Τα πρώτα κούμαρα άρχισαν να ωριμάζουν στον Κάτω Όλυμπο
Τα πρώτα ώριμα κάστανα πέφτουν στο έδαφος ανάμεσα στα ξερά φύλλα και στα ανθισμένα φθινοπωρινά κυκλάμινα.
Κείμενο/Εικόνες: Πλάτων Κλεανθίδης
Καθώς μπαίνει το φθινόπωρο και τα πρώτα χιόνια κάνουν την εμφάνιση τους στις ψηλότερες κορυφές του Ολύμπου, γύρω από τον οικισμό του Παλιού Παντελεήμονα, στις πλαγιές του Κάτω Ολύμπου τα κούμαρα σιγά σιγά αρχίζουν να παίρνουν το πορτοκαλοκόκκινο χρώμα τους φέρνοντας στο νου στολίδια χριστουγεννιάτικου δέντρου.
Ξεκινώντας από το Κάστρο του Πλαταμώνα μέχρι τον γραφικό οικισμό του Παλιού Παντελεήμονα και ως το ξωκκλήσι του Προφήτη Ηλία λίγα χιλιόμετρα πιο πάνω, η μακκία βλάστηση, που καλύπτει τις χαμηλότερες πλαγιές δίνει τη θέση της όσο ψηλότερα ανεβαίνεις σε δάση καστανιάς (Castanea sativa).
Τα πρώτα ώριμα κάστανα πέφτουν στο έδαφος ανάμεσα στα ξερά φύλλα και στα ανθισμένα φθινοπωρινά κυκλάμινα.
Η ήμερη κουμαριά (Arbutus unedo) αποτελεί ένα από τα κυρίαρχα φυτά της μακκίας βλάστησης (αριά, πουρνάρι, κουτσουπιά, κότινος, κρανιά κλπ) στην περιοχή του Κάτω Ολύμπου.


Η παρουσία της γίνεται πιο εμφανής το φθινόπωρο, όταν οι καρποί της, τα γνωστά μας κούμαρα, γίνονται ακόμη πιο εντυπωσιακοί με το κίτρινο αρχικά και πορτοκαλοκόκκινο στη συνέχεια χρώμα τους. Η ήμερη κουμαριά ανθίζει στα μέσα του φθινόπωρου, και οι καρποί της ωριμάζουν σχεδόν ένα έτος αργότερα, με άνθη και καρπούς να συνυπάρχουν πάνω στο ίδιο φυτό.
Τα κούμαρα πηγή βιταμίνης C, χρησιμοποιούνται για την παρασκευή μαρμελάδων και λικέρ, αλλά μπορούν επίσης να καταναλωθούν φρέσκα. Η γεύση τους δεν είναι ιδιαίτερα ευχάριστη, εξού και το όνομα του είδους «unedo» από το λατινικό «unum tantum edo» που σημαίνει «τρώω μόνο ένα».
Επίσης, οι καρποί όταν τρώγονται ωμοί σε μεγάλες ποσότητες, υπάρχει το ενδεχόμενο να προκαλέσουν μια αίσθηση μέθης και ιλίγγου. Η κουμαριά χρησιμοποιήθηκε ως σύμβολο της «εθνικής ενότητας» κατά τη διάρκεια της «Ιταλικής Ενοποίησης» (Risorgimento), λόγω της ταυτόχρονης παρουσίας το φθινόπωρο των τριών χρωμάτων της Ιταλικής σημαίας (πράσινο των φύλλων, λευκό των λουλουδιών και κόκκινο των φρούτων). Από τα άνθη της κουμαριάς παράγεται ένας τύπος μελιού σκουροκίτρινου χρώματος, με πικρή γεύση, συνήθως μικρότερης εμπορικής αξίας.
Συχνά, αφήνεται από τους μελισσοκόμους στις κυψέλες ως τροφή για τις μέλισσες το χειμώνα. Στην περιοχή υπάρχει επίσης αυτοφυής, αν και η παρουσία της είναι πιο σπάνια, η αγριοκουμαριά ή γλυστροκουμαριά (Arbutus andrachne) η οποία διακρίνεται από τον λείο φλοιό του κορμού, τα ακέραια ωοειδή φύλλα, την εαρινή ανθοφορία και τα μικρότερα κόκκινα, σκληρά και μη βρώσιμα κούμαρα, σε αντίθεση με την ήμερη κουμαριά (Arbutus unedo) που εμφανίζει τραχύ φλοιό με σχισμές, φύλλα συνήθως πριονωτά, ανθοφορία φθινοπωρινή και καρπό μεγαλύτερο και βρώσιμο.