Featured

Ταξιδιωτικό γραφείο χρυσόψαρων

Μια εικόνα της Όλγας Δέικου ενέπνευσε το Χρήστο Ωραιόπουλο να γράψει σήμερα ένα διήγημα.

Χρήστος Ωραιόπουλος
ταξιδιωτικό-γραφείο-χρυσόψαρων-734470
Χρήστος Ωραιόπουλος

Εικόνα: Όλγα Δέικου

Ανέκαθεν πίστευε σε κάποιους συμβολισμούς. Στις ευεργετικές μεταφυσικές προεκτάσεις των υλικών αντικειμένων. Στην υιοθέτηση αρχιτεκτονικών συμβουλών που μπορούσαν να φέρουν την ευτυχία. Ίσως έφταιγαν κάτι βιβλία που είχαν πέσει στα χέρια του, όταν ήταν μικρό παιδί, με κινέζικες και ιαπωνικές συμβουλές ζωής, καλής ζωής δηλαδή. Αυτά με την αύρα, το καλό και το κακό και το διαλογισμό. Το πιο αστείο, ήταν ότι ποτέ δεν ακολούθησε κανένα τέτοιο πνευματικό γιατροσόφι και πως ζούσε μια συνηθισμένη ζωή πενηντάρη, σε ένα συνηθισμένο σπίτι που δεν απέπνεε καμία ιδιαίτερη ατμόσφαιρα. Έμοιαζε με όλα και μύριζε κάπνα. Όπως όλα τα μικρά διαμερίσματα της κρίσης και των δυσανάλογων ενοικίων.

Πρόσφατα η μάνα του διαγνώστηκε με αλτσχάιμερ και η κόρη του ενηλικιώθηκε. Και τα δύο του προκαλούσαν μια περίεργη αμηχανία, όχι πίεση, αφού και τα δυο αποτελούσαν φυσική εξέλιξη της ζωής. Την καταλάβαινε τη μάνα του, μια γυναίκα μόνη, χήρα λίγο πριν τα ογδόντα. Προτιμούσε να μιλά για το παρελθόν πριν τη νόσο, όπως όλοι οι γέροι άλλωστε, αφού τα χρόνια που είχε ζήσει ήταν περισσότερα από αυτά που απέμεναν. Ένιωθε περισσότερο χορτάτη για αυτά που είχε ζήσει και λιγότερο ενθουσιασμένη για το όποιο κοντό μέλλον. Αυτά πριν το γερμανό καθηγητή.

Η μικρή στον κόσμο της, αλλά και ο κόσμος του και ο κόσμος της γιαγιάς της, που το παρελθόν της το θυμόταν σε φωτεινές αναλαμπές και το μέλλον ήταν, όπως είπαμε, κοντό, το μόνο που της έμενε ήταν μια χαρά του παρόντος, μια στιγμή, μια αγκαλιά, μια επαναλαμβανόμενη απάντηση στην ερώτηση, ποια είσαι εσύ: γιαγιά είμαι η εγγονή σου, του παιδιού σου το παιδί, που την έκανε κάθε ώρα σχεδόν να βάζει τα κλάματα, με υπόκρουση κάποια εκπομπή στην τηλεόραση που έπαιζε στη διαπασών. Κάθε φορά με την ίδια συγκίνηση.

Όμως, η ζωή του έτρεχε κι έξω από την ξεθυμασμένη μνήμη της μάνας του. Και αυτό που κυριαρχούσε ήταν η σχέση του με την κόρη του. Αυτό το αιώνιο χάσμα που διέπει το ανδρικό και το γυναικείο μυαλό, τη σχέση γονιού και παιδιού, του πενηντάρη και της εικοσάχρονης. Έπρεπε να βρεθεί η χρυσή τομή ανάμεσα στα στριφτά της τσιγάρα και στα βαριά του άφιλτρα, το φτηνό κρασί της γενιάς της στο πάρκο και τα νεανικά βερμούτ στα παλιά μπαρ της εποχής του. Τελευταία είχε γίνει αντιδραστική, σαν να πάλευε με όλους. Ίσως να έπαιξε το ρόλο του ότι πέρασε πολύ ομαλή εφηβεία κι ότι φυσικά λίγο πριν τα δεκαοκτώ της κεράκια έχασε τη μάνα της και αυτός τη σύντροφό του, που τον επηρέασε, όσο να πεις.

Στο πλαίσιο αυτού του ψαξίματος των πατημάτων τους, με την επιμονή και τη θέληση -κυρίως- της μικρής είχαν αποφασίσει να πάνε σε ένα θερινό, αφού δεν μπορούσαν να πάνε ένα ταξίδι, για οικονομικούς λόγους. Ο τόπος ανταποκρινόταν στα γούστα και των δυο, αφού για εκείνον θύμιζε πολλά, τις πρώτες ταινίες, τα πρώτα φιλιά και για εκείνη ήταν ένα κουλ μέρος που η γενιά της που ανακάλυπτε σιγά-σιγά εκ νέου. Για την επιλογή της ταινίας δεν υπήρχε πρόβλημα, αφού εκείνος δεν σκάμπαζε και πολλά, ενώ εκείνη δεν είχε και ιδιαίτερες γνώσεις και προτιμήσεις. Ήταν περισσότερο εξοικειωμένη με τις τάσεις της εποχής και του διαδικτύου και άρα σχεδόν καθόλου εξοικειωμένη με την αληθινή τέχνη της μεγάλης οθόνης. Του πρότεινε να πάνε στα Φτηνά Τσιγάρα, που είναι τίμια ταινία γενικά και το γεγονός ότι είχε γίνει λίγο σούπα, δεν το γνώριζε καθότι άσχετη με το σινεμά.

Συνεπώς στα μάτια της η ταινία κατείχε τη διαχρονικότητά της. Κυρίως, όμως, η προβολή ήταν δωρεάν.

Και πήγαν και καλά πέρασαν και καθώς έβγαιναν και μιλούσαν, ο μπαμπάς ζήτησε από την κόρη να του στρίψει ένα τσιγάρο, να δει πού οφείλεται τέλος πάντων αυτή της η προτίμηση. Δεν το βρήκε κακό και μάλιστα το θεώρησε μια καλή ευκαιρία να κόψει το βαρύ άφιλτρο, γιατί ήταν και σε μια ηλικία. Η μικρή είχε διαβάσει σχετικά πριν την ταινία και του είπε για εκείνη τη σκηνή με τα χρυσόψαρα στο λεωφορείο και καθώς περπατούσαν του έλεγε πως ο σκηνοθέτης το άκουσε αυτό στο Μαρόκο από το τον Πωλ Μπόουλς που έγραψε το Τσάι στη Σαχάρα και ότι αυτό με τα ψάρια είναι τοπικό έθιμο που τον ενέπνευσε για τη σκηνή. Τότε εκείνος τη διέκοψε ακούγοντας το Τσάι στη Σαχάρα και της είπε πως δεν ήξερε το βιβλίο αλλά είχε δει την ταινία και έσπασε το κεφάλι του να θυμηθεί τον Μπερτολούτσι. Η μικρή το βρήκε ευχάριστη σύμπτωση και τον μπαμπά της περισσότερο ανθρώπινο και κουλ από όσο τον φανταζόταν. Εκείνος απέφυγε να αναφέρει ότι την είχε δει με τη μητέρα της.

Την άλλη μέρα, καθώς επέστρεφε από τη δουλειά του, όπως κάθε φορά, προσπαθούσε να σκέφτεται μόνο ευχάριστα πράγματα, καθώς περπατούσε. Έτσι του είπε ένας συνάδελφος που η γυναίκα του ήταν ψυχολόγος. Σκεφτόταν τη χθεσινή έξοδο με την κόρη του και τα βήματα που συντελέστηκαν στο να φτιάξουν τη μεταξύ τους σχέση. Ανέσυρε στιγμές που δεν κοιτούσε την ταινία, αλλά το πρόσωπό της να κοιτά προσηλωμένα και το στόμα να ανοιγοκλείνει μασουλώντας πατατάκια και το λαιμό της να υποδέχεται τη μπύρα που κάποτε ήταν γάλα από το μπιμπερό. Του ήρθε στο μυαλό αυτό που του έλεγε με τα χρυσόψαρα και κάνοντας έναν άκυρο συνειρμό, όπως γίνονται όλοι οι συνειρμοί, του ήρθε μια ιδέα και μπήκε σε ένα petshop.

Θα έπαιρνε στη μάνα του ένα χρυσόψαρο. Εμφανίστηκαν πάλι εκείνα τα κατάλοιπα με τα ιαπωνικά κόλπα και τους συμβολισμούς. Σκέφτηκε πως θα της το πήγαινε και θα της εξηγούσε πως αυτουνού του ψαριού η μνήμη είναι πιο ασθενής από τη δική της και πως αυτό θα την παρηγορούσε κάπως, θα την έκανε ίσως να γελάσει. Περισσότερο του φάνηκε του ίδιου κάπως αστείο, μάλλον λόγω του ενθουσιασμού που του προκάλεσε η ιδέα να της πάρει ένα ψαράκι, ώστε να την παρακινήσει να θυμάται να το ταΐζει. Σαν μια προσπάθεια αντίστασης στη φυσική εξέλιξη.

Πλήρωσε και βγήκε έξω με ένα κουτί που είχε μέσα τη γυάλα και μια σακούλα δεμένη γεμάτη με νερό και ένα μικρό χρυσόψαρο. Ο ήλιος του μεσημεριού του φάνηκε πιο φωτεινός απ’ όταν μπήκε στο μαγαζί. Τότε σήκωσε τη διάφανη σακούλα ψηλά στο ένα το χέρι και προσπάθησε να δει τον ήλιο μέσα από αυτή. Οι ακτίνες περνούσαν μέσα από το νερό και τα λέπια του χρυσόψαρου άστραφταν και χρύσιζαν με κάθε του απότομη κίνηση και γύρισμα που προσάρμοζαν την πτώση του φωτός πάνω στο σώμα του, κάνοντας το να γυαλίζει. Στο φωτογραφικό αυτό καρέ παρατήρησε πως η σακούλα με το χρυσόψαρο θύμιζε τη σημαία της Ιαπωνίας. Ίσως τότε να βρήκε τη λύση για τις δυο καταστάσεις που τον έφερναν σε αμηχανία. Ήθελε να δώσει στη μάνα του κάτι να θυμάται και στην κόρη του κάτι να το συνδέσει μαζί του, κάτι το ευχάριστο και το μοναδικό.

Λίγο παρακάτω, μπήκε σε ένα ταξιδιωτικό πρακτορείο και έκλεισε ένα δεκαπενθήμερο ταξίδι για τρεις στην Ιαπωνία, αφήνοντας άδειο τον τραπεζικό του λογαριασμό.

Το χρυσόψαρο το άφησε στο συνάδελφο και τη γυναίκα του, που ήταν ψυχολόγος, να το ταΐζουν και να του αλλάζουν νερό μια φορά ανά δυο-τρείς μέρες.

*Το διήγημα είναι εμπνευσμένο από την εικόνα της Όλγας Δέικου.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα