Τα παλιά μπαούλα
Ο Νίκος Βράντσης ανοίγει το σεντούκι την παιδικής του ηλικίας...
Του Νίκου Βράντση
Μια φορά και έναν καιρό, σε έναν κήπο απέραντo , ζούσε ένα μικρό παιδί. Την καθημερινότητά του την περνούσε μέσα στον τεράστιο κήπο με κρυφτό, κουτσό, με γέλια και τρεξίματα, με έρωτες και μπόμπιρες που τον συναγωνίζονταν στην ταχύτητα και τη δύναμη, με μέλισσες, σπουργίτια και σκίουρους, με κομμένες ολάνθιστες μαργαρίτες που τις πρόσφερε σε αγαπημένα πρόσωπα.
Όταν αποκαμωμένος από τα παιχνίδια σωριαζόταν στο ξύλινο τραπέζι της αυλής, είχε έναν παππού και μια γιαγιά, που τελειώναν τις δουλειές τους, αφήναν τα κομπολόγια τους στο τραπέζι, του έκοβαν καρπούζι και πεπόνι, μπισκότα με λουκούμια και μέλι, και του έλεγαν να κοιτάξει στον ουρανό. Και με το βλέμμα ψηλά, του λέγαν παραμύθια, για μάγισσες και νεράιδες, για φίδια και αλεπούδες, για αρκούδες και λύκους, βασιλιάδες και υπηκόους. Του αγόρασαν βιβλία, τον έμαθαν να αναγνωρίζει την ηλικία των δέντρων, να βάζει τον δίσκο σε παλιά jukebox. Τον τοποθετούσαν σε ένα ψηλό σκαμνάκι όταν ερχόντουσαν θειάδες και θείοι να μιλήσουν για τα σημαντικά, τα μεγαλίστικα. Μέχρι που το αγόρι μεγάλωσε και αυτό, έφυγε απ’ τον κήπο, οι επισκέψεις αραίωσαν και οι μνήμες άρχισαν να ξεθωριάζουν. Μα ευτυχώς δεν χάθηκαν ποτέ. Κρύφτηκαν και γελώντας όπως γελούσαμε κάποτε και εμείς, είπαν: «Θα επιστρέψουμε. Όσο πιο πίσω κρυφτούμε τόσο μεγαλύτερη φόρα θα έχουμε για να επιστρέψουμε με ορμή.» Και ήρθαν με τέτοια ορμή που μας πήραν και μας σήκωσαν.
Πρόσφατα ανακάλυψα πως είμαι πλούσιος. Ζάμπλουτος για την ακρίβεια. Κατέχω θησαυρούς αμύθητους, στολίδια και κοσμήματα ζηλευτά, που δεν θα αμφισβητούσε την αξία τους ούτε ο πιο αυστηρός χρυσοθήρας. Μέσα σε ένα μικρό αποθηκάκι, ανάμεσα σε μια αραχνιασμένη βιβλιοθήκη, παλιά μπαούλα και κλειστά ντουλάπια που είχαν να ανοίξουν χρόνια ολόκληρα, όπως μαρτυρούσε η σκόνη πάνω τους, ανακάλυψα πως έχω κάτι που σήμερα γίνεται όλο και πιο σπάνιο. Είχα…. μια ευτυχισμένη παιδική ηλικία. Μια παιδική ηλικία, γεμάτη από όσα θα έπρεπε να έχει ένα παιδί. Διδάγματα κρυμμένα σε ωραίες ιστορίες, πολύτιμες γραμμές σε κιτρινισμένες σελίδες, ξυλιές σε σκανδαλιές, jukebox, παλιά βινίλια και κασέτες, μουσικές, ταινίες σε βίντεο, μυρωδιές, παράξενες πρώτες εμπειρίες συνοδευόμενες από την μεγαλοπρέπεια που έπρεπε να τις συνοδεύει, συμβουλές και γνώση νέων πραγμάτων από έναν μυθικό παππού, και μια φωνή να φωνάζει με δύναμη που έφθανε στα πέρατα του χιονισμένου Βερμίου, απεγνωσμένα «ΝΙΚΟΟΟΟΟΟ», γιατί δε με έβρισκε και νόμιζε πως χάθηκα, ενώ εγώ είχα κρυφτεί στην κουφάλα ενός πλατάνου που τώρα πια έχει κοπεί. Κάθε κόκκος σκόνης και μια ανάμνηση. Μια μουσική, μια μυρωδιά, μια γεύση, μια εικόνα, μια αίσθηση μαγική. Έχω μια παιδική ηλικία. Τι θησαυρός, τι τύχη!
Ανακαινίζουν το πατρικό μου, οι παππούδες. Το μέρος που μου φαινόταν απέραντο, που όριό του ήταν η πέτρα που τέλειωνε ο αντίλαλος της κραυγής «Νίκοοοο». Δεν είχαμε όρια, γι’ αυτό και ξέραμε που να σταματήσουμε. Το μέρος που πέρασα τις ομορφότερες στιγμές με τους πιο αγαπημένους μου ανθρώπους. Τι είναι αυτό; Ένα άλμπουμ με ασπρόμαυρες φωτογραφίες, που απαθανάτιζαν στιγμές. Πόσο μου αρέσουν οι φωτογραφίες. Ακριβώς γι’ αυτή τους την ιδιότητα να από- θανατίζουν. Να νικούν τον θάνατο και να σου δίνουν την δυνατότητα να θυμάσαι τα πρόσωπα ακμαία, γελαστά, στις καλύτερες στιγμές τους.
Βαπτίσεις, γάμοι, γλέντια, χαρές, απλές στιγμές. Άλλοι χαθήκανε. Όχι γιατί πέθαναν μα γιατί σταματήσαμε να μιλάμε γι’ αυτούς. Σαν τα έπιπλα του σπιτιού, που θεωρούμε την παρουσία τους στον χώρο τόσο δεδομένη ώστε να την αγνοούμε μέχρι να δούμε τον χώρο χωρίς αυτά. Μόνο που με τα πρόσωπα συμβαίνει το αντίθετο. Τους αγνοούσαμε λόγω της απουσίας τους στον χώρο, την οποία συνηθίσαμε και αποδεχθήκαμε για να μη ξύσουμε πληγές. Μέχρι που η παρουσία τους μέσα από μια ασπρόμαυρη φωτογραφία σου θυμίζει κάτι που δεν ξέχασες ποτέ. Και τα δάκρυα, που έπρεπε σταδιακά να ρίχνουμε στην θύμησή τους, ξεσπάνε ποτάμια με λυγμούς.
Άλλοι μεγάλωσαν. Βάθυναν οι χαρακιές του γήρατος, που σκάβει αδιάλειπτα ο χρόνος στα πρόσωπα, για να φτιάξει τον χάρτη του. Τους κοιτάς πως άλλαξαν, πώς άλλαξες και εσύ. Και χαίρεσαι. Χαίρεσαι που δεν πέρασε ποτέ τόσος καιρός να τους δεις, ώστε να πεις «Πόσο άλλαξες;». Γιατί η αλλαγή έγινε ανεπαίσθητα όσο εσύ ήσουν παρών. Και διαπιστώνεις το άλμα του χρόνου όταν ανοίγεις τα παλιά άλμπουμ και τα παλιά μπαούλα.
Τακ, τακ έκαναν τα βήματα της γιαγιάς στον επάνω όροφο. Ο παππούς μου κάτω είχε κλείσει τα μάτια. Έπαιζε το κομπολόι. Τον ένοιαζε περισσότερο το δικό του τακ τακ, που το αισθανόταν απ’ το τράνταγμα. Η ακοή του έχει φθύσει. Τακτοποιούσε τα πράγματα στα μπαούλα η μπάμπο όταν ανέβηκα. Μια παλιά βιβλιοθήκη στο βάθος, ολόγυρα τα σκονισμένα έπιπλα, οι παλιές συσκευές – που κάποτε ήταν ότι πιο νέο,- και τα παλιά μπαούλα. Κατέβηκε κάτω και με άφησε μόνο στο δωμάτιο. Και εγώ άρχισα να σκαλίζω τα αντικείμενα και μαζί να ανασκαλίζω τις εικόνες του μυαλού μου.
Η σειρά των βιβλίων « Οι πέντε φίλοι», που τόσο αγάπησα, τα αμέτρητα παιδικά βιβλία με το παλιό σήμα των εκδόσεων του Πατάκη, και εκεί κάπου το αγαπημένο μου βιβλίο «Κυνηγός Αινιγμάτων» της Μαρί – Οντ Μυράιγ. Το πήρα, άνοιξα το φως και το διάβασα ξανά. Είδα να περνά από μπροστά μου το dejavu της πρώτης ανάγνωσης. Το έκλεισα. «Ο μικρός πρίγκιπας», «Ιστορίες του Ρήνου» του Ουγκώ, παλιά περιοδικά και εφημερίδες. Τα «αριστερά» βιβλία της μητέρας μου. Εγκυκλοπαίδειες. Μια εικονογραφημένη έκδοση των « Αθλίων», που εδώ και καιρό έψαχνε ο παππούς μου, γιατί του την είχαν κάνει δώρο, τότε όταν ήταν νέος, κάποιοι δικοί του.
Βρήκα μερικά παλιά βινίλια. Επιτυχίες του Ζαμπέττα. Βρήκα αμέτρητα 45άρια δισκάκια. Ρεμπέτικα, λαϊκά. Στέλιο, Στράτο, Χατζιδάκη. Βρήκα τον παλιό μου τον αρκούδο, και το ποδήλατο με τις βοηθητικές μου ρόδες. Είδα μπροστά μου τον κομμένο πλάτανο της αυλής να στέκεται θεόρατος και να μας προστατεύει με το πυκνό του φύλλωμα από τον ήλιο. Είδα ένα δάσος, που κάποτε φάνταζε απέραντο όταν το διέσχιζα με τον μικρό ποδηλατάκι μου. Είδα τις πληγές στα γόνατά μου όταν έπεσα για πρώτη φορά, επειδή μου έβγαλαν τις βοηθητικές τις ρόδες. Είδα την αδερφή μου να στέκεται μπροστά από το πιάνο και να χαμογελά για να φανεί το άνοιγμα στα μπροστινά της δόντια. Μύρισα την βαριά μυρωδιά της φυτίνης που έλιωνε για να τσιγαριστούν τα κρεμμυδάκια. Είδα τη γιαγιά μου να γυρνά το κεφάλι της και να μου γελά, ενώ ξάπλωνα στο γεμάτο μαργαρίτες κήπο, που μαδούσα για να δω αν μ’ αγαπάει η κοπελιά.
«10 χρονών σκατό και ασχολείσαι με έρωτες. Και αν δε σ’ αγαπάει, αυτή θα χάσει. Άντε έλα να φας». Είδα τα άλμπουμ. Τον προπάππου μου, να με κοιτά με το ‘να μάτι το καλό, γιατί το άλλο είχε χαλάσει από καιρό. Την προγιαγιά μου με το τσεμπέρι και τις χαρακιές να πλένει σε μια σκάφη. Είδα τον παππού μου να μου ξομολογείται παιδικές περιπέτειες και χαμένα όνειρα. Να μου μαθαίνει πώς να δένω μια γραβάτα όταν θα μεγαλώσω…
Είδα πολλά. Τους μύθους που πίστευα παιδί. Αυτούς που κάποτε απομυθοποίησα, απομάγευσα. Και τώρα η μαγεία τους ξαναχτυπά την πόρτα του μυαλού μου. Έκλεισα την πόρτα και κλείδωσα. Έμεινε η γλυκόπικρη γεύση και η ευγνωμοσύνη για τους ανθρώπους που μου χάρισαν αυτόν τον πλούτο. Κατέβηκα κάτω, κρατώντας ένα βινίλιο, ένα βιβλίο και ένα ραδιόφωνο. Το βιβλίο ήταν «Οι άθλιοι» του Ουγκώ, το βινίλιο «Οι επιτυχίες του Ζαμπέτα».