Τα σπίτια των ανθρώπων μωρέ;
Η μετατροπή του καταφυγίου σε κελί απόγνωσης, η απώλεια του ιερού δικαιώματος της στέγασης.
Σπίτι είναι ο τόπος που η ψυχή ησυχάζει. Είναι το καταφύγιο. Είναι ο τόπος που το σώμα αναπαύεται, που το μυαλό αποσύρεται, που συναντιούνται με ασφάλεια όσοι μοιράζονται τη θαλπωρή του. Ο τόπος που περνάς τις περισσότερες ώρες της ζωής σου.
Το σκηνικό που ονειρεύεσαι ως σκηνικό του βίου. Από την ελληνική αρχαιότητα με την ύψιστη σημασία του οίκου που προστατεύονταν από τη θεά Εστία στο σήμερα, στην απαξίωση αυτής της βασικής ανάγκης για μια αξιοπρεπή κατοικία, η απόσταση είναι μεγαλύτερη από αυτή της Γης από τη Σελήνη.
Δεν νομίζω πώς βιώσαμε τις τελευταίες αλλοπρόσαλλες δεκαετίες τόσο μεγάλη, ανισόρροπη και άγρια απαξίωση μιας ανάγκης των κατοίκων αυτής της χώρας, κυρίως των αστικών της κέντρων από αυτή που βιώνουν όσοι χρειάζονται ένα σπίτι για να στεγάσουν τις ζωές τους και τις ζωές των δικών τους. Κατά μόνας, σε σχέσεις, σε οικογένειες, σε νέα διευρυμένα σχήματα συμβίωσης, καθώς δεν είναι λίγοι πια αυτοί που επιστρέφουν ως προχωρημένοι ενήλικες σε πατρικά, συμβιώνοντας σε συνθήκες αληθινά αλλόκοτες από ανάγκη, άνθρωποι προσπαθούν να λύσουν το μεγαλύτερο πρόβλημα του καιρού που περιγράφεται στα ρεπορτάζ με τη λέξη στεγαστικό.
Άνθρωποι σε απόγνωση, με το κινητό στο χέρι, επιδίδονται σε ένα ανελέητο καθημερινό σαφάρι αναζήτησης ενός διαμερίσματος που θα αποτελέσει το καταφύγιο που θα εναποθέσουν τα άλυτα προβλήματα μιας καθημερινότητας έτσι και αλλιώς αδιαχείριστης.
Από τη μια οι αναζητητές σε απόγνωση και από την άλλη οι προνομιούχοι. Οι κάτοχοι. Αυτοί που ευθύνονται για την χρηματιστικοποίηση της στέγασης και όσοι μικροιδιοκτήτες απώλεσαν το μέτρο. Αυτοί που μετέτρεψαν τα πάντα σε μια άγρια παρτίδα σκάκι, έναν αγώνα που εξελίσσεται σε ένα διαρκές νοκ-άουτ, που η αποδοχή των όρων της αγοράς, αυτού του άγριου παιχνιδιού τιμολόγησης με όρους παράνοιας, μερικών τετραγωνικών μέτρων, που στις περισσότερες περιπτώσεις δεν θα άξιζαν ούτε για αποθήκες, η αποδοχή λοιπόν της συνθήκης, δίνω όσα μου ζητούν για ένα αμφιλεγόμενο αχούρι, με το φόβο να βρεθώ στο δρόμο, εγώ και πιθανά όσοι αγαπώ, δημιουργεί της συνθήκες μιας ήττας πάνδημης. Ενός κράτους να προστατεύσει τους πολίτες του, μιας κοινωνίας που μέλη της μετατρέπονται σε άγρια θηρία που κερδοσκοπούν πάνω στην απόγνωση, τεράστιων αόρατων συμφερόντων που αποσύρουν από την αγορά μαζικά ολόκληρα κτίρια, ερημώνοντας από τον κανονικό αστικό βίο ιστορικά κέντρα, παλιές γειτονιές που ζούσαν άνθρωποι νοικοκυρεμένοι και μετατρέποντας τα σε σκηνικά τουριστικά εφιαλτικά όπου το μοναδικό soundtrack είναι ο ήχος που κάνουν τα ροδάκια από τις βαλίτσες. Την ώρα που πόλεις όπως η Βαρκελώνη κλείνουν τα airbnb.
Γίνονται viral καθημερινά κοτέτσια, πλυσταριά και μουχλιασμένα δώματα που νοικιάζονται σαν ευκαιρίες για τις οποίες οφείλεις να καταβάλλεις στον ιδιοκτήτη ευγνώμων τα δύο τρίτα του βασικού μισθού σου για να στεγάσεις σε 20 τμ την αστική φρίκη.
Και όλα αυτά ονομάζονται ανάπτυξη, απογείωση, ευμάρεια, δείκτες ευημερίας, βαφτίζονται επιτυχία μιας χώρας, που κάθε μέρα καταπίνει χούφτες αντικαταθλιπτικά για να βγάλει τον εξαθλιωμένο βίο της.
Το σπίτι, το ιερότερο καταφύγιο της ζωής μας γίνεται το πιο υπερτιμημένο κελί, εκεί που η ασφυξία παίρνει τη θέση της γαλήνης, εκεί που ο μήνας ρουφά το οξυγόνο και τον κάνει κατάθεση στο λογαριασμό του ενοικίου.