Τα (πάνω-κάτω) θεατρικά της πόλης το 2017

Μια ακτινογραφία εφ' όλης της ύλης στη θεατρική χρονιά της Θεσσαλονίκης που τελειώνει.

Σάββας Πατσαλίδης
τα-πάνω-κάτω-θεατρικά-της-πόλης-το-2017-271890
Σάββας Πατσαλίδης

Να πω εξαρχής ότι δεν είδα όλες τις φετινές παραγωγές που παρουσιάστηκαν στις θεατρικές σκηνές της πόλης. Ήταν εκ των πραγμάτων αδύνατο. Είδα όμως τις περισσότερες. Περίπου ένα 80%. Και με βάση αυτό το ποσοστό πορεύτηκα. Αν έπεσα έξω στη γενική αποτίμηση, ο χρόνος θα δείξει. Μέχρι τότε, ας δούμε πώς διαμορφώθηκε η χρονιά που πέρασε αρχίζοντας με κάποια ποσοτικά στοιχεία και κάποιες αναπόφευκτες συγκρίσεις.

Τοπίο στην ομίχλη

Ενώ στην Αθήνα κάθε μέρα ανοίγει και κάποιος θεατρικός χώρος στη Θεσσαλονίκη αντιθέτως κλείνουν χώροι. Ενώ στην Αθήνα η θεατρική ζωή απλώνεται σε μια τεράστια και πληθυσμιακά ετερόκλητη έκταση στη Θεσσαλονίκη συγκεντρώνεται σε δυο-τρία όλο κι όλο οικοδομικά τετράγωνα στο ομοιόμορφο κέντρο. Ενώ στην Αθήνα ο όγκος των παραγωγών ανεβαίνει στη Θεσσαλονίκη πέφτει. Ενώ στην Αθήνα διαμορφώνονται συνεχώς θεατρικές γειτονιές, πραγματοποιούνται συνάξεις και ζυμώσεις, στη Θεσσαλονίκη κυριαρχεί η απόλυτη απομόνωση. Όλοι πορευόμαστε χωρίς συνεργασίες, χωρίς αλληλοκάλυψη, χωρίς γνώση ο ένας για το θέατρο του άλλου..

Θα μου πείτε τα ίδια είχαμε και πέρυσι. Και πρόπερσι. Ναι, απλά συνεχίζει να γίνεται ολοένα και πιο γκρίζο το τοπίο, πιο ομιχλώδες και συνεπώς πιο ανησυχητικό, υπό την έννοια ότι σε μια εποχή που επιβάλλει συνεργασίες, δεν μπορεί να αποτελούμε την εξαίρεση. Άλλωστε μας το λέει και η οθόνη του υπολογιστή μας μόλις τον ανοίξουμε: connect.  Ό,τι είναι dis-connected πεθαίνει.

Βγάζω εκτός κάδρου, όπως κάνω πάντα, το ΚΘΒΕ, γιατί απλούστατα είναι ένας θεσμός από μόνος του, ένας θεσμός με άλλο προϋπολογισμό, άλλη δυναμική, άλλο ρόλο και άλλη αποστολή. Δεν μπορεί να συγκριθεί με τα υπόλοιπα σχήματα, όλα παρασάγγας μικρότερα άρα και πιο ευάλωτα στις αλλαγές των καιρών και των καταστάσεων.

Το ΚΘΒΕ, όπως και όλα τα ανά τον κόσμο κρατικά θέατρα, θα συνεχίσει να παράγει έργο ποικίλο όπως άλλωστε προνοεί και το καταστατικό της δημιουργίας του, έργο άλλοτε καλό κι άλλοτε όχι, όπως πάντα και όπως όλα τα κρατικά θέατρα σε όλο τον κόσμο. Υπ’ αυτήν την έννοια, δεν μ’ ανησυχεί.

Εκείνο που μ’ ανησυχεί, και πρέπει να μας ανησυχεί όλους (και το ΚΘΒΕ), είναι η σταδιακή ερήμωση του γενικότερου θεατρικού τοπίου της πόλης, δηλαδή η δεξαμενή από όπου θα αντλήσει ταλέντα, εφόσον χρειαστεί, και το ΚΘΒΕ (και όχι μόνο).

Με ανησυχεί το γεγονός ότι  ο χώρος εκείνος ο οποίος από τη φύση του προκαλεί ή επιβάλλει συγκρίσεις, δηλαδή,  πυροδοτεί τον  καλώς εννοούμενο ποιοτικό ανταγωνισμό, πνέει τα λοίσθια.

