Τα παιδιά τραγουδούν στις εξέδρες για τα ναρκωτικά

H ελληνική οπαδική σκηνή και ο ρόλος των συνθημάτων που αναφέρονται στα ναρκωτικά στην συγκρότηση της, λεγόμενης, οπαδικής ταυτότητας

Parallaxi
τα-παιδιά-τραγουδούν-στις-εξέδρες-για-1151412
Parallaxi

Λέξεις: Δρ. Γιώργος Χατζηνάκος / Δρ. Κώστας Σκλιάμης

Το ελληνικό ποδόσφαιρο, αν και έχει εξελιχθεί σε ένα πεδίο διαρκούς διαμάχης, με βίαιους ανταγωνισμούς μεταξύ των συλλόγων και των οπαδών τους, αποτελεί έναν μικρόκοσμο της κοινωνίας μας, γεμάτο πολυπλοκότητες και αντιφάσεις. Στο πλαίσιο αυτό, τα ποδοσφαιρικά γήπεδα, δεν είναι απλώς χώροι αθλητικών εκδηλώσεων, αλλά και τόποι, όπου αντικατοπτρίζονται ευρύτερες πολιτικές, κοινωνικές και πολιτιστικές αντιπαραθέσεις, συνθέτοντας μία κοινωνική πραγματικότητα που παραμένει μάλλον ακατανόητη στο ευρύ κοινό. 

Με σκοπό να συμβάλουμε στη συζήτηση, που έχει ξεκινήσει, σχετικά με την κατανόηση της οπαδικής κουλτούρας και τον ρόλο των γηπέδων ως αντανάκλαση ευρύτερων κοινωνικών ζητημάτων, δημοσιεύσαμε πρόσφατα ένα άρθρο στο διεθνές επιστημονικό περιοδικό Sport in Society. Το άρθρο μας επικεντρώνεται στην ελληνική οπαδική σκηνή και, πιο συγκεκριμένα, διερευνά τον ρόλο των συνθημάτων που αναφέρονται στα ναρκωτικά στην συγκρότηση της, λεγόμενης, οπαδικής ταυτότητας. 

Όντως, τα τελευταία χρόνια έχουν διεξαχθεί εκτενείς έρευνες σχετικά με διάφορες πτυχές της οπαδικής ταυτότητας και κουλτούρας. Αυτές οι έρευνες αποκαλύπτουν ότι ένα από τα κύρια κίνητρα για την συμμετοχή σε ένα ποδοσφαιρικό παιχνίδι (και όχι μόνο) είναι ο ενεργός ρόλος του κοινού στη δημιουργία μιας καρναβαλικής ατμόσφαιρας, που σπάει την μονοτονία της αστικής καθημερινότητας. Όπως πολύ εύστοχα περιγράφει ο Ουρουγουανός συγγραφέας Eduardo Galeano, «κατά τη διάρκεια ενός αγώνα ποδοσφαίρου η πόλη εξαφανίζεται, η ρουτίνα της ξεχνιέται». 

Συνθήματα, χορογραφίες, πανό, καπνογόνα και άλλες παραστατικές τελετουργίες αποτελούν αναπόσπαστα στοιχεία των γηπέδων όλου του πλανήτη. Παρά το γεγονός ότι η επιστημονική βιβλιογραφία έχει μελετήσει εκτενώς τα οπαδικά συνθήματα, είχε αγνοήσει αυτά που αναφέρονται σε νόμιμες ή παράνομες ουσίες, όπως το αλκοόλ και τα ναρκωτικά. Από ό,τι γνωρίζουμε, σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, αυτού του τύπου τα συνθήματα, είτε απουσιάζουν από το ρεπερτόριο των οπαδών, είτε είναι πολύ σπάνια. Ωστόσο, μέσα από την εμπειρική μας παρατήρηση, πιστεύουμε ότι είναι – αν όχι μια ελληνική ιδιαιτερότητα – σίγουρα ένα φαινόμενο που χρειάζεται περαιτέρω ερευνητική προσοχή. Η σκοπιά μας είναι ότι αυτά τα συνθήματα βασίζονται σε ένα ευρύτερο πολιτικό, νομικό και κοινωνικό-πολιτιστικό πλαίσιο απαγορεύσεων που περιβάλλει και τις ποδοσφαιρικές κοινότητες.

Στην Ελλάδα, εδώ και δεκαετίες, η χρήση ουσιών συχνά εκλαμβάνεται ως αποκλίνουσα συμπεριφορά με έντονο κοινωνικό στίγμα. Ωστόσο, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, από τα μέσα της δεκαετίας του 1990  σημειώθηκαν αλλαγές που έχουν χαρακτηριστεί από κοινωνικούς επιστήμονες ως μία διαδικασία κανονικοποίησης των ναρκωτικών. Με τον όρο αυτό, υπονοούμε τον σταδιακό αποστιγματισμό της χρήσης σε ευρύτερα τμήματα της κοινωνίας, ιδίως μεταξύ του πληθυσμού που δεν καταναλώνει ναρκωτικές ουσίες. Παρόλα αυτά, εξετάζοντας στατιστικά και εμπειρικά δεδομένα από το European Monitoring Centre for Drugs and Drug Addiction, γίνεται προφανές ότι η Ελλάδα είναι μια χώρα όπου η πολιτική για τα ναρκωτικά και η σχετική νομοθεσία κάθε άλλο από φιλελεύθερη δεν είναι. Αντίθετα, η Πολιτεία εφαρμόζει αυστηρές και τιμωρητικές ποινές, και η χώρα μας χαρακτηρίζεται από χαμηλό βαθμό κανονικοποίησης των ναρκωτικών. Σε ένα περιβάλλον όπου η χρήση και η κατοχή ουσιών για προσωπική χρήση είναι παράνομη, οι χρήστες αντιμετωπίζονται ως εγκληματίες, και τα ναρκωτικά δεν είναι κοινωνικά αποδεκτά, το βασικό μας ερώτημα σε αυτό το άρθρο είναι: γιατί οι οπαδοί περιλαμβάνουν αναφορές για ναρκωτικά στο ρεπερτόριό τους στα ελληνικά ποδοσφαιρικά γήπεδα; 

Χαρτογραφώντας την οπαδική σκηνή της χώρας, συγκεντρώσαμε και αναλύσαμε, συνολικά, 440 συνθήματα από 11 ελληνικές ομάδες (βλ. Εικόνα 1). Σε αντίθεση με άλλες μελέτες, δεν έχουμε σκοπό να αναζητήσουμε το αν οι οπαδοί χρησιμοποιούν ναρκωτικές ουσίες ή να ερευνήσουμε το από που τις προμηθεύονται, αλλά προσπαθούμε να κατανοήσουμε το πώς αυτά τα συνθήματα διαμορφώνουν την ταυτότητα τους. Ποιοι είναι άραγε οι λόγοι που οδήγησαν στη γένεσή τους και την αναπαραγωγή τους κατά την διάρκεια ενός ποδοσφαιρικού αγώνα;

Στις κερκίδες των ελληνικών γηπέδων, οι οπαδοί τραγουδούν ποικίλα συνθήματα για να εκφράσουν το πάθος τους για την ομάδα τους. Τα τελευταία περιλαμβάνουν εκτός από λυρισμό, συμβολισμούς, σαρκασμό, μεταφορικά νοήματα, και αρκετές αναφορές σε διαφορετικού τύπου παραβατικές συμπεριφορές. Σε σχέση με το αντικείμενο της μελέτης μας, οι Έλληνες οπαδοί κάνουν πολλές αναφορές σε όλα τα είδη νόμιμων και παράνομων ουσιών, όπως αλκοόλ (25), κάνναβη (77), ηρωίνη (12), κοκαΐνη (6), LSD (5), ναργιλέ (2), διάφορα είδη χαπιών και συνταγογραφούμενα φάρμακα (13). Αξίζει να σημειωθεί ότι η λέξη ναρκωτικά εμφανίζεται αρκετά συχνά (44). 

Τα συνθήματα ποικίλλουν ανάλογα με την ομάδα (βλ. Διάγραμμα), με τον Ηρακλή να έχει το μεγαλύτερο αριθμό αναφορών (40). Αξιοσημείωτο είναι ότι στα συνθήματα του Ολυμπιακού, παρότι θεωρείται ο πιο επιτυχημένος σύλλογος της χώρας (με βάση τα τρόπαια), οι αναφορές σε ουσίες είναι ελάχιστες (9). 

Η κάνναβη ξεχωρίζει ως η πιο συχνά αναφερόμενη ουσία (77) και την εντοπίσαμε τουλάχιστον μία φορά σε κάθε σύλλογο. Αυτό δεν προκαλεί έκπληξη, αν λάβουμε υπόψη ότι η κάνναβη, αν και είναι παράνομη, είναι η πιο ευρέως χρησιμοποιούμενη παράνομη ουσία. Σημαντική λεπτομέρεια είναι ότι αυτή δεν αναφέρεται ποτέ ως τέτοια, αλλά προτιμάται η χρήση «αργκό» όπως φούντα, χόρτο, γάρο, βοτάνι, μαύρο και άλλες λαϊκές εκφράσεις. Στην επόμενη ενότητα, θα εξετάσουμε τους λόγους που οι οπαδοί επιλέγουν να τραγουδούν για ουσίες στα γήπεδα της χώρας.

Ένα καταφύγιο ελεύθερης έκφρασης σε ένα μη κανονικοποιημένο πλαίσιο απαγορεύσεων

Όπως κανείς συναντά τα ναρκωτικά παντού σε μία πόλη (πχ πλατείες, γειτονιές της εργατικής τάξης, σχολεία, πανεπιστήμια, χώρους κατανάλωσης κλπ), έτσι τα βρίσκει και σε μία μαζική κοινωνική εκδήλωση όπως ένας ποδοσφαιρικός αγώνας. Το τελευταίο, φαίνεται να λειτουργεί ως μια ξεχωριστή πλατφόρμα για την ανεμπόδιστη έκφραση σχετικά με αυτά, παρά το γεγονός ότι παραμένουν αντικείμενο παράνομης χρήσης. 

Συχνά, τα συνθήματα που αναφέρονται σε ουσίες, αντανακλούν την ευφορία που συνδέεται με τη χρήση. Σε άλλες περιπτώσεις οι οπαδοί αντιλαμβάνονται το γήπεδο ως ένα ασφαλές καταφύγιο για την ανεμπόδιστη συζήτηση γύρω από το θέμα. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι λόγω του χαμηλού βαθμού κανονικοποίησης στο ευρύτερο ελληνικό πλαίσιο, όπου οι ανοιχτές αναφορές στη χρήση αποθαρρύνονται από τον φόβο του κοινωνικού και νομικού ελέγχου, ο κοινωνικός χώρος του γηπέδου φιλοξενεί συμπεριφορές που θεωρούνται παρεκκλίνουσες και καταδικάζονται από την ευρύτερη ελληνική κοινωνία. 

Βέβαια, εκτός από τα συνθήματα που αντικατοπτρίζουν έναν ενθουσιασμό, στο δείγμα, βρήκαμε επίσης αναφορές που σχετίζονται με την κατάχρηση, την προβληματική χρήση και την εθιστική συμπεριφορά. Αυτό αμφισβητεί την έννοια της κανονικοποιησής στην πράξη, αφού αποδεικνύεται πως η χρήση δεν περιορίζεται αποκλειστικά στην ευχαρίστηση, αλλά μπορεί να οδηγήσει σε εθισμό και άλλες προβληματικές συμπεριφορές. Με το πέρασμα του χρόνου, τα συνθήματα έχουν εξελιχθεί σε ένα πανηγυρικό χρονικό οπαδικών συγκρούσεων. Σε ορισμένες περιπτώσεις, η χρήση συνδέεται στα συνθήματα με την επιθετικότητα, τη βία και τον σεξισμό, γεγονός που αποκαλύπτει τις σοβαρές επιπτώσεις και τις αρνητικές πτυχές αυτής της κοινωνικής πραγματικότητας. Επιπλέον, η χρήση όρων «αργκό» μπορεί να θεωρηθεί ως μία προσπάθεια των οπαδών να διατηρήσουν την εικόνα των ναρκωτικών στη σφαίρα μιας περιθωριοποιημένης υποκουλτούρας, μακριά από ένα κοινωνικό πλαίσιο που φαίνεται να προτείνει η κανονικοποίηση τους.

Κατασκευάζοντας αποκλίνουσες οπαδικές ταυτότητες

Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, τα συνθήματα συμβάλλουν στη διαμόρφωση της οπαδικής ταυτότητας, λειτουργώντας ως μέσο αυτοπροσδιορισμού και αναγνώρισης, εντός και εκτός του γηπέδου. Με παρόμοιο τρόπο, οι αναφορές στα ναρκωτικά διαμορφώνουν μια εικόνα αποκλίνουσας συμπεριφοράς. Μέσω αυτής της διαδικασίας, ενισχύεται το αίσθημα συνοχής και διαφοροποίησης από τους άλλους, δημιουργώντας ένα φανταστικό χάσμα που διακρίνει τους οπαδούς από τους υπόλοιπους φιλάθλους των Συλλόγων. Αν και σε πολλές περιπτώσεις τέτοια συνθήματα τραγουδιούνται από όλο το γήπεδο, είναι πιθανό να ερμηνευτεί ότι οι οπαδοί σκοπίμως τα χρησιμοποιούν για να κατασκευάσουν και να διατηρήσουν μια εικόνα που τους ξεχωρίζει από τους υπόλοιπους. Από την μία, οι αναφορές στα ναρκωτικά μπορούν να θεωρηθούν ως ένας τρόπος προβολής και διατήρησης μιας επιθυμητής αποκλίνουσας ταυτότητας. Από την άλλη, μπορούν να θεωρηθούν ως μια διαλεκτική διαδικασία που συνδέει τις στερεότυπες αρνητικές εικόνες για τα ναρκωτικά στην Ελλάδα με τους οπαδούς. Ουσιαστικά, οι οπαδοί κεφαλαιοποιούν πάνω σε ένα στίγμα που σχετίζεται με τα ναρκωτικά για να απεικονίσουν τον εαυτό τους ως διαφορετικό από την υπόλοιπη κοινωνία. Έχοντας κατά νου ότι οι οπαδοί δραστηριοποιούνται σε συγκεκριμένα τμήματα του σταδίου (πέταλα) που τους αφήνουν να αποπνέουν τον «αληθινό» φανατισμό τους, υποστηρίζουμε ότι αυτή η «θεατρική παράσταση απόκλισης» χρησιμοποιείται για να υψωθούν φαντασιακοί φράχτες στις εξέδρες για να διακρίνουν τους οπαδούς, τόσο από τους υπόλοιπους φιλάθλους, όσο και από την υπόλοιπη κοινωνία. Όλες αυτές οι πιθανές ερμηνείες παραπέμπουν τελικά σε διακρίσεις, όρια και αντιθέσεις, δημιουργώντας μια αίσθηση «εμείς εναντίον τους», όπου η διαχείριση των εντυπώσεων και της φήμης παίζουν κεντρικό ρόλο. Από αυτήν την οπτική γωνία, τα συνθήματα με αναφορές στα ναρκωτικά είναι μια ακόμα έκφραση διαφοροποίησης των οπαδών, που χρησιμοποιείται ως μηχανισμός για την ενίσχυση αυτής της διάκρισης.

Το οπαδικό κίνημα ενάντια στο μοντέρνο ποδόσφαιρο

Η σύγκριση μεταξύ των ομάδων και ο ανταγωνισμός είναι ένας από τους βασικούς παράγοντες στη διαμόρφωση της ταυτότητας των οπαδών. Φαίνεται ότι στην ελληνική οπαδική σκηνή, όσο πιο περιθωριακός τόσο το καλύτερο. Παρόλα αυτά, το ποδόσφαιρο, ως αμφισβητούμενο πολιτικό και ιδεολογικό έδαφος, προσφέρει δυνατότητες συλλογικής δράσης και αντίστασης στον κυρίαρχο ηγεμονικό λόγο. Όπως συμβαίνει σε άλλους κοινωνικούς χώρους, οι μικρόκοσμοι του ποδοσφαίρου συνδέονται επίσης με πρακτικές αντίστασης, όσον αφορά τις αλλαγές που συμβαίνουν τόσο στο παιχνίδι, καθώς και στην ευρύτερη κοινωνία. Μάλιστα, τα τελευταία χρόνια, έχει αναπτυχθεί ένα κίνημα ενάντια στο μοντέρνο ποδόσφαιρο και τα παραπροϊόντα του: αχαλίνωτη εμπορευματοποίηση, διαφθορά, πρακτικές επιβολής του νόμου και της καταστολής – εντός ή εκτός του γηπέδου – και αυστηρές ποινές από τις ποδοσφαιρικές αρχές. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, η ταυτότητα των οπαδών αναπτύσσεται με βάση τις ριζικές αντιθέσεις που σχετίζονται, όπως τονίζει ο Γιάννης Ζαϊμάκης, με μια ευρύτερη δομική διαδικασία «ποδοσφαιροποίησης της ελληνικής πολιτικής». Ακολουθώντας αυτό το πνεύμα, οι οπαδοί στην Ελλάδα επιχειρούν να αντισταθούν στη νεοφιλελεύθερη ποδοσφαιρική τάξη πραγμάτων και να διαμαρτυρηθούν ενάντια στην καταναλωτική κουλτούρα που χαρακτηρίζει το σύγχρονο επαγγελματικό ποδόσφαιρο. Οι οπαδοί μέσα από τα συνθήματά τους αντιλαμβάνονται συχνά τους εαυτούς τους ως φορείς μιας αντικουλτούρας και αντίστασης στο σύστημα της διεφθαρμένης ποδοσφαιρικής διακυβέρνησης, του κράτους και της αστυνομίας, των ΜΜΕ κλπ. Σε περιπτώσεις που η χρήση ναρκωτικών προωθείται ως αποκλίνουσα συμπεριφορά, αυτό αντιτίθεται στην «εξυγιασμένη» και «υγιή» εικόνα που θέλουν να προωθήσουν οι ποδοσφαιρικές αρχές. Σε τέτοιες περιπτώσεις, αυτά τα συνθήματα μπορούν να θεωρηθούν ως ένα γλωσσικό εργαλείο συμβολικής αντίστασης «εναντία στο μοντέρνο ποδόσφαιρο» και την υπερ-εμπορευματοποίηση του.

Επίλογος

Στα γήπεδα, οι λαϊκές φιλοδοξίες, οι εκφάνσεις εξουσίας, οι ταξικές αντιθέσεις και οι πολιτισμικές ταυτότητες αλληλοεπιδρούν και συνυπάρχουν ταυτόχρονα, άλλες φορές αρμονικά και άλλες όχι, τόσο χωρικά, όσο και χρονικά, διαμορφώνοντας μία σύνθετη κοινωνική πραγματικότητα με πλούσια πολιτιστικά χαρακτηριστικά που χρήζουν ευρύτερης μελέτης. 

Όπως φαίνεται από την ανάλυση, οι Έλληνες οπαδοί περιλαμβάνουν όλα τα είδη νόμιμων και παράνομων ουσιών στο ρεπερτόριό τους, από νόμιμες έως παράνομες ουσίες, από «μαλακά» έως «σκληρά» ναρκωτικά, από πολύ δημοφιλείς έως λιγότερο δημοφιλείς ουσίες, από πολύ εθιστικές έως λιγότερο εθιστικές. 

Ο χαμηλός βαθμός κανονικοποίησης των ναρκωτικών στην Ελλάδα, έχει οδηγήσει τους οπαδούς των συλλόγων να αναζητήσουν διάφορους χώρους και χρόνους, όπου μπορούν να μιλήσουν ελεύθερα και ανεμπόδιστα για τα ναρκωτικά. Ο πολύπλοκος μικρόκοσμος του γηπέδου με τα καρναβαλικά του χαρακτηριστικά και τις οπτικοακουστικές παραστάσεις του, δημιουργεί έναν ιδανικό κοινωνικό χώρο με του δικά του όρια και άτυπους κανόνες, που ανέχεται σιωπηρά και δέχεται αποκλίνουσες συμπεριφορές, κανόνες και εκφράσεις που φαινομενικά καταδικάζονται από την υπόλοιπη ελληνική κοινωνία. Σε ορισμένες περιπτώσεις, αυτά τα συνθήματα αποτελούν μια ενσαρκωμένη παράσταση ενθουσιασμού στις εξέδρες, μέσω της οποίας η ευφορία που συνδέεται με την ομάδα συγκρίνεται με αυτή που προκαλεί η ψυχαγωγική χρήση των ναρκωτικών. Σε άλλες περιπτώσεις, όπου τα ναρκωτικά παρουσιάζονται με αποκλίνοντα και μη κανονικοποιημένο τρόπο, τα συνθήματα αυτά μπορούν να αξιολογηθούν ως μέρος μιας διαδικασίας διαχείρισης εντυπώσεων και φήμης που χρησιμοποιείται από τους οπαδούς για να αυτοπροσδιορίζονται ως αποκλίνοντες, επιδιώκοντας αναγνώριση από ένα ευρύτερο κοινό εντός και εκτός του γηπέδου.

Αυτή η αναγνώριση μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως διαδικασία διάκρισης και διαφοροποίησης. Αυτό το φαινόμενο αναδεικνύει τους κοινωνικο-πολιτιστικούς άξονες της οπαδικής ταυτότητας, όπου η αναγνώριση από το κοινό συνοδεύεται από την ανάδειξη ορισμένων κοινωνικών και πολιτιστικών αξιών και προτύπων που οριοθετούν το τι είναι κοινωνικά αποδεκτό σε έναν τόπο.

Τέλος, σε έναν αμφισβητούμενο κοινωνικό χώρο, όπως το γήπεδο, αυτά τα συνθήματα μπορούν επίσης να λειτουργήσουν ως συμβολική αντίθεση ενάντια στο μοντέρνο ποδόσφαιρο. Στα γήπεδα όπου η κοινωνική ένταση και η εκφραστικότητα βιώνεται έντονα, οι οπαδοί, αντί να είναι απλώς θεατές σε ένα αποστειρωμένο θέαμα που ελέγχεται από εξωτερικούς παράγοντες, ενσωματώνουν και εκφράζουν τις αντιφάσεις, τις συμβολικές αξίες και τις πολιτικές διεκδικήσεις της εποχής μας. Έτσι λοιπόν, ανάμεσα στα πανό, τα πολύχρωμα κασκόλ, τα συνθήματα και τις πολιτικές αντιθέσεις που αναδύονται στα γήπεδα, η κοινωνική τους πραγματικότητα μοιάζει σαν ένας γρίφος που δεν χρειάζεται να λυθεί. Απλά είναι εκεί, περιμένοντας να ανακαλυφθεί ή να αγνοηθεί από όσους και όσες περπατούν στα πέρατα του.

Διαβάστε το άρθρο μας με τίτλο «‘It’s a magical weed’: an exploration of drug-themed chants in Greek football fandom» στο διεθνές επιστημονικό περιοδικό Sport in Society

*Δρ. Γιώργος Χατζηνάκος – Ανθρωπογεωγράφος, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας **Δρ. Κώστας Σκλιάμης – Ερευνητής, Εγκληματολόγος, Πολιτικός Επιστήμονας

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα