Τα σύνορα, οι στροφές και η τραμπάλα

Ένα οδοιπορικό στα ελληνικά σύνορα

Κώστας Τζιάρας
τα-σύνορα-οι-στροφές-και-η-τραμπάλα-531231
Κώστας Τζιάρας

Λέξεις: Κώστας Τζιάρας

Ένας αρκετά μεγαλύτερος σε ηλικία φίλος, οδοντίατρος, έλεγε παλιότερα ότι την περίοδο της χούντας, φοιτητής τότε στη Θεσσαλονίκη, συνήθιζαν, αυτός και η παρέα του, να οδηγούν ως τα σύνορα, συχνά στη Δοϊράνη, για να αναπνεύσουν λίγο καθαρό αέρα. 

Εικόνα: Δημήτρης Κανονίδης

Πολλοί θα συμφωνήσουν ότι τα σύνορα, η παραμεθόριος, υποβάλλουν μέσα σε μια ατμόσφαιρα απόκοσμη, γοητευτική, μια αίσθηση γειτονική της ελευθερίας ή τον ίλιγγο του ορίου, το δέος απέναντι στο άλλο, το πέρασμα. Τα σύνορα ορίζονται συνήθως με πολέμους, αποτυπώνουν συσχετισμούς δύναμης, εγγυώνται, υποδέχονται και αποτρέπουν, σημαίνουν τη φυγή ή την έλευση, την επιστροφή, τις ατελείωτες ώρες σκοπιάς, κυρίως για τους μη προνομιούχους. Χρησιμεύουν ακόμη για πορείες και ελιγμούς διωκόμενων. Είναι σημαντικά για την ιστορία και την πολιτική. Φιλόσοφοι και κοινωνικοί ανθρωπολόγοι θα είχαν να προσθέσουν και άλλα. Ως πέρασμα συμβαδίζουν με την αλλαγή, με το εξαιρετικό. Στον κινηματογράφο, ιδιαιτέρως ποιητικά έχει μιλήσει για τα σύνορα, τα όρια και την ιστορία ο Θόδωρος Αγγελόπουλος. 

Στην περίπτωση της παρέας των νεαρών φοιτητών η πράξη τους μάλλον έμοιαζε με κλείσιμο του ματιού, με μια συμβολική πράξη αντίστασης ή απόδρασης, ένα παιχνίδι με το όριο στον ρυθμό της ανέμελης εξερεύνησης της νεότητας. Άλλοι στην ηλικία τους έκαναν τότε τολμηρότερα πράγματα. Κάποιοι βρέθηκαν, στο φρούριο του Γεντί Κουλέ, και κάποιοι μακριά, σε άλλους τόπους εγκλεισμού. Ορισμένοι αναλάμβαναν βοηθητικό ρόλο, όπως να προειδοποιούν την έλευση κάποιου «μυστικού» κρύβοντας μια πρόκα στα πιάτα, στην αγαπημένη ταβέρνα του Κωστή Μοσκώφ, τη «Δόμνα», εκεί κοντά στη φυλακή. Άλλοι πάλι δεν έκαναν τίποτα. Είχαν περιπέσει σε ακινησία.

Τα τελευταία ηλιόλουστα Σαββατοκύριακα του φθινοπώρου, στο τέλος του ενδιάμεσου των δύο εγκλεισμών, έβλεπε κανείς αρκετούς Θεσσαλονικείς, αναζητώντας στην ύπαιθρο την αποφυγή του συνωστισμού, να επιλέγουν παρόμοιες προς τα σύνορα αποδράσεις. Η Δοϊράνη στην παραλίμνια διαδρομή της αποκαλύπτει ένα πνιγμένο δάσος και υποβάλλει ακόμη περισσότερο την απόκοσμη σκηνοθεσία. Το τοπίο θα ενέπνεε τον Μπραμ Στόουκερ, τον συγγραφέα του αριστουργηματικού «Δράκουλα», στις μεταφυσικές απεικονίσεις των εξωτικών Βαλκανίων.

