H Τέχνη προσεχώς
Τα νέα δεδομένα θα επηρεάσουν και την επιμελητική πρακτική στη σύγχρονη τέχνη.
Λέξεις: Συραγώ Τσιάρα
Η πρωτόγνωρη κατάσταση που ζήσαμε κλεισμένοι στο σπίτι, λόγω των περιοριστικών μέτρων για την αντιμετώπιση της πανδημίας, μας έκανε όλους να ξανασκεφτούμε τα πάντα από την αρχή: πώς εργαζόμαστε, πώς συνυπάρχουμε, τι κάνουμε τον ελεύθερο χρόνο μας. Μία ακόμη κρίση, μετά την οικονομική και την προσφυγική, ήρθε να διαλύσει και τις τελευταίες ψευδαισθήσεις για το ότι υπάρχει ακόμη λόγος να χρησιμοποιούμε τη λέξη «κανονικότητα».
Ίσως μόνο ως νοσταλγική προσδοκία για ένα παρελθόν που δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι ζήσαμε, ακόμη κι αν το επικαλούμαστε. Για άλλη μια φορά κληθήκαμε να πειθαρχήσουμε και να προσαρμοστούμε σε νέα, άγνωστα δεδομένα που αλλάζουν καθημερινά, να ανασυντάξουμε τις δυνάμεις μας, να επιστρατεύσουμε επινοητικότητα και να σκεφτούμε πώς θα πορευτούμε στο μέλλον. Είναι προφανές ότι η παρούσα κρίση κατέδειξε τη σημασία του κοινωνικού κράτους και τις συνέπειες των προτεραιοτήτων που θέτουν οι κυβερνήσεις απέναντι στην αγορά και την προστασία της ανθρώπινης ζωής.
Ίσως αναδύεται πλέον σοβαρά το ενδεχόμενο να επανεκτιμήσουμε το ρόλο του κράτους πρόνοιας και τα οικονομικά μοντέλα με τα οποία οργανώνουμε τόσο την εργασία, όσο και την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων. Να επικεντρωθούμε στις ουσιαστικές μας ανάγκες και σε περισσότερο ανθεκτικά σχήματα, αφού η επισφάλεια ήρθε για να μείνει μαζί μας.
Τα νέα δεδομένα θα επηρεάσουν πιστεύω και την επιμελητική πρακτική στη σύγχρονη τέχνη. Θα την οδηγήσουν σε διαφορετικά μονοπάτια θεματικών επιλογών, αλλά και σε καινούργια μοντέλα υποστήριξης και προώθησης του καλλιτεχνικού έργου. Ίσως στο μέλλον, όταν σχεδιάζουμε εκθέσεις σύγχρονης τέχνης και συζητάμε για την οικολογία, τις ταυτότητες, τα κοινά, το περιβάλλον και την ανθεκτικότητα να έχουμε στον ορίζοντα της σκέψης μας τη γη όχι μόνο ως το κοινό μας σπίτι, αλλά και την κοινότητα που δημιουργεί η ταυτόχρονη συλλογική εμπειρία της πανδημίας σε παγκόσμια κλίμακα, η αντιμετώπιση του «αόρατου εχθρού» εντός μας και γύρω μας.
Καινούργιοι τρόποι διασύνδεσης προκύπτουν από την τρέχουσα εμπειρία. Μια πρώτη διαπίστωση αυτών των ημερών είναι το πόσο φυσικά -αυτόματα θα ’λεγε κανείς- καταφεύγουμε πλέον στην τέχνη ή την υποδεικνύουμε σχεδόν ως φάρμακο, όταν έχουμε την ανάγκη να διαχειριστούμε την υπαρξιακή αγωνία και τους φόβους μας.
Θεατρικές παραστάσεις, βιβλία, διαδικτυακές περιηγήσεις σε εκθέσεις και συλλογές μουσείων και συναυλίες, όλα ελεύθερα στο διαδίκτυο, ήταν η πρώτη, αυθόρμητη ανταπόκριση προσφοράς δημιουργών και ιδρυμάτων στην κρίση της πανδημίας. Δεν είμαι σίγουρη ότι αυτή η πρακτική του ανοιχτού διαμοιρασμού ορίζει μια ανανεωμένη, πιο ουσιαστική σχέση με την τέχνη και κυρίως με την καλλιτεχνική εργασία. Σίγουρα επαναπροσδιορίζει και πάλι το βλέμμα μας, την οθόνη από την οποία παρατηρούμε, αντιλαμβανόμαστε και κυρίως μοιραζόμαστε το καλλιτεχνικό έργο.
Με ανησυχεί όμως η λογική του «όλα προσφέρονται δωρεάν», για το κατά πόσο εκτιμάμε το καλλιτεχνικό έργο ως προϊόν εργασίας που απαιτεί δέσμευση, χρόνο, δεξιότητα, επαγγελματισμό και άρα πρέπει να αμείβεται ή το βλέπουμε ως μια αυθόρμητη εκδήλωση συμπόνιας ευαίσθητων ανθρώπων που δεν έχουν και τίποτα άλλο να κάνουν στον ελεύθερο χρόνο τους.
Ένα δεύτερο πεδίο προβληματισμού αποτελεί η μαζικότητα των πολιτιστικών δράσεων. Για δεκαετίες η αύξηση του αριθμού των επισκεπτών και η διεύρυνση των κατηγοριών του κοινού στα οποία απευθύνονται οι πολιτιστικοί οργανισμοί και τα μουσεία ήταν το ζητούμενο. Σ’ αυτόν τον στόχο επενδύθηκαν στρατηγικές, μελέτες, προγράμματα εκπαίδευσης, θεωρητικές αναλύσεις.
Ενδεχομένως βρισκόμαστε μπροστά σε μια ακόμη αλλαγή παραδείγματος που θα επανεξετάσει τους όρους συμμετοχής στα πολιτιστικά αγαθά. Εάν ο εκδημοκρατισμός και η συμπερίληψη φαίνεται να μένουν μαζί μας ως κεκτημένες αξίες, η στόχευση σε πολυάριθμα «ακροατήρια» μάλλον θα μας απασχολήσει σοβαρά. Ίσως προτιμήσουμε στο μέλλον την προσωποποιημένη σχέση με το έργο τέχνης στο φυσικό χώρο των μουσείων -ή και έξω από αυτά- και τη συγκρότηση ολιγάριθμων κοινοτήτων που δεν θα καταναλώνουν ένα υπάρχον προϊόν αλλά θα μοιράζονται τη συνθήκη της καλλιτεχνικής δημιουργίας χωρίς ιεραρχικούς αποκλεισμούς και στερεότυπα «ειδημόνων» και «αμύητων».
Την ίδια στιγμή, δοκιμάζεται στην πράξη και η απεριόριστη δυνατότητα σχηματισμού κοινοτήτων στο διαδίκτυο με την ταυτόχρονη τηλεοπτική συμμετοχή σε κοινές δράσεις φυσικών προσώπων από διαφορετικές θέσεις στον πλανήτη μέσα από την οθόνη του υπολογιστή. Στο MOMus ήδη αξιολογούμε την απήχηση των διαδικτυακών μας δράσεων την εποχή του COVID19 και θα κρατήσουμε πιστεύω κάποιες πρακτικές απομακρυσμένης διασύνδεσης σε κοινά συμμετοχικά εγχειρήματα που έχουν πολύ θετική ανταπόκριση όπως το “together we look”.
Εύχομαι να συνεχίσουμε να είμαστε εξωστρεφείς –με ό,τι σημαίνει πλέον η λέξη- με πλατφόρμες ανοιχτής απεύθυνσης όπως αυτή που δημιουργήσαμε μέσα στην καραντίνα, το “so far so close”, γιατί αποδεικνύεται στην πράξη ότι ένα μεγάλο μέρος του κοινού των μουσείων μας βλέπει την τέχνη και την πολιτιστική δημιουργία ως μια ευκαιρία κοινωνικής συνύπαρξης και ανταλλαγής σκέψεων και συναισθημάτων περισσότερο, παρά σαν μια καθαρά αισθητική εμπειρία.
*Η Συραγώ Τσιάρα είναι Αν. Διευθύντρια στο MOMus-Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης και Διευθύντρια της Μπιενάλε Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης.