Ταντάλου και Αφροδίτης γωνία, καλοκαίρι 1916 – Η Γέννηση της «Ερωτικής Πόλης»
Πάνω στα κορίτσια, σαν αυτό της φωτογραφίας, «γεννήθηκε» και οικοδομήθηκε ο μύθος της «ερωτικής πόλης»
Είδα την παραπάνω φωτογραφία στο Facebook . Στο γκρουπ «Παλιές Φωτογραφίες της Θεσσαλονίκης», ένα γκρουπ που εύκολα κανείς βρίσκει διαμάντια σαν αυτό. Μια φωτογραφία εμφανώς φυσική και όχι στημένη, η οποία αποδίδει με ζωντάνια την ζωή στην Μπάρα, την κακόφωνη συνοικία της πόλης. Φαντάζομαι είναι κάποια στιγμή, ντάλα μεσημέρι, το καλοκαίρι του 1916 ή του 1917.
Μια κοπέλα, φορώντας μια νυχτικιά ή ένα μεσοφόρι, καπνίζει καταμεσής του δρόμου. Και μόνο το τελευταίο ήταν σκάνδαλο πριν από εκατό χρόνια. Τα πόδια της κοπέλας είναι σταυρωμένα ναζιάρικα και δίνουν στη στάση της ένα παιχνιδιάρικο ύφος που ερωτοτροπεί με το φακό.
Στο βάθος και σε πλήρη αντιδιαστολή κορίτσια με τα τσεμπέρια τους να καλύπτουν όλο το πρόσωπο. Δίπλα τους, μικροί λούστροι με τα κασελάκια στην πλάτη και χαμίνια. Αν φορούσαν άλλα ρούχα η εικόνα θα μπορούσε να ήταν χθες, κάπου στα στενά πίσω από τη Γιαννιτσών, στο Δενδροπόταμο ή σε άλλες ξεχασμένες γειτονιές – αποθετήρια ψυχών – δυτικά της πλατείας Βαρδαρίου.
Η μεγάλη διαφορά είναι στους ένστολους που βρίσκονται πέριξ στο μαγαζί που η πινακίδα του μας πληροφορεί ότι είναι το «British Bar». Οι δύο, με τα τουφέκια στον ώμο, πρέπει να είναι άντρες της Κρητικής Χωροφυλακής. Πίσω τους βρίσκονται Έλληνες ή Ιταλοί στρατιώτες. Κάτω από το μπαλκόνι και στη σκιά ένας Γάλλος που φοράει τη χαρακτηριστική βράκα των Ζουαβών. Μέχρι το καλοκαίρι του 1916 η Θεσσαλονίκη των 165.000 κατοίκων φιλοξενούσε ήδη 400.000 στρατιώτες πέντε διαφορετικών χωρών.
Στο τσιφλίκι του Λεμπετ, στο δρόμο για το Μοναστήρι, εκεί που είναι η σημερινή Σταυρούπολη, χιλιάδες αντίσκηνα είχαν στηθεί. Το ίδιο και ανατολικά, στα χωράφια από τις εξοχές της Βασιλίσσης Όλγας μέχρι το λόφο της Τούμπας. Στο Σέδες δεκάδες διπλάνα απογειώνονταν καθημερινά για να αντιμετωπίσουν γερμανικά Ζέπελιν που τα κουφάρια τους εκθέταν στο Λευκό Πύργο. Από την άλλη, τα διάφορα επιτελεία στεγάστηκαν σε επιταγμένα αρχοντικά. Την αρχή είχε κάνει ο Ελληνικός Στρατός που είχε επιτάξει τη Βίλα Μπιάνκα ήδη από το 1912. Αυτές οι τετρακόσιες χιλιάδες φαντάροι ήταν η Στρατιά της Ανατολής.
Αυτούς, οι συνάδερφοι τους στα αιματοβαμμένα χωράφια της Φλάνδρας στο δυτικό Μέτωπο, τους θεωρούσαν εξαιρετικά τυχερούς. Μέχρι και ο Γάλλος πρωθυπουργός Κλεμανσώ τους αποκαλούσε «κηπουρούς της Θεσσαλονίκης», μιας και πέρασαν όλο το διάστημα από το Δεκέμβρη του 1915 μέχρι τον Αύγουστο του 1916, να σκάβουν οχυρωματικά έργα από το Χορτιάτη μέχρι την Ασπροβάλτα. Την ίδια στιγμή που στο Σομ του Βελγίου και μόλις σε ένα πρωινό, αυτό της 1ης Ιουλίου 1916, 19240 Βρεττανοί έβρισκαν το θάνατο. Ένας αριθμός απωλειών που για τους Άγγλους δεν έχει ξεπεραστεί ως τώρα, ούτε καν στην απόβαση της Νορμανδίας. Το μεσημέρι της φωτογραφίας θα μπορούσε να είναι εκείνο της 1ης Ιουλίου 1916. Δεν θα το μάθουμε ποτέ.
Όλοι αυτοί οι άνθρωποι που συνέρρευσαν στην πόλη και σχεδόν τετραπλασίασαν τον πληθυσμό της, είχαν ανάγκες. Έπρεπε να φάνε και να πιούν. Παρότι ήταν ουσιαστικά μια στρατιωτική κατοχή της πόλης, τουλάχιστον μέχρι το 1917 όποτε και έπεσε η γερμανόφιλη βασιλική Κυβέρνηση, δεν ήταν μια τυπική κατοχή όπως η Γερμανική το είκοσι πέντε χρόνια αργότερα. Ακριβώς λόγω της πολιτικής κατάστασης είχε παρθεί η απόφαση από τους Αγγλογάλλους να «κερδηθούν οι καρδιές και τα μυαλά των κατοίκων» όπως θα λέγαμε σήμερα. Για αυτό τον λόγο οι προμήθειες που χρειαζόταν η Στρατιά της Ανατολής πληρώνονταν τοις μετρητοίς και σε καλές τιμές.
Το χρήμα έρεε στην πόλη που ακόμη και πριν το πόλεμο είχε έναν χαρακτήρα κοσμοπολίτικο. Το μεγάλο λιμάνι της Βαλκανικής, οι εξωστρεφείς Έλληνες έμποροι, η φραγκική παροικία που ήρθε με την κατασκευή του σιδηροδρόμου του Όριεντ Εξπρες, η ισπανόφωνη εβραϊκή κοινότητα ήταν παράγοντες που τόνιζαν αυτό τον χαρακτήρα στην πόλη και πριν το 1916. Όμως η έλευση της Στρατιάς τον ενίσχυσε δυναμικά. Και έτσι η πλατεία Ελευθερίας έγινε ένα μεγάλο κέντρο διασκέδασης, μια βαλκανική Μονμάρτη, με εστιατόρια, καφε σανταν, μπαρ. Η Θεσσαλονίκη έγινε η «Μασσαλία των Βαλκανίων», μια πόλη που γέμισε κατάσκοπους και έμοιαζε με τη Καζαμπλάνκα στον επόμενο παγκόσμιο πόλεμο. Κατασκόπους όπως ο μύθος της σαγηνευτικής «Φρόυλαιν Ντοκτόρ», της Γερμανίδας αρχικατασκόπου που αποτέλεσε την υπόθεση της γαλλικής ταινίας του 1936 με τον τίτλο «Θεσσαλονίκη, η φωλιά των κατασκόπων» να τα λέει όλα. Όμως ένας άλλος μύθος, ο μύθος της ερωτικής πόλης δεν γεννήθηκε εκεί.
Στη συνοικία της Μπάρας, ανάμεσα στο σημερινό Σταθμό και την πλατεία Βαρδαρίου πάνω από τη Μοναστηρίου, δεκάδες πορνεία άνοιξαν. Ο αριθμός των δηλωμένων ιερόδουλων ήταν μεταξύ δύο και τριών χιλιάδων, ένας εντυπωσιακός αριθμός. Μια από αυτές ήταν και η κοπέλα της φωτογραφίας. Σίγουρα μία από τις χιλιάδες εκείνες φτωχές κοπέλες που είτε η ανάγκη είτε κάποιοι επιτήδειοι την οδήγησαν στους δρόμους του εμπορίου σαρκός, ενός εμπορίου που όπως φαίνεται ευδοκιμεί με τον πόλεμο και παραμένει αναλλοίωτο μες στο χρόνο.
Έχω ακούσει ιστορίες για κορίτσια που τα έπαιρναν από τη Μικρά Ασία ή τη Θράκη, δήθεν για την Αμερική και κατέληγαν να πουλιούνται στη Μπάρα και κάποιος γνωστός τους από το χωριό τα αναγνώριζε, τις περισσότερες φορές μέσα στους οίκους ανοχής. Τα τοπωνύμια αλλάζουν αλλά η ιστορία όχι. Μπορεί να είναι ένας αστικός μύθος, χαμένος στα στενά του Βαρδάρη, μπορεί να είναι και αλήθεια. Δεν έχει σημασία.
Αυτό που έχει σημασία, είναι ότι πάνω σε αυτά τα κορίτσια, σαν το κορίτσι που περιμένει τον πελάτη μεσημεριάτικα στη φωτογραφία, «γεννήθηκε» και οικοδομήθηκε ο μύθος της «ερωτικής πόλης». Πάνω στην ανέχεια και στην ανάγκη, πάνω στην γυναικεία εκμετάλλευση. Πάνω σε βρώμικα στρώματα, μέσα σε μυρωδιές από βαρύ ανατολίτικο καπνό και φθηνή ρακή. Κορίτσια σαν αυτό να διαλαλούν την πραμάτεια τους με σκόρπιες λέξεις στα γαλλικά και στα αγγλικά. Με τα χρήματα να καταλήγουν σε άλλα χέρια και εκείνες να χάνονται στη γωνία του δρόμου.
Στη γωνία Ταντάλου και Αφροδίτης κάποιο μεσημέρι του καλοκαιριού το 1916.