Ο νεαρός Βρετανός δικηγόρος, Τζόναθαν Χάρκερ θα άξιζε ενδεχομένως να κάνει μια παράκαμψη από εκεί, στον δρόμο του για τα Καρπάθια και τον Κόμη (Μπραμ Στόουκερ, Δράκουλας, μεταφρ. Ανέττα Καπόν, Στοχαστής, Αθήνα 1981. Χαρακτηριστικές οι πρώτες περιγραφές στις σελίδες 11-23. Αυτές νομίζω αρκούν. Τη συνέχεια της ανάγνωσης την επιλέγει κανείς με δική του ευθύνη…).

Οι Βρετανοί πάντα έβλεπαν ως εξωτικά τα Βαλκάνια. Ανηφορίζοντας σε ένα μικρό ύψωμα πάνω από τη λίμνη προσγειώνεται κανείς στα μνημεία των πεσόντων του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, της μακράς πολεμικής δεκαετίας. Αρχικά απαντάται το με αγγλο – σαξωνική, αποικιοκρατική τάξη περιποιημένο βρετανικό νεκροταφείο. Εκεί τάφηκαν στρατιώτες – υπήκοοι της Κοινοπολιτείας, που βρέθηκαν, πολέμησαν και χάθηκαν κοντά στη λίμνη. Πέρα από την ξεκάθαρη υπόμνηση ότι βρίσκεσαι σε βρετανικό έδαφος, η μνημειακή αρχιτεκτονική του κοιμητηρίου, τα ηρώα και οι αναθηματικές στήλες, οι ρομαντικοί επιτύμβιοι στίχοι, η απόλυτη συμμετρία και το φροντισμένο γρασίδι φαίνεται ότι έχουν επιστρατευτεί για να νομιμοποιήσουν τις θυσίες των στρατιωτών, των πολλών φτωχών, που έζησαν δραματικά, όπως συνήθως κάνουν, τον εφιάλτη του πολέμου.

Στις χαμηλές τσιμεντένιες πλάκες είναι χαραγμένα το όνομα και το τάγμα στο οποίο υπηρετούσαν, ενώ στις περιπτώσεις μη ταυτοποίησης, αντί λοιπών στοιχείων, η επιγραφή: «στρατιώτης του Μεγάλου Πολέμου, που ήταν γνωστός στον Θεό». Επώνυμοι και άγνωστοι σκοτώθηκαν στην περιοχή από τα τέλη του 1916, ως το φθινόπωρο του 1918. Οι περισσότεροι στην πολύνεκρη ήττα στη μάχη της Δοϊράνης, στις 18 Σεπτεμβρίου 1918. Λίγο πριν το τέλος των μαχών στο μακεδονικό μέτωπο. Λίγο πριν από την υποχώρηση του βουλγαρικού στρατού, έπειτα από τις σερβικές επιτυχίες. Λίγο πριν από τη λήξη του Μεγάλου Πολέμου.

Ανάλογο παράδειγμα σε μια κοντινότερη προς τη Θεσσαλονίκη, αλλά όχι λιγότερο «εξωτική» επίσκεψη στα «ινδιάνικα», στην περιοχή του Δενδροποτάμου. Είχαμε την τύχη στην περιοχή να μας ξεναγήσει ο φίλος Γιώργος Τσιτιρίδης, ο οποίος συνδέεται με μακροχρόνια, ουσιαστική σχέση με τους ανθρώπους και τον τόπο. 

Βλέπε επίσης χαρακτηριστικό έντυπο για σχετικές επισκέψεις από το Βρετανικό Συμβούλιο

