Τα Ψυχοσάββατα
Μέρες σαν τη σημερινή που κουβαλούν συγκίνηση.
Ο ήχος που ακούγεται διαρκώς είναι από τους παρακείμενους περιφερειακούς δρόμους, που δαιμονισμένα τους διασχίζουν αυτοκίνητα. Από τους τάφους καταλαβαίνεις και το ποιόν των Κεκοιμημένων.
Στα νέα παιδιά που ατυχώς εγκατέλειψαν το μάταιο κόσμο νωρίς, υπερπαραγωγές από μάρμαρο και στολίδια. Αφημένη μια Formula 1 κόκκινη, ένα κασκόλ της ομάδας, γράμματα των φίλων και βέβαια σκαλισμένες μικρές ταμπελίτσες με λόγια της μάνας που σου ραγίζουν την καρδιά. Που πήγες παιδί μου…
Στους ηλικιωμένους ομοιομορφία. Πλαστικά λουλούδια, που δεν θέλουν φροντίδα, τα καντηλάκια φροντισμένα, φωτογραφία ξεθωριασμένη.
Τους τάφους των Ρώσων τους καταλαβαίνεις αμέσως. Είναι φτιαγμένοι από μαύρο γρανίτη, με το ολόγραμμα του μακαρίτη χτυπημένο με λέιζερ. Μόδα των τελευταίων χρόνων. Σε άλλους που έχουν χρόνια φευγάτοι, εγκατάλειψη.
Στα ψυχοσάββατα δεν ακούς κλάματα. Όλοι τακτοποιούν, φυτεύουν, θυμούνται. Δυο γυναίκες πάνω από εβδομήντα πήγαιναν πέρα δώθε από μνήμα σε μνήμα και άφηναν ρεσό. Τις άκουγα να λένε για τον τάδε και τον δείνα, πόσο χωρατατζής υπήρξε. Όλοι άντρες οι νεκροί, παλιά παρέα που διαλύθηκε.
Ένα τσούρμο τσιγγανόπουλα έτρεχαν και έπαιζαν ανάμεσα στα μνήματα. Σαν τη Νεκρόπολη του Καΐρου ένα πράμα, που η ζωή και ο θάνατος παντρεμένοι πάνε παρέα.
Οι παπάδες γκρινιάζουν διαρκώς. Η Κρίση έκοψε τα πουρμπουάρ στη μέση. Λένε τις ευχές βιαστικά, βάζουν στην τσέπη τα κέρματα προχωρούν παρακάτω να προλάβουν. Μια κυρία έξαλλη κλαίει. Δεν αντέχω άλλο, κάθε φορά κλέβουν το λάδι που φέρνω για το καντήλι. Το παίρνουν σπίτι για μαγείρεμα…
Λίγο πριν μεσημεριάσει το νεκροταφείο αδειάζει. Στον κατήφορο για τη δημοσιά μποτιλαρισμένα ταξί, κούρσες και πεζοί που πάνε να φάνε τα νηστίσιμα. Η ζωή συνεχίζεται…
Τα Ψυχοσάββατα είναι τα δρομολόγια της μνήμης μας με τον πέρα κόσμο. Με τους δικούς αγαπημένους που πέρασαν απέναντι και δεν ξεχάστηκαν. Με τις οδύνες μας.