Τα σκόρπια: Η ημέρα της μητέρας και άλλες άνωθεν ιδεαλιστικές επιβολές
Η Ελένη Χοντολίδου θυμάται «σκόρπια» στιγμιότυπα από τη μητέρα της.
Kάθε βδομάδα (μετά την αγρανάπαυση δύο μηνών) μοιράζομαι μαζί σας ένα μικρό κείμενο που θεωρητικά θα μπορούσε να είναι από το ημερολόγιό μου.
Τίτλος της στήλης: «Τα σκόρπια» γιατί τα κείμενα δεν θα έχουν χρονολογική σειρά, θα δημοσιεύονται «σκόρπια». Με χιούμορ αλλά και σοβαρότητα θα γράφω για θέματα που με ή μας απασχολούν ήδη 66 χρονών.
«Μεγαλώνουμε κι όμορφα παλιώνουμε».
Άλλοτε ο λόγος θα είναι δημόσιος-πολιτικός, άλλοτε θα διαβάζετε μία προσωπική εξομολόγηση, ελπίζω χωρίς να δυσανασχετείτε.
Η ημέρα της μητέρας και άλλες άνωθεν ιδεαλιστικές επιβολές
Η μητέρα δεν χρειάζεται γιορτή. Ειδικά όταν είναι αναγκεμένη ή «λείπει». Φανταστείτε χαρά τα παιδιά της… «Μητέρα» δεν είναι πάντοτε η βιολογική μητέρα η οποία δεν δίνει το παιδί της εύκολα. Τι ακριβώς θα γιορτάζει αυτή η μάνα; Αυτή που έχασε το παιδί της τι; Οι λυπημένες άτεκνες γυναίκες τι να γιορτάσουν; Και γιατί μία μέρα όταν στην πραγματικότητα οι μάνες βάζουν πλυντήρια, πλένουν πιάτα, καθαρίζουν τα σπίτια, πηγαίνουν στη δουλειά τους, μαγειρεύουν, έχουν στα χέρια τους την κοινωνική ζωή της οικογένειας, φροντίζουν τους γέρους γονείς και του άντρα τους… 450 μέρες τον χρόνο.
Αφήστε που όλη η παλιά λογοτεχνία που αγαπώ όταν φτάνει στη μητέρα τα κάνει μούσκεμα: ιδεαλισμοί, ακρότητες και φαντασιοπληξίες. Μιλώ για την εξιδανίκευση της μάνας, την παρουσίασή της ως αγίας, ανιδιοτελούς, έτοιμης πάντοτε να θυσιαστεί, ανερωτικής φυσικά. Η λογοτεχνία παρουσιάζει τη χαρά της μητρότητας που είναι αληθινή σε στιγμές και όχι διαρκώς, το ανύπαρκτο ένστικτο της μητρότητας (εάν ήταν ένστικτο θα ήθελαν όλες οι γυναίκες παιδιά και θα έκαναν όπως και οι γάτες). Ευτυχώς που άρχισαν να γράφουν και οι γυναίκες και έχουμε καλή και αληθινή λογοτεχνία για τη μητρότητα. Θα την παρουσιάσουμε άλλη φορά.
Τώρα τελευταία κάναμε εργαστήριο με τον ψυχολόγο και θεραπευτή, συγγραφέα του βιβλίου Λύο Καλοβρυνά Μητέρα μηδέν παιδιών και παρουσιάσαμε το βιβλίο του τρεις από τις γυναίκες που του δώσαμε συνέντευξη στην έκθεση βιβλίου. Ξεκαθάρισε κάπως η κατάσταση τι σημαίνει επιθυμία, επιβολή, ένστικτο… Διαβάστε το βιβλίο.
Καλός φίλος από το facebook έγραψε σήμερα:
«Αν ξεφύγουμε από την περιοριστικά στενή κυριολεκτική έννοια του όρου ΜΗΤΕΡΑ και επικεντρωθούμε στο τί αυτός ο όρος συμβολίζει –φροντίδα, προστασία, αγωνία και αγάπη για το παιδί, την Εστία, την οικογενειακή θαλπωρή– τότε δικαιωματικά αισθάνομαι κι εγώ Μητέρα. Δέχομαι ευχές, κάρτες και λουλούδια…».
Καπέλο!
Από την άποψη αυτή εγώ είχα δύο «μαμάδες»: τη μαμά μου και τον μπαμπά μου που έκανε όλα όσα έκαναν οι μαμάδες πλην γέννας και θηλασμού. Δηλαδή, άλλαζε πανιά (όχι pampers), τάιζε, κοίμιζε, κάναμε μαζί τα μαθήματα –όσα χρειαζόταν– και επέβλεπε το ντύσιμό μου πριν βγω, κάνοντας εξαιρετικές υποδείξεις. Φυσικά σ’ αυτόν χάριζα τις ακαδημαϊκές μου επιδόσεις αλλά ήταν και λίγο μαμά.
