Τα σκόρπια: Η αναγνωστική μου ιστορία
Οι αναμνήσεις της Ελένης Χοντολίδου μέσα από «Τα σκόρπια» της
Kάθε βδομάδα (με μικρές «απουσίες») θα μοιράζομαι μαζί σας ένα μικρό κείμενο που θεωρητικά θα μπορούσε να είναι από το ημερολόγιό μου. Τίτλος της στήλης: «Τα σκόρπια» γιατί τα κείμενα δεν θα έχουν χρονολογική σειρά, θα δημοσιεύονται «σκόρπια». Με χιούμορ αλλά και σοβαρότητα θα γράφω για θέματα που με ή μας απασχολούν.
Άλλοτε ο λόγος θα είναι δημόσιος-πολιτικός, άλλοτε θα διαβάζετε μία προσωπική εξομολόγηση, ελπίζω χωρίς να δυσανασχετείτε.
Σαν να μην ήταν ο πατέρας και η μητέρα μου που όλο διάβαζαν από εφημερίδες μέχρι λογοτεχνία (και ποίηση!) άρχισε και η αδελφή μου το σχολείο και το διάβασμα. Μάλιστα, κάποιες φορές, όταν ξεχνούσε κανένα τετράδιο της το πηγαίναμε στο υπέροχο ιδιωτικό της σχολείο (Κοραής). Έσκαγα από τη ζήλεια μου, μου τρέχανε τα σάλια! Άρχισα, λοιπόν, να διαβάζω κι εγώ, δηλαδή να λέω τα παραμύθια μου σαν να τα διαβάζω, γυρνώντας τις σελίδες εκεί που έπρεπε ξεγελώντας τους πάντες πλην του πανέξυπνου θείου Γιάννη.
Έμαθα την προπαίδεια πριν πάω σχολείο και διάβασα κανονικά πριν πάω στην Α΄ Δημοτικού. Κάνοντας παρέα με τον αρχιεργάτη της διπλανής πολυκατοικίας που χτιζόταν όσο ήμουνα πέντε χρονών έλεγα διάφορες σπάνιες και εξωτικές λέξεις όπως «κονίαμα», «σκυρόδεμα», «μπετόν»… εξ ου και θεώρησαν ότι είμαι ιδιοφυΐα και με πήγαν στον ψυχίατρο Λυμπεράκη να πιστοποιήσει τον δείκτη ευφυΐας μου. Εγώ μούγκα, ούτε στα προβολικά τεστ ανταποκρίθηκα ούτε άνοιξα το στόμα μου. Δεν ξέρω τι θα γινόταν εάν το τεστ έδειχνε 200… Δεν συνεργάστηκα με το ψυχιατρικό κατεστημένο της πόλης μας! Αργότερα με τον κατά πολύ μεγαλύτερό μου ψυχίατρο γίναμε συνάδελφοι και του το θύμισα γελώντας… Γεννήθηκα «φύτουλας».
Δεν θυμάμαι από πότε άρχισα να «ξεχνιέμαι» με τη λογοτεχνία, πάντως διάβαζα συνεχώς τα πάντα όλα: Μίκυ Μάους, Μικρή Λουλού, Κλασσικά Εικονογραφημένα, παιδικά βιβλία, ελληνική και ξένη λογοτεχνία, παραμύθια και… ερωτική ποίηση (ένας τόμος με εισήγαγε που μου χάρισε ο νονός μου!). Ο ευρηματικός κυρ Γιώργος στη γειτονιά νοίκιαζε τα μεταχειρισμένα comics 2 δραχμές και όταν τα επιστρέφαμε μας έδινε μία δραχμή. Ξόδεψα πολλά χαρτζιλίκια στο μαγαζάκι του. Ενίοτε τα διαβάζαμε και παραπάνω από ένα άτομο.
Είχαμε στο σπίτι περίπου ΟΛΑ τα παιδικά βιβλία που υπήρχαν γιατί ήταν πολύ λίγα σε σχέση με σήμερα. Ούτε οι εκδοτικοί οίκοι ήταν όλοι «ψαγμένοι» και οι εκδότες δεν ήταν και πολύ επιλεκτικοί. Για να μην πω ότι δεν υπήρχε η κατηγορία «συγγραφέας παιδικής λογοτεχνίας». Έτσι, διαβάσαμε σε κανονική ή απλοποιημένη έκδοση περίπου όλα τα κλασικά βιβλία: Η καλύβα του μπάρμπα-Θωμά, Βερν στις ωραίες κόκκινες εκδόσεις, Πηνελόπη Δέλτα, τον τελευταίο των Μοϊκανών, το Με οικογένεια και Χωρίς οικογένεια και τη σειρά της Πολυάννας. Μία σειρά παιδικών βιβλίων φιλοξενούσα σε μία ξύλινη τσάντα που έφτιαξε ο μαστορίκος πατέρας μου. Η σειρά Τα αγαπημένα μου διηγήματα και Παγκόσμια Ανθολογία Παιδικού Διηγήματος ήταν μία εξαιρετική εισαγωγή στη καλή λογοτεχνία. Ένας αχταρμάς όλα και όλα διαβασμένα από 60 φορές.
Θέλω να μιλήσω ειδικά για το βιβλίο Δέκα Μεγάλοι Μουσουργοί, ένα υπέροχο εγχείρημα με έμφαση στην παιδική ηλικία των μουσουργών μας. Μας το διάβαζε η μανούλα μας δίπλα στη σόμπα ξαπλωμένες στα ντιβάνια. Ακόμη έχω μέσα μου την εικόνα του μικρούλη Μπαχ που ξυπνούσε ο πατέρας του αχάραγα για να αντιγράψει παρτιτούρες ή να μελετήσει μουσική και τον μικρούλη Μότσαρτ που δεν έφταναν τα πόδια του στο πάτωμα να παίζει πιάνο και να τον φιλάει μία πριγκίπισσα.
Πολύ νωρίς (έντεκα χρονών) ερωτεύτηκα το πιο όμορφο και το πιο έξυπνο αγόρι των 40 Εκκλησιών που ήταν και συγγενής του Μανόλη Αναγνωστάκη, μου αντέγραφε σε ροζ χαρτί ποιήματά του θείου του και διάβαζε και λογοτεχνία. Με περνούσε δύο χρόνια και κάναμε απίστευτα μεγάλες και απίστευτου περιεχομένου συζητήσεις. Τότε για να τον εντυπωσιάσω ακόμη περισσότερο άρχισα να κατεβαίνω στη Δημοτική Βιβλιοθήκη (που στεγαζόταν στη ΧΑΝΘ) και είχα εξαιρετική σχέση με τον βιβλιοθηκονόμο ο οποίος μου πρότεινε βιβλία. Εκεί διάβασα το Είναι αμαρτία να σκοτώνεις ένα αηδόνι, και όλη τη μεταφρασμένη ξενόγλωσση λογοτεχνία.
Όταν έγινα 15 χρονών άρχισα να επισκέπτομαι και τα βιβλιοπωλεία. Μία μαγεία και μία συμβολική πράξη πολύ σημαντική για μένα. Το μικρό βιβλιοπωλείο της Σόνιας στη Διαγώνιο, ο Ραγιάς, ο Μόλχο, αργότερα πολύ ο Βασίλης με το έντυπο, το βιβλιοπωλείο της Ράνιας (που με φρόντιζε όπως κανένας άλλος: ήξερε ποια βιβλία με ενδιαφέρουν και ποια είχα ήδη), το Κέντρο Διάθεσης Βιβλίου με τη λατρεμένη μου Έλενα Δουβλέτη που, δυστυχώς, μας άφησε για πιο γήινες επιλογές.
Είμαι από αυτούς που έχουν πολλά περισσότερα βιβλία από όσα έχουν διαβάσει και ίσως θα μπορέσουν να διαβάσουν στη ζωή τους. Μου αρέσει να περιτρυγυρίζομαι από βιβλία. Το σπίτι μου δεν έχει τοίχους, έχει βιβλιοθήκες. Χαρίζω βιβλία σε παιδιά και στους ενήλικους φίλες και φίλους, ακόμη και μεταχειρισμένα. Και αγοράζω ΚΑΙ παιδικά βιβλία –τα οποία είναι στην πλειοψηφία τους εξαιρετικά– καθώς το σπίτι μου είναι child friendly και έχει συχνά επισκέπτες παιδιά.
Είχα τη χαρά να συνεργαστώ με το ΕΚΕΒΙ, επί διεύθυνσης Μυρσίνης Ζορμπά και Χρήστου Λάζου και στράφηκα και επιστημονικά στη συγγραφή κειμένων για την ανάγνωση που είναι η μόνη μας παρηγοριά στους δύσκολους αυτούς καιρούς. Αυτό τους το οφείλω. Αργότερα τόλμησα να γράψω και κριτική για παιδικά βιβλία περισσότερο παρά για ενηλίκων. Συγγραφέας δεν κατάφερα να γίνω…
*Η Ελένη Χοντολίδου εργάζεται στο ΑΠΘ από το 1981. Διετέλεσε Κοινοτική Σύμβουλος (και για κάποια χρόνια Πρόεδρος) της Α΄ Κοινότητας του Δήμου Θεσσαλονίκης από το 2006-2018.