Λίγο πιο πάνω εντοπίζεται το ελληνικό στρατιωτικό νεκροταφείο. Στις ταφικές πλάκες αποτυπώνεται χαραγμένη η ίδια μέρα του Σεπτέμβρη – δηλωμένη με το παλιό ημερολόγιο. Καταγραφή του τόπου καταγωγής: Κρήτη, Σέρρες, και σε κάποιες, Πελοπόννησος. Παλιά, αλλά κυρίως Νέα Ελλάδα. Τοποθέτηση στον ταφικό χώρο ανάλογα με το αξίωμα στο στράτευμα. Αρκετοί αξιωματικοί. Περισσότεροι οπλίτες – κυρίως ταπεινής προέλευσης, κυρίως αγρότες. Ελάχιστοι σε σχέση με το πλήθος των νεκρών της μάχης. Έπεσαν στον βωμό της Μεγάλης Ιδέας. Είχαν γνωρίσει τη δίνη, τη φρίκη του βιομηχανικού πολέμου. Ήταν Σεπτέμβριος και τα αθέριστα στάρια είχαν πάρει φωτιά από τις οβίδες. Σωστή κόλαση. Βαριά τραύματα και εγκαύματα. Αδυναμία περισυλλογής των τραυματιών (Η ατμόσφαιρα από την εμπειρία του πολέμου αποδίδεται εξαιρετικά από τον ιστορικό Γιώργο Χρανιώτη στην υπό υποστήριξη διατριβή του με τίτλο Παλαιοί Πολεμιστές, εργατικό και κομμουνιστικό κίνημα στην Ελλάδα, 1922 -1928. Τον ευχαριστώ για την ευκαιρία να διαβάσω αποσπάσματα της δουλειάς του).

Αναπόφευκτες οι σκέψεις για τον βίαιο θάνατο που διακόπτει τη νεότητα, για την έννοια και τις δυνατότητες επιλογής σε συνθήκες μαζικής επιστράτευσης – της επιλογής προς τον χαμό (Για τη μάχη της Δοϊράνης και το μακεδονικό μέτωπο βλ. Γιώργος Μαργαρίτης, «Η εμπόλεμη Ελλάδα. Βαλκανικοί πόλεμοι, μακεδονικό μέτωπο, Ουκρανία», Ιστορία Νέου Ελληνισμού, τόμος 6, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2003, 78-82.

Σωτήρης Μουσλόπουλος

Ακολουθώντας τη συνοριογραμμή από το Κιλκίς προς τις Σέρρες, πλάι στις σιδηροδρομικές ράγες κυριαρχεί στο τοπίο το όρος Μπέλες. Πυκνή βλάστηση και ευχάριστη συνάντηση με την πλούσια πανίδα της λίμνης Κερκίνης. Κάποια έμπειρα μάτια διακρίνουν στην κορυφογραμμή, στις αραιώσεις του δασικού τοπίου, τα σημάδια των εμπρηστικών βομβών που κυνηγούσαν τους αντάρτες του ΔΣΕ. Πέρα από τον Γράμμο, τέτοιες βόμβες δοκιμάστηκαν και στους ορεινούς όγκους της Κεντρικής Μακεδονίας. Ήδη, λέγεται, από το καλοκαίρι του 1948 (Νικόλαος Καραγιαννακίδης – Χρήστος Καλιντζόγλου, «Στοιχεία για τη δράση των αντιπάλων στη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου στο νομό Σερρών από αρχειακές πηγές του ‘εθνικού στρατού’, 1946-1949», Πρακτικά Β’ Διεθνούς Επιστημονικού Συνεδρίου, Οι Σέρρες και η περιοχή τους. Από την οθωμανική κατάκτηση μέχρι τη σύγχρονη εποχή», παραπομπή 64, σ.128, Θανάσης Σφήκας, Οι Άγγλοι Εργατικοί και ο Εμφύλιος Πόλεμος στην Ελλάδα, Φιλίστωρ, Αθήνα 1997, σ.431.)

Με μια ιστορική ματιά και κάποια λογοτεχνική φαντασία μπορεί κανείς και σήμερα να εντοπίσει στο ιστορικό τοπίο πολλούς από όσους ακροβάτησαν στα όρια της παραμεθορίου. 

Οδηγώντας προς τα σύνορα συναντά κανείς συχνά ομάδες νεαρών μοτοσικλετιστών. Συχνά σε προσπερνούν στον αυτοκινητόδρομο. Ειδικότερα η διαδρομή προς τις Σέρρες είναι ιδανική για όσους αναζητούν τον ίλιγγο που δίνουν οι στροφές. Υπάρχουν εκεί και κάποια σημεία, που οι στροφές διαρκούν πολύ και δίνουν την αίσθηση ότι δεν θα τελειώσουν ποτέ, ότι θα ωθήσουν στον εκτροχιασμό. Ο κίνδυνος είναι σοβαρός, όπως δείχνουν τα πολλά εκκλησάκια στις όχθες του δρόμου. Σε αντίθεση με την περίπτωση των μαζικά στρατολογημένων νεκρών φαντάρων, εδώ ευκολότερα γίνεται λόγος για ατομική ευθύνη, για επιλογή. Αρκετοί αντιπαραθέτουν τις κακές κλήσεις του δρόμου και τις κακοτεχνίες του οδοστρώματος. Άλλοι αναζητούν ερμηνείες για τους λόγους που οδηγούν τους νέους στην αναζήτηση της βίωσης του ιλίγγου. Για τους νέους που συνήθως νιώθουν ότι περισσεύουν, που δίνουν ραντεβού στα όρια της πόλης μετά τα μεσάνυχτα, στον φιδωτό αυτοκινητόδρομο των Σερρών ή στις προκλητικές για ταχύτητα ευθείες της διαδρομής προς το Κιλκίς. 

Το 2015 οι διαδρομές προς τα σύνορα και ιδιαίτερα αυτή που οδηγεί στην Ειδομένη, έγιναν με μαζικούς όρους, με πούλμαν και με τα πόδια. Υπολογίζεται ότι τους καλοκαιρινούς μήνες 5.000 άνθρωποι διέσχιζαν σε καθημερινή βάση τα σύνορα. Περισσότεροι από 500.000 ως το φθινόπωρο (Δημήτρης Χριστόπουλος, Αν το προσφυγικό ήταν πρόβλημα, θα είχε λύση, Πόλις, Αθήνα 2020, σ.142-143).

Το φθινόπωρο η κατάσταση είχε γίνει αρκετά δύσκολη. Τις νύχτες δυσκολότερη. Μεγάλα πλήθη, συγκεντρωμένα στο ύπαιθρο, στις γραμμές, στο σύνορο. Μπόγοι, ανυπομονησία, φήμες και συχνές εντάσεις. Πρόχειρα καταλύματα. Πολύχρωμες αποσκευές. Κίνηση μαζική ανθρώπων που ήρθαν από μακριά. Άνθρωποι σε κίνηση ή σε αναμονή της κίνησης. Κίνηση σε πομπή προς το πέρασμα. 

Ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ είχε περιγράψει με δέος και φρίκη την εξαθλίωση στις πομπές των προσφύγων που εκκένωναν την Ανατολική Θράκη τον Νοέμβριο του 1922 (Έρνεστ Χέμινγουεϊ, Με υπογραφή Χέμινγουεϊ. 1920-1922. Ιταλία, Βαλκάνια, μικρασιατική καταστροφή, Εκδόσεις Καστανιώτης – Εικοστός αιώνας, Αθήνα 2010, σ.370-375).

Νομίζω ότι όσοι τότε έσπευσαν να βοηθήσουν, μάλλον κατάλαβαν καλύτερα τη συνθήκη των προσφύγων προγόνων. Τις ιστορίες που ειπώθηκαν ή συνηθέστερα δεν ειπώθηκαν ποτέ. Πολλά σχετικά γράφτηκαν και συνομιλήθηκαν τότε, τον καιρό της Ειδομένης. Οι ομοιότητες κυριαρχούσαν στην ατμόσφαιρα. Ώσπου η Ειδομένη, ο δρόμος προς την Ευρώπη έκλεισε. 

Ακολουθεί και δεύτερος μέρος…

Ο Κώστας Τζιάρας γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1978. Είναι ιστορικός, δρ. του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών ΑΠΘ. Το προηγούμενο έτος δίδαξε στο συγκεκριμένο τμήμα το μάθημα «Πρόσφυγες και Μετανάστες». Διδάσκει, επίσης ιστορία και λογοτεχνία στο σχολείο του ΚΕΘΕΑ/ ΙΘΑΚΗ και την ελληνική ως δεύτερη γλώσσα.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα