Θα με στηρίξεις;
Το εφιαλτικό πρήξιμο των υποψηφίων
Λέξεις: Επαμεινώνδας Στυλλιανίδης
“Πρέπει να έρθεις. Η παρουσία σου είναι αναγκαία” μου τόνισε ο φίλος, εκ του βαθεως παρελθόντος, που με προσκάλεσε σε ημερίδα όπου όπως μου εξήγησε ήταν ο κεντρικός ομιλητής.
Την αναγκαιότητα την αντελήφθην αμέσως, μόλις μπήκα στην αίθουσα. Καμιά δεκαριά συνατυχείς αντάλλασσαν αμήχανα χαμόγελα, άγνωστοι μεταξύ αγνώστων.
Οι ομιλητές, λίγο λιγότεροι απ το ακροατήριο, είχαν καταλάβει θέσεις σε υπερυψωμένο βάθρο, κάτω από ένα πολύχρωμο πανό και με ύφος σαράντα καρδινάλιων περίμεναν την σειρά τους, να μας γεμίσουν γνώση και πληροφορίες, εμάς τους άτυχους που πιαστήκαμε στον ιστό της αράχνης.
Ο δικός μου, παλαιός καθηγητής, ήταν τελευταίος στην σειρά. Η ζέστη αφόρητη,οι ομιλητές πού διαδεχόταν ο ένας τον άλλο, ως δεξιοί ψάλτες κράταγαν το ίσο. Με φωνή μονότονη, μακρόσυρτη το μόνο που κατάφερναν ήταν να ναρκώνουν το ολιγομελές ακροατήριο…
Κρυφά, έβγαζα που και που το μπουκαλάκι με το νερό και κουτσόπινα καμιά γουλιά, σκούπιζα μέτωπο και σβέρκο και προσπαθούσα να καταλάβω τι λέγαν, μπας και κρατηθώ ξύπνιος.
Οι συχνές επισκέψεις μου στο Άγιο όρος και η συμμετοχή μου σε κάτι αγρίους όρθρους με βοηθούσαν να κρατήσω την αξιοπρέπεια μου ορθή, έστω και κοιμωμένη.
Το τέλος κάθε ομιλίας γινόταν αντιληπτό από το ανέβασμα της φωνής και από την αναφορά στο όνομα του καλούντος φίλου Επιτέλους ανέβηκε στο βήμα. Αδύνατον να καταλάβω το θέμα του. Πηδούσε με χάρη σαν σπουργίτι, από πρόταση σε φράση, χωρίς νοηματικό ειρμό. Είπε για την ιδιαίτερη πατρίδα του, έπιασε κάτι θέματα τουριστικά, αναφέρθηκε σε θέματα εμπορικά. Εξεπλάγην. Αυτός ο νερόβραστος κσθηγητάκος, τέτοια γνώση και αγωνία για τον τόπο του. Μπράβο.
Στο τέλος, κλείνοντας, έσκασε το παραμύθι. “Και περιμένω να με στηρίξετε στην προσπάθεια μου αυτή για την σωτηρία του τόπου.η συμμετοχή σας είναι κάτι παραπάνω από πολύτιμη. Εσείς οι φίλοι μου είστε οι κολώνες που θα στηρίξουν το έργο της παράταξης. Από καρδιάς σας ευχαριστώ”.
Χειροκρότησα ανακουφισμένος. Επιτέλους, τελείωσε το μαρτύριο. Ο φίλος, κατέβηκε από το βήμα και γεμάτος χαμόγελα και ιδρώτα μας ασπάστηκε όλους. Έναν έναν. Για τον καθένα είχε και κάτι να πει. Για την δουλειά, το σπίτι, για κάτι παλιές μπερμπαντιές, γι όλα.
Όπως βγαίνανε από την αίθουσα, στο πεζοδρόμιο, με σταυροφίλησε πάλι “σ ευχαριστώ που ήρθες. Το ξέρω ότι σε σένα μπορώ να στηρίζομαι. Έλα, θα πάμε σένα ταβερνάκι, εμείς, οι δικοί μας, καταλαβαίνεις, να τα πούμε πιο καλά”.
Εγώ, δικός δεν ήμουν. Είχα να τον δω τριάντα χρόνια. Πήγα γιατί πήρε εκατό τηλέφωνα και στο τέλος ντράπηκα και είπα κομμάτια να γίνει. Ας χάσω ένα απόγευμα ” να ρθω, αλλά δεν ξέρω κανένα “λέω.” “άλλωστε δεν είμαι απ την πόλη σου. Αλλού ψηφίζω” Το χαμόγελο σαν να κόπηκε λίγο, “δεν είσαι; πως σε είχα για πατριωτάκι; γιατί δεν μου το πες; ” ”μα με άφησες ευλογημένε να αρθρώσω λέξη; τηλέφωναγες και μίλαγε μοναχός” προσπάθησα να σωθώ. “Καλά, Καλά,σ ευχαριστώ που ήρθες” είπε με σοβαρό και βιαστικό ύφος. “θα τα ξαναπούμε” Είπε αόριστα, και βούτηξε αλλά μπρατσέτα έναν άλλο φουκαρά.
Έμεινα σύξυλος, στην μέση του πεζοδρομίου και ξεκίνησα να φεύγω. Ψάχνω τα κλειδιά της βέσπας στην τσέπη, και βρίσκω μια κάρτα. Υποψήφιου. Του εν λόγω φίλου. Μ΄ άφησε στα κρύα του λουτρού αλλά πρόλαβε ως ταχυδακτυλουργός να χώσει μια κάρτα στην τσέπη μου. Δεν ήμαστε συμπατριώτες, αλλά άμα ξέρω κανέναν;
Από μακριά κάποιος χαμογελαστός με χαιρετά.. “τι γίνεται ρε θηρίο; αγέραστος, μπράβο” Τον κοιτάω, δεν τον ξέρω. “Δεν με θυμάσαι; που ήμασταν μαζί στο κάμπινγκ; ” Κατεβαίνω, υποψήφιος, μου λέει. Και μου χώνει μια κάρτα.