Τα παιδικά μου Xριστούγεννα (γιατί στην πραγματικότητα μόνον αυτά υπάρχουν)
Το σπίτι που μας μεγάλωσε και στοιχειώνει τις καλές ή κακές μας αναμνήσεις είναι το σπίτι των γονιών μας.
της Ελένης Χοντολίδου
αφιερωμένο στο ξαδελφομάνι
Τα Χριστούγεννα είναι εγγενώς μία προβληματική γιορτή. Όπως είναι προβληματικό και το «σπίτι μας» που φτιάχνουμε ως ενήλικες. Και τα δύο αφορούν στην παιδική μας ηλικία, την αληθινή και μοναδική –ίσως– γνήσια πατρίδα μας. Το σπίτι που μας μεγάλωσε και στοιχειώνει τις καλές ή κακές μας αναμνήσεις είναι το σπίτι των γονιών μας. Εκεί τα γενέθλια, εκεί οι γιορτές, εκεί οι πρώτοι σημαντικοί έρωτες, εκεί οι χαρές και οι λύπες. Εκεί και τα Χριστούγεννα. Το δικό μας σπίτι είναι το σπίτι για την επόμενη γενιά. Δεν είναι πάντως το σπίτι που μας μεγάλωσε, το «σπίτι μας».
Και με τα Χριστούγεννα το ίδιο συμβαίνει. Τα δικά μας Χριστούγεννα, αυτά της «πατρίδας» μας έχουν περάσει ανεπιστρεπτί. Γι αυτό και τόση περίσσια αμηχανία με τους στολισμούς, τα δώρα, τις αποφάσεις την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, τη γενναιοδωρία προς τους άλλους και τον εαυτό μας.
Τα δικά μου Χριστούγεννα μύριζαν γλυκίσματα που έφτιαχνε η καλονοικοκυρά μανούλα μου, σόμπα και κάστανα. Τα δικά μου Χριστούγεννα ήταν γεμάτα από επισκέψεις συγγενών και σε συγγενείς, με ζαβολιές με τα ξαδέλφια κάτω από τα τραπέζια. Ήταν γεμάτα κάλαντα που μας έλεγαν και λιγότερο αυτά που έλεγα ως παιδί. Ήταν το δέντρο που στολίζαμε με τα ομορφότερα στολίδια που μπορούσες να φανταστείς (έτσι νόμιζα τότε). Ήταν η ανάπαυλα από το σχολείο. Ακόμη και ο φύτουλας εγώ ήθελα και λίγες διακοπές. Το μαρτύριο ήταν ότι τέλειωναν με την επίσκεψη στον θείο Γιάννη και τις τύψεις που δεν είχα κάνει τίποτε –ή σχεδόν τίποτε– από τα καθήκοντα που μας είχαν βάλει οι μη σοφοί δάσκαλοί μας. Τα δικά μου Χριστούγεννα ήταν γεμάτα από διάβασμα λογοτεχνικών βιβλίων, μόνη μου είτε από τη μανούλα μου και από επιτραπέζια. Και πολλές ταινίες στον κινηματογράφο, φυσικά…
Τα κάλαντα τα χάρηκα πραγματικά ως μεγάλη (και εννοώ μεγάλη-μεγάλη) να τα λέω σε μαγαζιά, στο δρόμομε την ξαδέλφη μου Γεωργία, χωρίς να ντρεπόμαστε καθόλου οι… γαϊδούρες, σε σπίτια φίλων με τον καλλίφωνο Γρηγόρη. Τα κάλαντα της Ικαρίας πάντοτε. Και με τον ανεψιό μου σε σπίτια φίλων που τον πήγαινα με το αυτοκίνητό μου. Θυμάμαι ακόμη και σκάω στα γέλια όταν του είπα να πάμε σπίτι να μοιραστούμε τα λεφτά που βγάλαμε και έπαθε «κόλπο»!–Ρε θεία, εγώ μόνο σήμερα δουλεύω…
Τα Χριστούγεννα, στην πραγματικότητα είναι για πολύ λίγους: δεν είναι για τους φτωχούς, τους μόνους, τους αρρώστους, τους τσαλακωμένους, τους απολυμένους, τους πρόσφυγες, τους εν γένει αναγκεμένους. Οι υπόλοιποι, όσοι μπορούν και αντέχουν ψυχικά (γιατί θέλει πολύ κουράγιο και γενναιοδωρία η «σκηνοθεσία») στήνουν το σκηνικό χάριν των παιδιών. Των υπαρκτών και των φαντασιακών. Μέσα μας και έξω μας. Καλά Χριστούγεννα, παίδες, που θα έλεγε κι ο Διονύσης!
«Πάει ο καιρός που οι δικοί σας
σκηνοθετούσαν τη γιορτή σας.
Και είσαι εσύ που πρέπει τώρα
να υψώσεις της γιορτής τα δώρα.
Ποιος θα νοιαστεί και ποι0ς θα παίξει;
Χρονοποιός ας είναι η λέξη
γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα
και μεις τους δίνουμε το σχήμα».
Ο χρονοποιός
Πρωτοχρονιές σε χρόνους άλλους,
Πρωτοχρονιές με τους μεγάλους.
Mικρός εσύ μικρός κι ο χρόνος,
αλλάζατε κι οι δυό συγχρόνως.
Λίγο μετά τα δεκαεφτά με τους γονείς σου ήσουν πάλι,
μα αισθανόσουνα απών
σε συντροφιά συμμαθητών.
Tο σπίτι σου έχανε εξουσία
κι ο χρόνος την κρυφή του ουσία.
Ύστερα γιόρταζες με φίλους σ’ ένα δωμάτιο καπνού.
το θαύμα πάλι ήταν αλλού:
στις παιδικές Πρωτοχρονιές σου,
στο χρόνο που άλλαζε μαζί σου,
πριν μεγαλώσει η αντίστασή σου.
Τώρα τι κλαις και τι γκρινιάζεις;
Πρωτοχρονιά είναι και γιορτάζεις
τη λίγη πίστη του ενηλίκου
στην παιδική ανατολή του.
Πρωτοχρονιές γιορτές του χρόνου,
Πρωτοχρονιές του ραδιοφώνου.
Πώς θα τις γιόρταζες εσύ
τώρα που έχεις το κλειδί;
Μικρό κλειδί και σ’ οδηγάει
σ’ ένα παράσπιτο στο πλάι.
Σ’ ένα μικρό-μικρό πλανήτη
πλάι στο μεγάλο άδειο σπίτι.
Πάει ο καιρός που οι δικοί σας
σκηνοθετούσαν τη γιορτή σας.
Και είσαι εσύ που πρέπει τώρα
να υψώσεις της γιορτής τα δώρα.
Ποιός θα νοιαστεί και ποιός θα παίξει;
Χρονοποιός ας είναι η λέξη
γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα
και μεις τους δίνουμε το σχήμα.
Διονύσης Σαββόπουλος από το δίσκο Ο χρονοποιός © LYRA 1999