Δεν συμφέρει σε  κανένα (κρατικό ή μη) θέατρο να παίζει μπάλα μόνο του. Χρειάζεται και το «αντίπαλο δέος», όπως ήταν κάποτε (και το υπογραμμίζω αυτό με απόλυτα θετικό πρόσημο) για πολλά χρόνια η Πειραματική Σκηνή και πιο πρόσφατα το Βlack Box.

Black Bοx

Ειδικά για το Black Box, αν και σύντομη η παρουσία του στα θεατρικά πράγματα της πόλης, πρόλαβε και άφησε το αποτύπωμά του. Πέρα από  ένας εξαιρετικός θεατρικός χώρος (ο καλύτερος που είχε ποτέ η πόλη), προσέφερε για πρώτη φορά στους νέους ένα σημείο αναφοράς. Ήταν το στέκι τους. Ήξεραν ότι εκεί θα δουν κάτι που δεν θα έβλεπαν στις άλλες σκηνές της πόλης.

Το κλείσιμό του άφησε ένα τεράστιο κενό, που μέχρι στιγμής τουλάχιστον δεν αναπληρώθηκε από κανένα άλλο θέατρο, ούτε από το Αυλαία, το οποίο κάτω από τη διεύθυνση του ίδιου επιχειρηματία, είχε λειτουργήσει και αυτό για κάποια χρόνια ως χώρος φιλοξενίας ποιοτικών παραστάσεων. Κι όμως, όπως και να το δει κανείς, είναι επιτακτική ανάγκη να βρεθεί αυτός ο χώρος. Ένας χώρος ζυμώσεων, τριβών, αντιπροτάσεων. Το θέμα είναι ποιος τολμηρός θα επενδύσει σε μια πόλη όπου σπανίζουν οι επενδυτές;

Το Αριστοτέλειο

Όσο για τις μεγάλες πρώην κινηματογραφικές αίθουσες, έκαναν μέσα στο 2017 αυτό που κάνουν πάντα: πόνταραν στο μεγάλο θέαμα από την Αθήνα. Και από ό,τι έδειξε η προσέλευση του κόσμου, το Αριστοτέλειο βγήκε μακράν πρώτο με τον «Ριχάρδο ΙΙ» να αποδεικνύεται λίρα εκατό. Όπως λίγες εβδομάδες πιο πριν είχε αποδειχτεί και το «παιχνιδιάρικο» ντουέτο των Παπαδημητρίου/Χρυσοστόμου στο «Πέτρες στις τσέπες του» και πριν από αυτούς ο «Θεός της σφαγής», μια παράσταση πολλών ποιοτικών αστεριών, παιγμένη με οίστρο από μια ομάδα εξαιρετικών ηθοποιών (σε σκην. Μαρκουλάκη).

Γενικά το Αριστοτέλειο φαίνεται να έχει ξεκαθαρίσει τι θέλει να κάνει και πού στοχεύει. Κι αν κρίνει κανείς από τις δώδεκα (εάν δεν με απατά η μνήμη μου —μιλώ για την κεντρική σκηνή) συνολικές παραγωγές που φιλοξένησε μέσα στο 2017, δεν πάει άσχημα. Και νομίζω πως θα πήγαινε ακόμη καλύτερα στον χώρο του ποιοτικού εμπορικού θεάτρου  εάν απέκλειε  από το ρεπερτόριό του κάποιες παραστάσεις που φωνάζουν από μακριά τι είναι, τι ποιότητα έχουν και πού στοχεύουν.

Φυγή ηθοποιών: η μόνιμη πληγή

Και φέτος, όπως κάθε χρόνο, είχαμε την κάθοδο των μυρίων (ηθοποιών) στην Αθήνα. Και όσοι έμειναν το 2017 στην πόλη δεν έμειναν με πρόθεση να δημιουργήσουν κάτι πιο μόνιμο (και μιλώ για τους περισσότερους) αλλά γιατί τους προέκυψε κάποιος ρόλος είτε στο ΚΘΒΕ, ο βασικός εργοδότης, είτε στο «Νέο Θέατρο» του Χαλκιά, που χρόνια τώρα δίνει χώρο να δοκιμαστούν πολλοί πτυχιούχοι δραματικών σχολών, κάτω από καλές εργασιακές συνθήκες.

Είτε έτσι είτε αλλιώς, το «όπου φύγει φύγει» ήταν και παραμένει τρόπος ζωής, κάτι σαν modus vivendi, για τους πτυχιούχους ηθοποιούς της πόλης, κάτι σαν αναγκαιότητα κι όχι επιλογή. Όλοι νομίζουν ότι η Αθήνα είναι το ελιξίριο. Δε λέω, είναι η πρωτεύουσα, προσφέρει σαφώς περισσότερες ευκαιρίες, όμως πόσα από αυτά τα νέα παιδιά κάθισαν στη Θεσσαλονίκη αρκετά ώστε να δοκιμάσουν και τις ευκαιρίες που προσφέρει αυτή η πόλη;

Ή να το θέσω διαφορετικά: πόσα από αυτά τα παιδιά διερωτήθηκαν ότι ο τολμηρός καλλιτέχνης δεν περιμένει τις ευκαιρίες, αλλά τις δημιουργεί; Πόσα από αυτά τα παιδιά που θέλουν να υπηρετήσουν το θέατρο διερωτήθηκαν ότι αυτό απαιτεί γενναίες δόσεις ρομαντισμού και τρέλας;

Όσοι επικαλούνται την καραμέλα της κρίσης, ας την αφήσουν κατά μέρος. Το θέατρο ήταν και θα είναι πάντα σε κατάσταση κρίσης. Αλλού είναι το πρόβλημα. Στο γεγονός ότι το θέατρο δεν είναι πια  ο χώρος επικίνδυνων αποστολών. Έχει ενταχθεί και αυτό στη λογική του lifestyle και των αναλώσιμων αγαθών, και περίπου αυτά ορίζουν και τον τρόπο που το αντιμετωπίζουν οι νέοι. Και ιδού το αποτέλεσμα: όλα θυσιάζονται στον βωμό της ταχύτητας, της ευπώλητης παραγωγής, της φασόν αισθητικής. Πού χρόνος για εργαστηριακή δουλειά! Πού χρόνος για μαθητεία!

Γνωστά όλα αυτά. Τα επαναφέρω γιατί η ίδια η πραγματικότητα δυστυχώς επαναλαμβάνει χωρίς να κουράζεται τον εαυτό της. Αρκετά, όμως. Ας μιλήσουμε λίγο και επί του πρακτέου. Για τις επαγγελματικές παραστάσεις που φιλοξένησε το 2017 στις διάφορες σκηνές της πόλης, αρχίζοντας με τη θεατρική μας ναυαρχίδα, το ΚΘΒΕ.

Επί τον τύπον των ήλων: ΚΘΒΕ

Το ΚΘΒΕ μπήκε φουριόζο στο 2017, διατηρώντας το momentum της καλής περσινής χρονιάς με κάποιες παραστάσεις που δικαίωσαν την επιλογή της  επανάληψής τους (όπως το «Γκιακ» , «Επτά επί Θήβας» και «Φέστεν»). Αντιθέτως, τα «Ανεμοδαρμένα ύψη» δεν άντεξαν. Ό,τι ήταν να φέρουν από κόσμο το έφεραν στον πρώτο γύρο (πέρυσι). Με τη νέα σεζόν  παρέδωσαν.

Σε αντίθεση με τους «Επτά επί Θήβας»,  που κέρδισε και πέρυσι και φέτος τον κόσμο, η πρώτη παραγωγή για το 2017-18 του Κρατικού, με την υπογραφή του ίδιου σκηνοθέτη (Γκραουζίνις), η «Ρώσικη Επανάσταση» στο Βασιλικό θέατρο –που διόλου συμπτωματικά έκανε πρεμιέρα τον μήνα Οκτώβριο–, δεν πέρασε στην πλατεία, αν και εκτιμώ πως της άξιζε μια κάπως καλύτερη υποδοχή, δεν λέω θερμή αλλά τουλάχιστον κατά τι πιο θετική. Και το λέω αυτό γιατί στο σύνολό της είχε κάποιο ενδιαφέρον, είχε ρίσκο (με δεδομένο τον επικό χαρακτήρα του ιστορικού συμβάντος), είχε ορισμένες καλές εικόνες (με κορυφαία την εναρκτήρια), είχε ευδιάκριτη την αισθητική του Λιθουανού σκηνοθέτη, δεν είχε όμως, και της κόστισε πολύ αυτό, έναν ισχυρό και δραματουργικά καθαρό και καλοδουλεμένο άξονα ικανό να κρατήσει τα δρώμενα σε μια τροχιά που να κατεβάζει το νόημα και τη θερμοκρασία τους στην πλατεία. Χωρίς αυτό το ρυθμιστικό και άκρως αναγκαίο κέντρο, τα δρώμενα έδειχναν να κινούνται χωρίς πλοηγό και χωρίς ξεκάθαρο στόχο. Και αυτό εκτιμώ πως μπέρδεψε. Δεν δημιούργησε ευεργετικά κανάλια επικοινωνίας.

Το «Δηλητήριο» της Λοτ Φέικεμανς, με το οποίο εγκαινίασε το 2017 το ΚΘΒΕ, έργο πολύ «βόρειο» για βαλκάνια γούστα, αποδείχτηκε τελικά δυνατό χαρτί χάρη στις γεμάτες ερμηνείες των ηθοποιών Μαρία Τσιμά και Ταξιάρχη Χάνου, υπό τη σκηνοθετική καθοδήγηση του Γιάννη Μόσχου.

Η Στέλλα Μιχαηλίδου, μετά την «Οικογένεια Νώε» που σκηνοθέτησε για λογαριασμό της Παιδικής Σκηνής του ΚΘΒΕ το 2016, συνέχισε με επιτυχία τη συνεργασία της, αυτή τη φορά για λογαριασμό της Νεανικής Σκηνής, με το σκληρό έργο του Ράινερ Χάχφελντ  «Σε μένα μιλάς;» (Μονή Λαζαριστών). Έργο επίκαιρο, το οποίο αγγίζει, χωρίς να ωραιοποιεί και να χρυσώνει το χάπι, θέματα που πολλοί έχουμε την τάση να κρύβουμε κάτω από το χαλί και να νομίζουμε ότι δεν υπάρχουν.

Η ίδια σκηνή (Μονή Λαζαριστών) συνέχισε να συγκεντρώνει και φέτος κόσμο (όπως πέτυχε και με το «Τρίτο Στεφάνι» του Ταχτσή που προηγήθηκε), αυτή τη φορά με την καμπανελλική «Αυλή των θαυμάτων», σκηνοθετημένη για όλη την οικογένεια από έναν έμπειρο μάστορα του είδους, τον Κώστα Τσιάνο.

Από τις έξι συνολικά μετακλήσεις του ΚΘΒΕ που είδαμε μέσα στο 2017, η «Φιλιώ Χαϊδεμένου» (Μονή Λαζαριστών), με τη σφραγίδα της μπαρουτοκαπνισμένης  Δέσποινας Μπεμπεδέλη, ήταν μακράν η καλύτερη.

Σε λίγες μέρες αναμένονται τρεις νέες πρεμιέρες «Όσα η καρδιά μου στην καταιγίδα» (Άκης Δήμου), «Ντα» (Λέοναρντ Χιου), και «Τα πικρά δάκρυα της φον Καντ» (Φασμπίντερ), και τα τρία με σκηνοθέτες της νέας γενιάς (Δ. Παπαδόπουλος, Μ. Δεληνικόπουλος, Χ. Πεχλιβανίδης/Κ. Βασιλειάδου). Περιμένουμε γεμάτοι περιέργεια.

Εκτός ΚΘΒΕ

Όσο για τα λοιπά. Στο θέατρο «Τ» είδα ένα καλοπαιγμένο (Σταμούλη/Ναζίρης), αλλά σκηνοθετικά μάλλον προβλέψιμο «Τέλος του παιχνιδιού». Στο ίδιο θέατρο είδα ακόμη το γνωστό έργο της Μπραιόνι Λέιβερι «Στον πάγο» (συνεργασία του θεάτρου «Τ» με το ΔΗΠΕΘΕ Κοζάνης), έργο με μπόλικο ψαχνό, ευαισθησία και σύγχρονη αισθητική, το οποίο, αν και δεν παρουσίασε κραυγαλέα σκηνικά προβλήματα, δεν είχε να προτείνει κάτι που να το φέρει πιο κοντά μας. Η έμπειρη Ελένη Δημοπούλου υπερασπίστηκε τον ρόλο, αλλά όχι σε τέτοιο βαθμό ώστε  να μας κάνει να νιώσουμε τις διακυμάνσεις της ψυχικής κατάστασης αυτής της μάνας που έχασε το παιδί της. Αλλά και ο Δημήτρης Ναζίρης, ένας ηθοποιός δοκιμασμένος και επικοινωνιακός, εδώ μου φάνηκε σαν να μην είχε τον ρόλο, σαν να μην τον πολυπίστευε.

Στο θέατρο «Αυλαία» είδα το  «Σπιρτόκουτο» του Γιάννη Οικονομίδη, μια καλή στιγμή για το θέατρο της πόλης, χωρίς και πάλι να απογειώνει. Ο Στάθης Μαυρόπουλος το σκηνοθέτησε για λογαριασμό της ομάδας Γκραν Γκινιόλ, έχοντας ίσως και το «Στέλλα κοιμήσου» στο μυαλό του. Ευτύχησε να έχει ηθοποιούς που πίστεψαν στο όλο εγχείρημα  και μόχθησαν για το καλύτερο. Και αυτό εκτιμήθηκε από την πλατεία.

Ο πολυσυζητημένος «Ριχάρδος ΙΙ» (Αριστοτέλειο), σε σκηνοθεσία Έφη Μπίρμπα, με πρωταγωνιστή τον καλό ηθοποιό Άρη Σερβετάλη, δεν μπόρεσε να ξεφύγει από τον σαγηνευτικό  εναγκαλισμό των εικόνων, με αποτέλεσμα να ενταφιαστεί το νόημά του και μαζί η ποίησή του. Μια σκηνοθεσία πνιγμένη στο λάκκο του ναρκισσισμού. Ναι, χειροκροτήθηκε. Απλά δεν κατάλαβα γιατί.

Η «Κυρά  της Ρω» του Γιάννη Σκαραγκά (στο παροπλισμένο πια θέατρο Εγνατία), μονόλογος εμπνευσμένος από τη ζωή της Δέσποινας Αχλαδιώτη από το Καστελλόριζο, με τη Φωτεινή Μπαξεβάνη στο ρόλο και σε σκηνοθεσία Κατερίνα Μπερδέκα, ούτε κρύο ούτε ζέστη. Αδιάφορο εγχείρημα.

Είδα επίσης και μια παράσταση που ναι μεν είχε τα προβλήματά της, όμως είχε άποψη και πάλεψε να την υποστηρίξει. Αναφέρομαι στο εντελώς τρελό έργο του Φερνάντο Αραμπάλ, «Φάντο και Λις», με το οποίο επτά νέοι άνθρωποι (πέντε ηθοποιοί, ένας σκηνοθέτης και ένας μουσικός), επέλεξαν να μας συστηθούν στο θέατρο Vis Motrix. Θέαμα γοητευτικό, ριψοκίνδυνο και σε πολλά σημεία συγκινητικό. Εάν δεν ήταν κατά τόπους φλύαρο, με περιττά αισθητικά λιλιά που τραβούσαν τα γκέμια του ρυθμού, εάν υπήρχε μια πιο ευφάνταστη σε ορισμένα σημεία διαχείριση της δυναμικής του σωματικού θεάτρου και της περφόρμανς, η παράσταση θα ήταν ακόμη καλύτερη Σε κάθε περίπτωση, μου άρεσε αρκετά και σαφώς την τοποθετώ στις καλές στιγμές της πρόσφατης θεατρικής μας ζωής. Εξ ου και το κάπως εκτενέστερο σχόλιο.

Διεθνή φεστιβάλ

Φέτος είχαμε δύο διεθνή Φεστιβάλ στην πόλη, ένα τον Ιούλιο από το ΚΘΒΕ (για πρώτη φορά σε διεθνή εκδοχή το Φεστιβάλ Δάσους μέσω του προγράμματος ΕΣΠΑ, που θα συνεχιστεί και φέτος) και το σταθερό εδώ και 52 χρόνια Φεστιβάλ των Δημητρίων (τον Οκτώβριο).

Πριν προχωρήσω όμως σε οποιοδήποτε σχόλιο να ξεκαθαρίσω το εξής: επειδή εμπλέκομαι και στα δύο φεστιβάλ, έχοντας το βάρος των θεατρικών τους επιλογών (αποκλειστικά για τα Δημήτρια και σε ένα μεγάλο βαθμό για το Φεστιβάλ Δάσους), δεν θα κάνω κριτική των παραστάσεων γιατί είναι σαν να ευλογώ τα γένια μου. Απλά θα πω το αυτονόητο: για να τις προτείνω (ή για να συμφωνήσω στις προτάσεις των άλλων μελών της επιτροπής) σημαίνει ότι μου άρεσαν, διαφορετικά δεν θα τις πρότεινα ή δεν θα συμφωνούσα. Οπότε θα περιοριστώ εδώ σε κάποια πολύ σύντομα σχόλια για να βάλω και αυτές τις παραστάσεις μέσα στο κάδρο της θεατρικής ζωής της πόλης τη χρονιά που μας πέρασε.

Μου άρεσαν αυτές οι παραστάσεις γιατί η καθεμιά είχε κάτι το ιδιαίτερο να προσφέρει. Εκείνο που πιστεύω πως είναι ο ρόλος ενός διεθνούς φεστιβάλ είναι να δώσει την ευκαιρία στον κόσμο να δει πράγματα που διαφορετικά δεν θα έβλεπε, πράγματα που διευρύνουν με τις προτάσεις τους τον θεατρικό του ορίζοντά. Και νομίζω πως αυτά που είδε σε ένα βαθμό το πέτυχαν.

