Τα ξόρκια και τα φίδια
της Δήμητρας Ρίζου Μια μικρή ιστορία της Δήμητρας Ρίζου, εμπνευσμένη από τον θρύλο των όφεων, έναν αστικό μύθο της Θεσσαλονίκης, ήταν αυτή που ενέπνευσε 25 σπουδαστές γραφιστικής ώστε να καταφέρουν να μετατρέψουν τους φανταστικούς χαρακτήρες της ιστορίας σε υπαρκτές φιγούρες και να τους αποτυπώσουν σε χαρτί. Όλα αυτά υλοποιήθηκαν στο workshop Ψηφιακής Εικονογράφησης του Γιώργου […]
της Δήμητρας Ρίζου
Μια μικρή ιστορία της Δήμητρας Ρίζου, εμπνευσμένη από τον θρύλο των όφεων, έναν αστικό μύθο της Θεσσαλονίκης, ήταν αυτή που ενέπνευσε 25 σπουδαστές γραφιστικής ώστε να καταφέρουν να μετατρέψουν τους φανταστικούς χαρακτήρες της ιστορίας σε υπαρκτές φιγούρες και να τους αποτυπώσουν σε χαρτί. Όλα αυτά υλοποιήθηκαν στο workshop Ψηφιακής Εικονογράφησης του Γιώργου Δουτσιόπουλου, το οποίο πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της πρώτης συνάντησης νέων γραφιστών Τοοkit Startup που οργάνωσε ο Παναγιώτης Μεταλληνός, ο Παντελής Τουτουνόπολους, η parallaxi και το Θεσσαλονίκη Αλλιώς. Τα μαγευτικά αποτελέσματα του workshop αυτού, όπως και άλλων 3, μπορείτε να δείτε μέχρι τις 30 Μαΐου στην έκθεση στο χώρο του ινστιτούτου GHOETHE στην οδό Βασ.Όλγας 66
Βροντούσε η πόρτα του Ραβίνου σαν να ‘χε ξεσηκωθεί και άλλο πογκρόμ κι εκείνος στεκόταν από πίσω τραβώντας τ’ άσπρα του μούσια, ιδροκοπώντας μέσα στις μάλλινες παντόφλες του.
«Ραβίνεεε!» ακούστηκε η τσιριχτή φωνή της κυρά-Ακριβής, της πιο αφοσιωμένης του ακόλουθης.
«Όι βέι,» στέναξε ο Ραβίνος. «Κάλλιο το πογκρόμ.»
«Σ’ ακούω που στέκεσαι κει πίσω γι’ αυτό άνοιξε, κακομοίρη μου.»
Ο Ραβίνος ίσιωσε το κιπά του και τράβηξε την ξύλινη πόρτα. Στο κατώφλι η κυρά-Ακριβή είχε το ένα χέρι στη μέση και με τ’ άλλο κράδαινε θριαμβευτικά μπρος στη μύτη του τρία σκοτωμένα φίδια. Ο Ραβίνος σκέφτηκε τον Ηρακλή στην κούνια του. Παρά τα 80 της χρονάκια, η νταρντάνα αυτή μπούμπα νικούσε και τον Ηρακλή άμα ήθελε μόνο και μόνο με το αγριωπό της βλέμμα.
«Τα βλέπεις ετούτα; Στο Γιλάν Μερμέρ! Όσο συ χτενίζεις τις φαβορίτες σου, τα παιδιά μας κιντυνεύουν!»
Ο Ραβίνος χάιδεψε άθελά του τις μπούκλες του και αναρωτήθηκε αν έπρεπε να θυμίσει στην κυρά-Ακριβή ότι τα δικά της παιδιά είχαν χρόνια να της μιλήσουν. Μια φασαρία για την κληρονομιά, την οποία εκείνη ήθελε ν’ αφήσει στο ναό, λέει, και τη συναγωγή και το τζαμί μαζί. Διότι η κυρά-Ακριβή τώρα που έφτανε το τέλος της ζωής της ήθελε να τα έχει καλά με όλους και γι’ αυτό ερχόταν στη συναγωγή του και ας ήταν βαφτισμένη Χριστιανή.
«Πάτερ,» είπε, λίγο πιο ήρεμα τώρα, σαν να θυμήθηκε ξαφνικά ότι μιλάει με άνθρωπο του Θεού. «Ντύσου. Πάμε να ξορκίσεις το κακό.»
«Δεν είμαι πάτερ,» είπε ο Ραβίνος. «Ούτε πρόκειται να έρθω.»
Λιγότερο από δέκα λεπτά αργότερα στέκονταν στο Γιλάν Μερμέρ, μπροστά στη Σκιστή Πέτρα. Γύρω τους είχαν καμιά δεκαριά ξυπόλητα χαμίνια που χάζευαν τον εξορκισμό όλο περιέργεια, με νεκρά φίδια στα χέρια ή κρεμασμένα στους ώμους, λες και ήταν λαιμοδέτες. Ο Ραβίνος, που δεν είχε κάνει ποτέ του κάτι παρόμοιο, αποφάσισε να αυτοσχεδιάσει. Μια ύψωνε τα χέρια στον ουρανό, μια κλωτσούσε το χώμα, μια ανέβαινε αγκομαχώντας τα δυο σκαλιά κι έφτυνε και χαστούκιζε την καταραμένη πέτρα. Μα πριν προλάβει να επικοινωνήσει με τα θεία, άκουσε πίσω του σαματά.
«Φε!» φώναξε. «Χότζα!»
Ο Χότζας πλησίασε καβαλώντας ανάποδα ένα γαϊδούρι, γιατί του άρεσε να παριστάνει τον Νασρεντίν και ας διαμαρτύρονταν οι λόγιοι. Το τουρμπάνι του έλαμπε στον ήλιο και τα φουντωτά του γκρίζα γένια ξάπλωναν απολαυστικά πάνω στην κοιλάρα του. Από πίσω ακολουθούσε πλήθος κόσμου που τον επευφημούσε. Δυο παλικάρια τον βοήθησαν να κατεβεί. «Επιτέλους,» του είπε η κυρά-Ακριβή. «Από το πρωί σε φώναξα, πάτερ.» Ο Χότζας γέλασε δυνατά και χτύπησε χαϊδευτικά τη γριά στην πλάτη.
«Φίλε μου, Χότζα,» σφύριξε ο Ραβίνος λες και βλαστημούσε. Οι δυο γέροι ένωσαν τα χέρια τους πατώντας πάνω στα νεκρά φίδια και για μια αποκρουστική στιγμή οι κοιλιές τους τρίφτηκαν η μια στην άλλη. «Χαίρομαι που σε βλέπω, μα έχω αναλάβει. Τελειώνω κιόλα, δες.»
Σαν απάντηση, ένα φίδι ξετρύπωσε πίσω από την πέτρα και κοντοστάθηκε αβέβαιο ανάμεσα σε τόσο κόσμο. Ένα από τα χαμίνια, ο μικρός Βάσος ο μπάσταρδος, πήδηξε μπροστά στο άτιμο ερπετό με μια κοτρώνα και του ‘κανε το κεφάλι λιώμα. «Δεκατέσσερα,» φώναξε. «Ρούφα τ’ αυγό σου, Ρομάν.» Ο Ρομάν, ένα κοκαλιάρικο αλάνι που κρατούσε ένα μάτσο φίδια στο κάθε χέρι, έφτυσε στο χώμα.
«Ουστ, κοπρίτες!» έκανε η κυρά-Ακριβή στα παιδιά. «Μην μπλέκεστε. Δε βλέπετε που ‘χουμε σοβαρή δουλειά εδώ πέρα;»
«Μπισμιλάχ Ιλ Ραχμάν Ιλ Ραχίμ,» έλεγε ο Χότζας που είχε φτάσει μπρος στην πέτρα και τις έδινε σφαλιάρες. «Κουλ Χούα Αλλάχου Άχαντ.»
«Ούτε ξέρει τι κάνει,» είπε ο Ραβίνος. «Από το μυαλό του τα βγάζει.»
Άρχισε και αυτός να χαστουκίζει την πέτρα και ο κόσμος χτυπούσε παλαμάκια με το ρυθμό. Στα παράθυρα οι κυράτσες σταυροκοπιόντουσαν και οι παππούδες στα πεζούλια γελούσαν βήχοντας. Πριν το καταλάβουν καλά καλά, οι δυο άνθρωποι του Θεού είχαν αφήσει την πέτρα και χαστούκιζαν κι έσπρωχναν ο ένας τον άλλο και το πλήθος φώναζε εκστασιασμένο λες και έβλεπε κοκορομαχία ενώ στο καπηλειό της γωνίας οι μπεκρήδες άρχισαν τα στοιχήματα. Η κυρά-Ακριβή τράβηξε τις φορεσιές τους. «Άιντε, φτάνει, δε βλέπετε που δε γίνεται τίποτες; Δε φεύγει ο δαίμονας έτσι, γιατί για δαίμονα μιλάμε εδώ πέρα!»
«Δαίμονας, ναι, μου το ‘πε η νενέ μου!» πετάχτηκε ο μικρός Βάσος και ας μην τον ρώτησε κανείς. «Το στοιχειό του αίματος! Απ’ τις κρεμάλες, ντε!»
Έπεσε απότομα σιωπή και από τους δυο ιερείς και από τα χαμίνια και το πλήθος και από τις κυράτσες στα παράθυρα και από τους κρασοπατέρες στο καπηλειό και τους παππούδες που κάθονταν στα πεζούλια κι έβηχαν μέσα στα μανίκια τους. Σήκωσαν όλοι τα κεφάλια και κοίταξαν το λαδοφάναρο πάνω στην κολώνα και για λίγα δευτερόλεπτα το φανάρι χάθηκε και στη θέση του είδαν κρεμασμένο ένα παλικάρι. Η γλώσσα και τα μάτια πεταγμένα έξω, το πρόσωπο πρησμένο και τα μουστάκια του γεμάτα ξεραμένα αίματα, σαν να ‘χε φάει ένα γερό χέρι ξύλο. Λεβέντης πρέπει να ήταν κάποτε γιατί φαινόταν γεροδεμένος και παλικαράς. Πάνω από το νεκρό ο ουρανός σκοτείνιασε και κάποιοι θα περηφανεύονταν μετά ότι είδαν φίδια να γλιστράνε πάνω στο ξύλο και δαιμόνια και σταυρούς και αγίους και ό,τι άλλο κατέβαζε η κεφάλα τους. Και όσο κράτησε η οπτασία ξέχασαν όλοι πώς και βρέθηκαν εκεί, ξέχασαν τους εξορκισμούς και τα φίδια και τους ιερείς και όλα αυτά τα ανούσια πράγματα και τίποτ’ άλλο δεν είχε σημασία, παρά μόνο ότι δεν ήταν οι ίδιοι κρεμασμένοι εκεί πάνω, οι ίδιοι ή τα παιδιά τους, κι ένιωσαν μια μεγάλη ανακούφιση που ‘τυχαν έτσι τα πράγματα και βρέθηκαν για μια στιγμή στο χρόνο ζωντανοί.
Μα το όραμα πέρασε γρήγορα και όταν φώτισε πάλι ο ουρανός οι δυο γέροι είχαν αρχίσει ξανά να σπρώχνουν ο ένας τον άλλον και η κυρά-Ακριβή πήρε το δρόμο βροντώντας στο χώμα τις ποδάρες της. «Δουλειά με σας δε γίνεται!» φώναξε από πέρα. «Πάω να φέρω κανένα Χριστιανό!»
Διαβάστε ακόμα: Αστικοί Μύθοι: Η στήλη των Όφεων