Σκόρπια στιγμιότυπα από τη μανούλα μου που μου λείπει πολύ
Η μαμά μου ήταν καλλονή και καλοντυμένη. Είχε γούστο, έραβε τα ρούχα μας και ήμασταν τα πιο καλοντυμένα κοριτσάκια. Αγαπούσε τα παιδιά όλου του κόσμου. Το σπίτι μας όταν μεγαλώσαμε ήταν πάντοτε γεμάτο από παιδιά: ανήψια, παιδιά φίλων, γειτόνων…
΄Ηταν εξαιρετική μαγείρισσα. Της τηλεφωνούσα πρωί πρωί και έκανα παραγγελία μία πίτα (με φύλλο που άνοιγε η ίδια, όχι τα σημερινά έτοιμα φύλλα). Με ρωτούσε: «διπλή;» (δηλαδή τυρόπιτα και σπανακόπιτα). Όταν πήγαινα να πάρω την πίτα έλειπε ένα κομμάτι. –Πού είναι το κομμάτι, μαμά; –Το Φ.Π.Α.!
Το βιβλίο μαγειρικής που ακολουθούσε ήταν της Χρύσας Παραδείση καθώς και ένα μπλοκάκι με συνταγές (με τα μη διαβάσιμα γράμματά της) με τις ονομασίες: μπακλαβάς Αλεξάνδρας, τούρτα Κικής…
Καθώς το σπίτι μας ήταν πολύ φιλόξενο, οι φίλοι μου μετά από τις ατυχείς ερωτικές ιστορίες τους ερχόντουσαν στο σπίτι και της έλεγαν: «Κυρία Θεανώ, φάγαμε μόλις μία χυλόπιτα, κάνε μας μία μηλόπιτα να γλυκαθούμε»… και η μηλόπιτα γίνονταν στο πι και φι.
Το άλλο θαυμάσιο γλυκό της μανούλας μου ήταν το μιλφέιγ (millefeuille=χίλια φύλλα). Έψηνε τα φύλλα (καλά όχι χίλια, αλλά δεκάδες) ένα ένα! Όταν ως ενήλικη πήγαινα να φάω μαζί της η παραγγελία μου ήταν λαδερά ή μυδοπίλαφο που έμαθα να το κάνω κι εγώ σχεδόν τόσο νόστιμο όσο το δικό της. Λόγω της παραμονής της οικογένειάς της για κάποια χρόνια στη Ρωσία είχαμε την τύχη να τρώμε συχνά πυκνά τη ρωσική σούπα μπορς. Η σούπα αυτή τα είχε όλα από κρέας μέχρι σέλινο.
Τα τυροπιτάκια, τα πιροσκί, το ιμάμ, το παστίτσιο της, τα γιουβαρλάκια, η έξοχη ψαρόσπουπα, τα παπουτσάκια, τα κεφτεδάκια (με τα μυρωδικά που ξετρέλαναν τους Σουηδούς φίλους στη Στοκχόλμη) η ταραμοσαλάτα, ως και τα μακαρόνια της ήταν διαφορετικά. Τις μελιτζάνες τις έψηνε στο μάτι της κουζίνας και έφτιαχνε μία χοντροκομένη και υπέροχη μελιτζανοσαλάτα.
Επειδή ήταν ζωηρή και κεφάτη, ενίοτε μας άφηνε και πήγαινε ημερήσιες εκδρομές. Βρίσκαμε ένα σημείωμα: «βράστε πατάτες και αυγά, πήγα εκδρομή».
Διασκέδαζα απίστευτα τα γλυκά της όταν τα έφτιαχνε και εγώ έγλυφα τα απομεινάρια (καλά και κάτι παραπάνω…). Η ζαβολιά γινόταν κυρίως στο αφράτο της κέικ και στην άσπρη ζύμη και στο κακάο (γιαμ!). Η μανούλα μου έφτιαχνε υπέροχα σοκολατάκια, κάτι περίεργα γλυκά με φλούδα πορτοκάλι που είχαν το σχήμα των χεριών της καθώς έκλεινε την ύλη στο χέρι της για τους δώσει σχήμα. Τσουρέκια, κουραμπιέδες, μπακλαβάς και κανταΐφι ήταν μνημειώδη. Ως έμπειρη μαγείρισσα δοκίμαζε με άνεση καινούριες συνταγές και έτσι χαιρόμασταν την «τούρτα της Κικής» και πολλά άλλα.
Αυτό το φαγητό της που πραγματικά μου έχει λείψει (θα γελάσετε) είναι οι πατάτες γιαχνί. Δεν τις έχω ξαναφάει όπως τις έκανε η μανούλα μου. Δεν έχουν την ίδια μυρωδιά, η σάλτσα δεν είναι η ίδια, η Θεανώ δεν είναι στο τραπέζι.
Ήταν ανεξάρτητη και δεν υποδουλωνόταν στις δουλειές του σπιτιού, εξ ου και το σπίτι μας ήταν καθαρό μεν, ακατάστατο δε γιατί μας άφηνε να το χαιρόμαστε, γιατί ήταν μικρό και γιατί το καθιστικό μας ήταν το play room το δικό μας και των φίλων που ήτανε πάντοτε παρόντες. Τις δουλειές τις έκανε γρήγορα και ανόρεχτα γιατί δεν τις θεωρούσε σημαντικές.
Στη δικτατορία κάποια παιδιά έρχονταν για να ακούσουν Deutsche Welle και άλλα για να διαβάσουν ή να δανειστούν βιβλία. Δεν ήταν σπίτι αυτό, κοινωφελές ίδρυμα ήταν.
Θυμάμαι τη μαμά μου κάθε 15 μέρες να «καπλαντίζει» τα 4 γεμάτα βαμβάκι παπλώματά μας! Μοδίστρα ήταν γιατί δεν έραβε «σάκους»; Μυστήριο πράγμα. Τα παπλώματα αυτά ο ειδικός παπλωματάς τα τίναζε με το ειδικό του εργαλείο κάθε χρόνο.
Στο πλυντήριο –σε αντίθεση με μένα– δεν έβαζε εσώρουχα, κομπινεζόν, μάλλινα, μεταξωτά και γενικώς ευαίσθητα, δηλαδή έβαζε μόνο τα σεντόνια και τις μαξιλαροθήκες. Όλα αυτά για να μη χαλάσουν τα υφάσματα σε αντίθεση με τα χέρια που δεν πειράζει, ε;
Η μαμά μου ήταν δημοφιλής μεταξύ των φίλων μου, απόδειξη ότι όταν πέθανε ήρθαν τουλάχιστον μετρημένοι 150 φίλοι και φίλες μας, και στη μακαριά πέντε κύριοι που είχαν στο παρελθόν στενή σχέση μαζί μου και μαζί της.
Η μητέρα μου είχε χιούμορ και ήταν πάντοτε πρωτοπορία: ταινίες με τον Έλβις Πρίσλει, πάρτυ στο σπίτι (ήμασταν τα πρώτα κορίτσια που κάναμε πάρτυ), μας άφηνε να κυκλοφορούμε μέχρι αργά, της μιλούσαμε για τα αγόρια μας, κάλυπτε φίλες μας με αυστηρούς γονείς και έκανε συνεχώς πλάκες: από καρναβάλια σε εκδρομές μέχρι πλάκες στα αγαπημένα της ξαδέλφια. Κατέβηκε μία φορά στην Αθήνα και ο ξάδελφός της Λευτέρης της είπε: «Θεανώ, πάρε μαγιό, θα πάμε στη Βαρυμπόμπη». Πού να ξέρει η μανούλα μου πού είναι η Βαρυμπόμπη και εάν έχει θάλασσα! Τον πλήρωσε όμως με το ίδιο νόμισμα.
Πολύ σκόρπια όλα αυτά και θα μπορούσα να γράψω άλλα τόσα, λ.χ. για το ταξίδι της στο Λονδίνο όταν ήρθε να με δει, αυτό είναι διήγημα από μόνο του.
Τελειώνω με ένα περιστατικό που δείχνει πόσο μου παραστεκόταν. Κοιμάμαι στο πρώτο δικό μου σπίτι και νομίζω ότι ονειρεύομαι νερά. Ξυπνάω το πρωί και πατώντας στο πάτωμα διαπίστωσα ότι έχει δέκα πόντους νερό! Ένας σωλήνας είχε κάνει το μικρό μου διαμέρισμα πλωτό. Με πιάσαν τα κλάματα και τηλεφώνησα στο πρώτο βοηθειών, τη μανούλα μου. Ήρθε αμέσως, αποφασιστική και με έδιωξε να πάω στη δουλειά μου. Αυτή ήταν η Θεανώ.
Οι μητέρες υπάρχουν ως εγγυητές μιας απαλότητας στον κόσμο, ξορκίζουν τα τέρατα ακόμη και όταν χρειαστεί να παίξουν βρώμικα παιχνίδια με ινδιάνους και καουμπόηδες.