Για πρώτη φορά λχ υποδεχτήκαμε στην Ελλάδα κανονική παράσταση από το Ιράν. Για πρώτη φορά έπαιξε επαγγελματικός θίασος από την Ιρλανδία στη Θεσσαλονίκη, και μάλιστα ο καλύτερος αυτή τη στιγμή θίασος της χώρας, με μια παράσταση, κατά τη γνώμη μου, κατευθείαν για ανθολόγιο: το LIPPY.  Για πρώτη φορά ήρθε στην Ελλάδα το συγκεκριμένο είδος κινεζικής όπερας που φιλοξενήθηκε στα Σφαγεία, κλείνοντας και το Φεστιβάλ των Δημητρίων. Για πρώτη φορά ήρθε στην Ελλάδα το βουλγάρικο πειραματικό σχήμα Sfumato, με μια εξαιρετικής αισθητικής πρόταση εμπνευσμένη από τα έργα του Γκόγκολ.

Όπως εξαιρετικής, υψηλότατης αισθητικής ήταν και οι δύο παραστάσεις που φιλοξένησε το ΚΘΒΕ στο δικό του Φεστιβάλ Δάσους, από το σπουδαίο πολωνικό σχήμα ZAR («Armine», «Μήδεια»), καθώς και το σλοβένικο σχήμα  Τσέλιε («Ρόουζ Μπερντ»), ενώ τα πιο σύντομα «Plastic Heroes» του Ariel Doron (Ισραήλ) και «Αllegro ma non troppo» (Ζero en conducta theatro, Ισπανία), διόλου δεν πέρασαν απαρατήρητα, κυρίως  από τους νέους που τα καταχειροκρότησαν.

Ως κορυφαία στιγμή και των δυο φεστιβάλ ξεχωρίζω την παράσταση «Moeder», από τη βελγική ομάδα Peeping Tom, η οποία είχε και τη μεγαλύτερη προσέλευση θεατών (γέμισε ασφυκτικά τη κεντρική αίθουσα του Μεγάρου Μουσικής και τα θεωρεία).

Από τις ελληνικές παραστάσεις που συμμετείχαν στα δύο φεστιβάλ το «Στέλλα κοιμήσου» (ΕΜΣ) εισέπραξε το πιο παρατεταμένο χειροκρότημα, ενώ η «Θεία Κωμωδία» (ΕΜΣ) των Vasistas δίχασε. Το παράπονο του κόσμου ήταν ότι δεν κατέβηκε πολύ καθαρά ο λόγος στην πλατεία. Όπως δίχασε, πιο πολύ  σε επίπεδο δομής κειμένου, και η παράσταση «Το γελοίο σκότος» (Άνετον) από την πειραματική σκηνή του Εθνικού. Στο Άνετον φιλοξενήθηκε επίσης και «Ο Γλάρος…αυτό ήθελα να πω», η χειροποίητη παράσταση της ομάδας HashArt, η οποία και γοήτευσε.

Ανοικτή σκηνή

Τη χρονιά που μας πέρασε συνεχίστηκε και το  Φεστιβάλ της Ανοικτής Σκηνής (το έκτο στη σειρά), το οποίο  συγκεντρώνει τις θεατρικές φωνές της πόλης, με στόχο την προβολή τους. Το ανησυχητικό είναι ότι, παρ’ όλες τις φιλότιμες και επίμονες προσπάθειες και του Δήμου και της καλλιτεχνικής επιτροπής,  και παρ’ όλο που συχνά παρουσιάζονται συμπαθητικές δουλειές, όπως φέτος το «S(h)ame» (Ars Moriendi), ο «Ανθυπολοχαγός Γκούστλ» (ομάδα α’ όπως και β’) και το «Γελώντας άγρια» (Push your Company), το φεστιβάλ εξακολουθεί να συγκεντρώνει  κόσμο αποκλειστικά από το στενό κύκλο του εκάστοτε εμπλεκόμενου σχήματος. Δεν έχει ακόμη πετύχει να τραβήξει το ενδιαφέρον του ευρύτερου κοινού, Και είναι κρίμα, γιατί είναι ένας θεσμός πάρα πολύ σημαντικός, αφού εκεί φαίνεται τι μπορούν να κάνουν οι δικοί μας καλλιτέχνες. Είναι το δικό τους βήμα.

Πάντως, εάν κρίνουμε από όλη αυτή την πορεία των έξι χρόνων, εκείνο που συμπεραίνει κανείς είναι ότι οι περισσότεροι θίασοι (οι εξαιρέσεις πάντα υπάρχουν) δείχνουν να μην έχουν μια καθαρή εικόνα του τι θέλουν ή τι μπορούν να κάνουν. Διστάζουν να πάρουν κάποια ρίσκα παραπάνω, να ανανεώσουν την αισθητική τους φαρέτρα και τις απόψεις τους για το σύγχρονο θέατρο. Καιρός να το τολμήσουν.

Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων της Ανοικτής Σκηνής μέσα στο 2017 διοργανώθηκαν τρεις παράλληλες δράσεις που συγκέντρωσαν αρκετό κόσμο, η μία που αφορούσε τη θεατρική γραφή σήμερα, η άλλη τη σκηνογραφία και η άλλη την κριτική (η τελευταία σε συνεργασία με την Ελληνική Ένωση Κριτικών Θεάτρου και Παραστατικών Τεχνών).

Θέατρο Κήπου

Όσο για το Θέατρο Κήπου έκανε αυτό που κάνει πάντα: φιλοξενία παραστάσεων για όλα τα γούστα. Και παραστάσεις κάπως πιο απαιτητικές και καθόλου απαιτητικές. Και ποιοτικές και άκρως εμπορικές. Κάποιες παραστάσεις έπαιξαν μπροστά σε ελάχιστο κόσμο και κάποιες  μπροστά σε εκατοντάδες, όπως η «Ιφιγένεια εν Αυλίδι», με πρωταγωνιστή (και σκηνοθέτη μαζί με τον Μ. Δούνια) τον Αιμίλιο Χειλάκη, ο οποίος έχει πια αφοσιωθεί, και καλά κάνει, στα μεγάλα κείμενα. Η παράσταση λιτή, λίγο μοντέρνα και λίγο παραδοσιακή, δεν άφησε κάτι πίσω της να θυμόμαστε αλλά ούτε και κάτι για να την αναθεματίζουμε. Η αίσθησή μου είναι ότι όσοι την είδαν μάλλον πέρασαν καλά (μέχρι που τους πλάκωσε η βροχή λίγο πριν από το τέλος). Η ξαφνική βροχή τάραξε στο φινάλε και το «Μόνο της ζωής του Ταξείδιον», που έφερε στο Θέατρο Κήπου ο Αβδελιώδης, έχοντας στον πρωταγωνιστικό ρόλο την ταλαντούχα Ιωάννα Παππά.

Φεστιβάλ «Μερκούρεια»

Αναφορικά με το Φεστιβάλ «Μερκούρεια», του Δήμου Συκεών, ένας θεσμός που παλαιότερα φιλοξενούσε ενδιαφέρουσες παραγωγές και γενικά τραβούσε κόσμο από όλη την πόλη, σήμερα δείχνει κουρασμένος. Λειτουργεί με μια φεστιβαλική φιλοσοφία  που θέλει φρεσκάρισμα και περισσότερα ανοίγματα. Η πόλη πάντως τον έχει απόλυτη ανάγκη. Όπως έχει ανάγκη κάθε φεστιβαλική πλατφόρμα.

Φέτος φιλοξένησε επτά παραγωγές, μία από τις οποίες ήταν η επιτυχία του ΚΘΒΕ «Δεν σε ξέχασα ποτέ», σε σκηνοθεσία Μιχάλη Σιώνα. Δυστυχώς δεν πρόλαβα να δω μια παράσταση εκεί που με ενδιέφερε, τον «Ζητιάνο» του Καρκαβίτσα από την Ομάδα ANIMA και το ΔΗΠΕΘΕ Ρούμελης.

Θέατρο Δάσους (και οι κλασικοί)

Στο θέατρο Δάσους  ο Σταμάτης Φασουλής και ο Γρηγόρης Βαλτινός, γνώστες του μεγάλου θεάματος για όλη την οικογένεια, γιόρτασαν το έτος Νίκου Καζαντζάκη με τον «Αλέξη Ζορμπά». Δύο και κάτι ώρες ευφρόσυνες στο κατακαλόκαιρο. Κάτι ήταν κι αυτό. Και μιας και μιλάμε για το Δάσος, δύο λόγια και για τις παραστάσεις κλασικών έργων που φιλοξενήθηκαν εκεί.

Η «Μήδεια»,  σε σκηνοθεσία Μαριάννας Κάλμπαρη (με τη Μαρία Ναυπλιώτου στον πρωταγωνιστικό ρόλο και Ιάσονα τον Χάρη Φραγκούλη), μια συμπαραγωγή του Θεάτρου Τέχνης και του ΔΗΠΕΘΕ Ιωαννίνων, χάθηκε στη σημειολογία της. Χωρίς ειρμό και στόχο, στροβιλίστηκε γύρω από τον εαυτό της και εξαφανίστηκε. Κρίμα γιατί είχε επιστρατεύσει πολλούς και άξιους ηθοποιούς που θα μπορούσαν και καλύτερα.

Ο Κώστας Καζάκος στον «Οιδίποδα επί Κολωνώ», σε  σκην. Σ. Τσακίρη, έπαιξε όπως τον έχουμε συνηθίσει να παίζει. Με πολλά ενδιαφέροντα στοιχεία η επιδαύρεια «Ειρήνη» του Κωνσταντίνου Αρβανιτάκη, ενώ η επίσης επιδαύρεια «Άλκηστη» της Κατερίνας Ευαγγελάτου θα μπορούσε και καλύτερα εάν πύκνωνε τις αμφισημίες της και τα σκοτεινά της κομμάτια (και τα δύο παραγωγές του Εθνικού).

Γενική παρατήρηση: Οι παραστάσεις των κλασικών κειμένων για άλλη μια φορά ήρθαν να επιβεβαιώσουν αυτό που συχνά λέμε: δεν είναι ανάγκη να ανεβάζουμε κλασικούς κάθε καλοκαίρι. Δεν έχουμε υπογράψει κάποιο συμβόλαιο. Ας τους αφήσουμε και λίγο στην ησυχία τους. Δεν χρειάζεται ντε και καλά μόλις πιάσουν οι ζέστες να τους ξεθάβουμε και να τους περιφέρουμε δεξιά και αριστερά. Δε λέω, βλέπουμε και καλές δουλειές, όμως ο χρόνος προβών είναι τόσο περιορισμένος που μόνο από σπόντα κάθεται κάτι επί της ουσίας καλό. Γι’ αυτό όσοι είναι αποφασισμένοι να ασχοληθούν μαζί τους, ας κοιτάξουν να κάνουν δουλειά εργαστηρίου πριν βγουν δημόσια. Δεν πειράζει, μπορούμε να ζήσουμε και 2-3 χρόνια χωρίς κλασικούς.

Συμπέρασμα: με αυτά και με κείνα περάσαμε άλλη μια θεατρική χρονιά όπως περίπου συνηθίσαμε. Με λίγα φωτεινά πάνω και πολλά αδιάφορα κάτω.

Υστερόγραφο: Highlights

  1. Αισθητά μειωμένος ο συνολικός όγκος παραγωγών (σε σχέση με τα τελευταία τρία χρόνια)
  2. Ελάχιστες αξιόλογες παραστάσεις από την Αθήνα (στα δάχτυλα του ενός χεριού)
  3. Οι εξαιρέσεις υπάρχουν, όμως ο κανόνας δείχνει έλλειψη φρέσκων και τολμηρών προτάσεων από τους νεότερους καλλιτέχνες που δραστηριοποιούνται στο ελεύθερο θέατρο της πόλης
  4. «Μία από τα ίδια» στις περισσότερες σκηνικές αναγνώσεις κλασικών έργων
  5. Συνεχιζόμενη φυγή των ηθοποιών και αποψίλωση εγχώριου δυναμικού
  6. Συνεχιζόμενη θεατρική απομόνωση. Disconnect σε μια εποχή όπου όλοι είναι connected
  7. Απουσία συνεργασιών είτε με αθηναϊκά σχήματα/φορείς είτε με σχήματα από τις όμορες χώρες
  8. Συνεχιζόμενη απουσία μεγάλων θεατρικών παραγωγών/επενδυτών
  9. Απουσία ενός θεάτρου του μεσαίου χώρου (ώστε να καλύψει το κενό της Πειραματικής Σκηνής)
  10. Απουσία ενός θεατρικού χώρου για τους νέους (ώστε να καλύψει το κενό του Black Box)
  11. Έλλειψη αξιόλογων (και τεχνολογικά άρτιων) σκηνικών χώρων (πλην εκείνων του ΚΘΒΕ)
  12. Ανάγκη στήριξης της Ανοικτής Σκηνής και των νέων θεατρικών φωνών από το ευρύ θεατρόφιλο κοινό
  13. Φεστιβάλ Δημητρίων και (φετινό) Διεθνές Φεστιβάλ Δάσους: σύνδεσμοι με τη διεθνή θεατρική αγορά
  14. LIPPY (Dead Center) και MOEDER (Peeping Tom): χωρίς ψεγάδι 
  15. «Στέλλα κοιμήσου»: θερμή υποδοχή, κατάμεστη ΕΜΣ
  16. «Το παιχνίδι της σφαγής» και ο «Ριχάρδος ΙΙ»: τα μεγάλα εισπρακτικά γεγονότα του ελεύθερου θεάτρου
  17. «Γκιακ» και «Φέστεν»: οι μεγάλες επιτυχίες του ΚΘΒΕ εντός και εκτός πόλης

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα