εκλογές, θα είμαστε έτοιμοι να αναγεννηθούμε από τις στάχτες μας. Κάθε αναγέννηση θέλει σκάψιμο πολύ και οι στάχτες μου φαίνεται ότι έχουν θολώσει τα πάντα, το βλέμμα μας πρώτα, έτσι όπως αμήχανο και ψιλοσαλταρισμένο μετακινείται ανάμεσα σε χονδροειδή διλήμματα και αδιέξοδα – φάρσες (αυτό που ξαναβλέπω τους αδερφούς Παπανδρέου μπροστά μου οφθαλμαπάτη είναι ή συμβαίνει πραγματικά;).
Πέρασε μια ολόκληρη χρονιά, σκέφτομαι, και το μόνο που πρόλαβες ήταν να φρικάρεις, να φρικάρεις ακατάπαυστα και κατ’ εξακολούθηση. Ερχόντουσαν τα γεγονότα κατά κύματα και σε ξενύχιαζαν εκεί που πηγαινοερχόσουν ανύποπτος. Στο φινάλε του κάθε επεισοδίου διαφημιζόταν ήδη το επόμενο, άδειο και κείνο και από δράση και από αντίδραση, κάτι αναιμικοί διάλογοι μόνο κι οι χαρακτήρες ξύλινοι, μη σου πω ονόματα, τα ξέρεις, πολλά απ’ αυτά ζητάνε ήδη την ψήφο σου δοκιμάζοντας τις αντοχές σου.
Τα γράφω όλ’ αυτά και με τρώνε τα δαχτυλάκια μου να γράψω δυο γραμμές για τη Μάγια Μελάγια, που πέθανε στο τέλος του Δεκέμβρη. Να τη θυμηθώ που τραγούδαγε το υπέροχο «Μονοπάτι» του Μουζάκη σε κάτι ιπτάμενες πίστες του ’50 κι από κάτω οι θαμώνες δάγκωναν τα χείλη τους ζαλισμένοι, γράφανε με τρόπο τηλέφωνα στις χαρτοπετσέτες και την άλλη μέρα πήγαιναν στη δουλειά καθυστερημένοι αλλά τροπαιούχοι. Πολύ παλιά όλ’ αυτά, μια εποχή αρχαία αλλά φιλόξενη για γυναίκες γενναιόδωρης γοητείας και ακατάβλητης θηλυκότητας σαν τη Μάγια και άντρες που, ξαφνικά, αναποδογυρίζανε τα τραπέζια, αγριεμένοι από την αποκάλυψη ότι μπορεί «μες στη ζωή δρόμοι ν’ ανοίγονται σωρό» αλλά μόνο ένα πονηρό μονοπάτι μπορεί να σε σώσει απ’ τον εαυτό σου, υποχρεώνοντάς σε ν’ αφήσεις εκείνο που είσαι για να γίνεις αυτό που αξίζεις. Είναι και μερικές κατηφόρες σωτήριες, ιδίως αν ο ανήφορος σε βγάζει κάθε φορά στον ίδιο πάτο. Όπως και να ‘χει, η Μάγια Μελάγια δεν μένει πια εδώ. Εδώ μένουμε εμείς συγκατοικώντας με τις χλαπάτσες μας, μετρώντας τις φιλίες με το συμφέρον μας και τον έρωτα με την κατάφαση στην ερώτηση αν θα μας παντρευτεί (είδες πού φτάσαμε; Να ζούμε για το σημάδι μιας βέρας). Ξενέρωτοι εντός κι εκτός Βουλής, συνωστισμένοι να προλάβουμε να μπούμε πρώτοι στο καινούργιο μαγαζί να πιάσουμε θέση πριν μας τη φάνε οι άλλοι, αρκετά τόσον καιρό στα όρθια κι ούτε ένα ποτό κερασμένο απ’ το φραγκοφονιά τον ιδιοκτήτη. Από πρίγκιπες βάτραχοι, μια ολόκληρη χώρα κοάξ – κοάξ, διαδικτυακά και έντυπα. Κι ούτε μια λέξη ολόκληρη για να λύσει τα μάγια. Ούτε ένα μονοπάτι πονηρό ν’ αποκτήσει νόημα τόσο σκοτάδι.
Είναι πλέον και επισήμως 2015, θα μπούμε σε καινούργια τροχιά λένε οι Καζαμίες αλλά η πραγματικότητα δεν είναι και τόσο σίγουρη. Έτσι που συνηθίσαμε εκτροχιασμένοι και μάθαμε να πηγαίνουμε με τον αυτόματο γιατί να μη συνεχίσουμε; Ποιος έχει κουράγιο τώρα – αν εξαιρέσεις όσους ιππεύουν στο προεκλογικό καρουσέλ – να χαράζει πορείες και να ονειρεύεται; Άστο να πάει κατά διαόλου, έχει κι ο διάολος μια γοητεία, κυρίως όταν υπόσχεται ζωές χαρισάμενες σε ανθρώπους που έχουν ξεχάσει να ζήσουν.
Είναι πολύ μελαγχολικά όλ’ αυτά, το παραδέχομαι. Κι εκτός από μελαγχολικά, είναι και λίγο ασυνάρτητα. Αλλά να, φταίει που μόνο μελαγχολικός και ασυνάρτητος μπορώ να είμαι επί του παρόντος, αφού το μυαλό μου παίρνει κάτι περίεργες στροφές, κυρίως αργά τ’ απογεύματα, όταν η Καλίντα Σάρμα ρίχνει το πορτοκαλί της σημειωματάριο στην τσάντα της, τραβάει το φερμουάρ στο δερμάτινο μπουφάν της (άλλοτε μπλε άλλοτε κόκκινο) και μπαίνει στο ασανσέρ του 28ου ορόφου για το ισόγειο κι από κει γραμμή στο πλησιέστερο μπαρ για την τεκίλα της ημέρας – η μόνη γυναίκα που αξίζει τον κόπο ν’ ακολουθήσεις μήπως και συμβεί να γυρίσει να σε κοιτάξει κάποια στιγμή. Αλλά εσύ μάλλον δεν ξέρεις ποια είναι η Καλίντα, οπότε τι κάθομαι και σε πρήζω; Καλύτερα να σ’ αφήσω να πας να ψηφίσεις. –