Τα νομικά ζητήματα που επακολουθούν της υπερψήφισης της πρότασης δυσπιστίας στον ΣΥΡΙΖΑ

Ο Αν. Παυλόπουλος αναλύει το πώς οι εξελίξεις στον ΣΥΡΙΖΑ αποτελούν, ενδεχομένως, τη μεγαλύτερη δοκιμασία που έχει γνωρίσει η εσωκομματική δημοκρατία στη χώρα μας

Parallaxi
τα-νομικά-ζητήματα-που-επακολουθούν-τ-1212593
Parallaxi

Λέξεις: Αναστάσιος Παυλόπουλος

Οι τρέχουσες εξελίξεις στον ΣΥΡΙΖΑ αποτελούν, ενδεχομένως, τη μεγαλύτερη δοκιμασία που έχει γνωρίσει η εσωκομματική δημοκρατία (intra-party democracy) στη χώρα μας.

Όχι τόσο, λόγω της έντασης των εσωκομματικών συγκρούσεων. Όσο, ιδίως, των νομικών ζητημάτων που επακολουθούν την υπερψήφιση της πρότασης δυσπιστίας, ενόψει: πρώτον, της απουσίας εν γένει συγκροτημένου νομοθετικού πλαισίου για τη λειτουργία των κομμάτων στην ελληνική έννομη τάξη και δεύτερον ‒και ίσως κυριότερο‒ της ελλειπτικής (έως και απερινόητης) ρύθμισης των σχετικών ζητημάτων στο καταστατικό του εν λόγω κόμματος.

Τα ζητήματα που κατά βάση αντιλέγονται, ενόψει της διατύπωσης του καταστατικού (άρθρο 20 παρ. 4, εδ. ε’) ότι: «Σε περίπτωση άρσης της εμπιστοσύνης της Κεντρικής Επιτροπής από το 50% +1 των μελών της προς τον πρόεδρο συγκαλείται έκτακτο συνέδριο», είναι: (α) εάν ο Πρόεδρος διατηρεί το αξίωμα του αφ’ ης στιγμής αρθεί η εμπιστοσύνη της Κ.Ε. προς το πρόσωπο του και (β) εάν η άρση της εμπιστοσύνης συνεπάγεται άμεσα προκήρυξη πρόωρων εκλογών για την ανάδειξη νέου Προέδρου. Η κρίσιμη αυτή διάταξη παρουσιάζει μία μακρινή σχέση ατμόσφαιρας με την πολιτευματική δημοκρατία και τις αντίστοιχες του Συντάγματος για την άρση της εμπιστοσύνης της Βουλής προς τον Πρωθυπουργό, οι οποίες θα μπορούσαν να παράσχουν ‒έστω και αντιδιασταλτικά‒ έναν πρόσφορο ερμηνευτικό οδηγό.

Αναλυτικότερα: Η εξάρτηση ενός αξιώματος από την εμπιστοσύνη ενός αντιπροσωπευτικού οργάνου διαμορφώνει μία σχέση αιτίου και αιτιατού: όσο διατηρείται η εμπιστοσύνη, διατηρείται και το αξίωμα. Αν αρθεί η εμπιστοσύνη, αίρεται και το αξίωμα και διενεργείται νέα εκλογική διαδικασία. Πρόκειται, ακριβέστερα, για μία σχέση νομικής αναγκαιότητας: Η συνδρομή του ενός συνεφέλκει κατά νομική αναγκαιότητα το άλλο. Η νομική αναγκαιότητα δεν σημαίνει, όμως, και χρονική ταυτότητα. Στην πολιτευματική δημοκρατία, η απώλεια της εμπιστοσύνης της Βουλής έχει ως αυτόθροη συνέπεια την κίνηση της προβλεπόμενης διαδικασίας που καταλήγει σε διορισμό νέας εκλογικής Κυβέρνησης. Η απερχόμενη Κυβέρνηση δεν χάνει το αξίωμα της την ίδια στιγμή που χάνει την εμπιστοσύνη, αλλά, όταν διορίζεται η νέα εκλογική Κυβέρνηση εντός, δηλαδή, λίγων ημερών (σχετικό το άρθρο 37 Συντ.). Η νέα εκλογική διαδικασία διενεργείται υπό την ευθύνη της μεταβατικής (εκλογικής) Κυβέρνησης και ουδέποτε από την έχουσα απωλέσει την εμπιστοσύνη της Βουλής.

Υπό το φως των επισημάνσεων αυτών, η απάντηση που προσήκει στα ως άνω ερειζόμενα ζητήματα είναι η εξής: (α) η απόσυρση της εμπιστοσύνης της Κ.Ε. από το πρόσωπο του Προέδρου του κόμματος επιφέρει κατά νομική αναγκαιότητα την απώλεια του αξιώματος του. Κατά συνέπεια (β), παρίσταται υποχρεωτική η άμεση κίνηση των διαδικασιών για την εκλογή νέου Προέδρου το συντομότερο δυνατόν. Η φράση του καταστατικού ότι επί υπερψήφισης πρότασης μομφής «συγκαλείται έκτακτο συνέδριο» δεν μπορεί, κατά τα ανωτέρω, να έχει άλλο νόημα από τη σύγκλιση για την άσκηση των αρμοδιοτήτων του, που προϋποτίθενται για την πραγματοποίηση νέας εκλογικής διαδικασίας (επικύρωση υποψηφιοτήτων κ.λπ.). Υπό τη διαφορετική εκδοχή ‒ότι δηλαδή το συνέδριο θα αποφασίσει για το εάν έχει απωλεσθεί το αξίωμα και αν είναι αναγκαία μία νέα εκλογική διαδικασία‒, η σχετική διάταξη του καταστατικού εκπίπτει σε νομική κενολογία ‒πέραν του ότι διαπλάθονται εκ του μη όντος και άνευ αποχρώντος δικαιολογητικού λόγου νέες αρμοδιότητες υπέρ άλλου οργάνου.

Περαιτέρω, ελλείψει σχετικής διάταξης στο Καταστατικό του ΣΥΡΙΖΑ, ο εκπεσών Πρόεδρος δεν μπορεί να παραμείνει στη θέση του μέχρι την εκλογή του επομένου, καθώς ο χρόνος που εκ των πραγμάτων απαιτείται για την προετοιμασία του συνεδρίου και τη νέα εκλογική διαδικασία είναι ουσιωδώς μεγαλύτερος από τον εύλογο ‒και εξαιρετικά περιορισμένο‒ χρόνο που η έννομη τάξη «ανέχεται» την παραμονή ενός αξιωματούχου στη θέση του, ήτοι για μία μεταβατική περίοδο λίγων ημερών μέχρι να αναλάβει ο επόμενος.

Τέλος, ενόψει της μη πρόβλεψης ειδικού οργάνου για την επίλυση σχετικών διαφορών (όπως π.χ. ισχύει στη γερμανική έννομη τάξη με τα Parteischiedsgerichte του άρθρου 14 του Νόμου περί πολιτικών κομμάτων (Parteiengesetz), ερωτάται ποια διέξοδος μπορεί να αναζητηθεί σε περίπτωση που ο Πρόεδρος αρνείται να εγκαταλείψει τη θέση του ή επί άλλης συναφούς κατάστασης. Στην περίπτωση αυτή μπορεί να ασκηθεί το ειδικό ένδικο βοήθημα της παρ. 7 του άρθρου 29 του Ν. 3023/2002, το οποίο ασκείται, όταν ανακύπτουν διαφορές ως προς την ιδιότητα του Προέδρου πολιτικού κόμματος. Αρμόδιο δικαστήριο είναι το Α1 Τμήμα του Αρείου Πάγου. Το δικαστήριο διενεργεί έλεγχο κατά νόμον και ουσία, στο πλαίσιο του οποίου μπορεί να ελεγχθεί το κύρος αποφάσεων καταστατικών οργάνων των κομμάτων. Η διαδικασία εκδίκασης είναι εκείνη ενώπιον των αναιρετικών πολιτικών τμημάτων του Αρείου Πάγου. Η απόφαση που θα εκδοθεί είναι οριστική και η σχετική κρίση δεσμευτική και εξοπλισμένη με δύναμη δεδικασμένου.

*Ο Αναστάσιος Παυλόπουλος είναι λέκτορας Δημοσίου Δικαίου (Συνταγματικό και Διοικητικό Δίκαιο) στο Πανεπιστήμιο Νεάπολις Πάφου

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα