Ταιριάζουμε; – Μια διαφορετική ρομαντική ταινία με άνισο αποτέλεσμα
Ο Γιάννης Γκροσδάνης γράφει για την σύγχρονη ρομαντική ιστορία της Σελίν Σονγκ που κυκλοφορεί στους κινηματογράφους
Καταρχάς ίσως θα έπρεπε με απόλυτη ειλικρίνεια να παραδεχτούμε ότι ένα ραντεβού στις μέρες μας έχει παραγίνει δύσκολο για να είναι αληθινό.
Ίσως όμως να ήταν από πάντα δύσκολο, ακόμα και όταν ο πρώτος άνθρωπος των σπηλαίων ένιωσε την ανάγκη να συνάψει μια ερωτική σχέση, εικόνα που πολύ χιουμοριστικά μας δίνει η Σελίν Σονγκ ξεκινώντας την ταινία της.
Φυσικά δεν χρειάζεται να πάμε τόσο πίσω γιατί «ο γάμος ήταν πάντα μια επιχειρηματική συναλλαγή». Αυτό άλλωστε τονίζει σε μια από τις πελάτισσες της η Λούσι, η καπάτσα προξενήτρα που υποδύεται απολαυστικά η Ντακότα Τζόνσον. Απλά στις μέρες μας έγινε ένας σύνθετος μαραθώνιος που οδηγούν σε ακόμη μεγαλύτερη πίεση τα μέλη αυτής της «αγοράς». Η Σελιν Σονγκ στη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία της – μετά το υποψήφιο για Όσκαρ Past Lives – επιστρέφει στην ρομαντική θεματολογία της για να μας δώσει μια παράδοξη, κυνική ιστορία για ένα ερωτικό «τρίγωνο» και να διερευνήσει τα μυστήρια της έλξης – και την αιώνια μάχη ανάμεσα στη λογική και το συναίσθημα.
Το Materialists διαδραματίζεται στη Νέα Υόρκη, μια πόλη εξωφρενικά ακριβή, όπου τα χρήματα επηρεάζουν σχεδόν κάθε πτυχή της ζωής. Σε αυτό το περιβάλλον, η Λούσι εργάζεται για ένα γραφείο γνωριμιών, εξυπηρετώντας πλούσιους, απαιτητικούς πελάτες που βρίσκονται ηλικιακά κυρίως στα -αντα και αναμένουν να βρουν το τέλειο ταίρι. Η Λούσι είναι εξαιρετική στη δουλειά της — εννέα πελάτες της έχουν ήδη παντρευτεί — και πιστεύει στον έρωτα, αν και τον αντιμετωπίζει με στεγνό ρεαλισμό, λαμβάνοντας υπόψη κυρίως παράγοντες όπως το εισόδημα των υποψηφίων. Αυτή την οπτική προσπαθεί να κρατήσει και για τον εαυτό της μέχρι που έρχεται αντιμέτωπη με το δίλλημα. Τελικά τα λεφτά φέρνουν την ευτυχία ή όπως το έλεγε και ο Τζον Λένον απλά all you need is love;
Η Σονγκ προσπαθεί στο Materialists να βάλει όλα όσα την απασχολούν σε μια τάξη και να μας δώσει ένα καίριο και διεισδυτικό σχόλιο για τον έρωτα στην meta εποχή που ζούμε, μια εποχή που έχουμε μπερδέψει καθαρές έννοιες όπως η αγάπη, η συντροφικότητα, η επαφή, ο έρωτας. Η κοφτερή και ωμή ματιά που θέλει να προσφέρει βέβαια μπορεί να σε τσιτώσει άσχημα. Ποιος έχει επομένως ανάγκη άραγε να δει την κυνική συναλλαγή ζωής ανάμεσα σε έναν Τζεφ Μπέζος και την καλή του, που οι ίδιοι βαφτίζουν γάμο, αλλά είναι ένα ακόμα συμβόλαιο με το οποίο ντιλάρουν για την παραπάνω κοινωνική ανέλιξη τους;
Υπό αυτή την έννοια η ταινία είναι μια σπάνια περίπτωση αφού δεν είναι μια καθαρόαιμη ρομαντική κομεντί από την αρχή, αν και σε πρώτο επίπεδο, μοιάζει να πραγματεύεται κοινά διλήμματα των ρομαντικών κομεντί — σταθερότητα ή πάθος; χρήμα ή ευτυχία ; – έχει καθαρή διάθεση, έχει οπτική και στυλ και δεν θέλει να νερώσει το σκεπτικό της, προσεγγίζει με ωμή ειλικρίνεια το θέμα της ακόμα κι όταν μας λέει ότι πίσω από τα κουτάκια του τέλειου ταιριού μπορεί να μην κρύβεται μια νέα αγάπη αλλά κάτι μυστήριο (αυτή είναι η περίπτωση της Σόφι, της πελάτισσας της Λούσι που δυσκολεύεται να βρει το άλλο της μισό).
Όλο αυτό όμως το κυνικό στα 2/3 του στόρι είναι μάλλον ενοχλητικό και πιο πολύ είναι αντιφατικό και άνισο σαν την βασική ηρωίδα του Materialists και σε μπερδεύει.
Η Ντακότα Τζόνσον αποδίδει εδώ άψογα την επαγγελματική ψυχρότητα της Λούσι, αλλά και τις ρωγμές που αρχίζουν να εμφανίζονται, όταν κάτι απρόσμενο (ο θιγμένος εγωισμός της για την πελάτισσα που δεν βρίσκει ταίρι) τη συγκλονίζει. Το ίδιο και ο Πέδρο Πασκάλ που δίνει βάθος και στιλιζάρισμα στον φαινομενικά «τέλειο» αλλά επιφανειακό χαρακτήρα του, ακόμη και ο Έβανς που προσφέρει μία πολύ ζεστή και συναισθηματική ερμηνεία ενός βιοπαλαιστή μπατίρη ηθοποιού κοντά στα 40.
Δυστυχώς όμως το ερωτικό τρίγωνο δεν δείχνει να ταιριάζει και να δένει τα κομμάτια του, πράγμα που γίνεται εύκολα κατανοητό όσο αφήνεσαι στην ιστορία.
Η Σονγκ θέλει στην δεύτερη ταινία της να μας πείσει για την σκηνοθετική της δεινότητα και δουλεύει μια ρομαντική ιστορία με βασικά υλικά από τη μια τον στεγνό ορθολογισμό και από την άλλη την δύναμη του πεπρωμένου, κομμάτι που ωστόσο είχε φωτίσει περισσότερο και ίσως πιο πειστικά στην πρώτη της ταινία.
Τα συμπεράσματά της μπορεί να είναι λίγο προβλέψιμα ή υπερβολικά «τακτοποιημένα», όμως η ίδια φαίνεται πως εξακολουθεί να είναι γοητευμένη από την ανεκτίμητη πολυπλοκότητα της ανθρώπινης καρδιάς.
Ίσως αυτή η τελευταία σκέψη της τελικά να αρκεί.