Θα σ’ αγαπώ όσο κανείς δεν αγαπάει
Φυσικά και είναι άσχετος ο τίτλος, τι περίμενες; Όλα είναι άσχετα σ’ αυτή τη φάση. Και όλα ασύνδετα. Ό,τι γίνεται πια από σπόντα και μόνο, γιατί θα πρέπει ένας τίτλος να δένει με το κείμενό του; Βλέπεις εσύ πουθενά να ταιριάζει τίποτα σ’ αυτό που συμβαίνει; Δεν είναι πρόλογος αυτός, το ξέρω, αλλά μας φάγανε […]
Φυσικά και είναι άσχετος ο τίτλος, τι περίμενες; Όλα είναι άσχετα σ’ αυτή τη φάση. Και όλα ασύνδετα. Ό,τι γίνεται πια από σπόντα και μόνο, γιατί θα πρέπει ένας τίτλος να δένει με το κείμενό του; Βλέπεις εσύ πουθενά να ταιριάζει τίποτα σ’ αυτό που συμβαίνει;
Δεν είναι πρόλογος αυτός, το ξέρω, αλλά μας φάγανε οι πρόλογοι τόσα χρόνια και τα κυρίως θέματα μονίμως άλυτα. Μέχρι που φτάσαμε στον επίλογο. Ο οποίος μπορεί και να είναι μια καινούργια εισαγωγή σε κάτι που αυτή τη στιγμή αγνοείται παντελώς, το αναζητούν οι συγγενείς και οι φίλοι του αλλά δεν εμφανίζεται, αρνείται πεισματικά, μαλάκας είμαι να σκάσω μύτη τώρα, σου λέει, άστους ν’ αγωνιούν και να με ψάχνουν, άστους να πάνε να ψηφίσουνε τρέμοντας, να μην καταλαβαίνουν Χριστό, μόνο να υποθέτουν αλλά ποιον ενδιαφέρουν οι υποθέσεις τους και τα προγνωστικά, αφού δε βγαίνουν ποτέ, βγαίνουν; Δεν είδες στην Eurovision με τι αέρα πηγαίναμε και πόσο πανηγυρικά την κάτσαμε, συμπαρασύροντας στην πτώση μας και τη γλυκύτατη Ήβη της φίλης χώρας; Έτσι είναι: όταν πτωχεύεις, πτωχεύεις παντού, και στα Μπακού και στις Τράπεζες.
Μια ολόκληρη χώρα έχει απλώσει τ’ άπλυτά της κουρέλια στην αυλίτσα της και τ’ αερίζει. Στεκόμαστε αμήχανοι και χαζεύουμε τους λεκέδες που δε βγαίνουν με τίποτα, μυρίζουμε μήπως και καταλάβουμε αν είναι από κρασί, κι αν είναι πότε μεθύσαμε και το χύσαμε πάνω μας, πότε τα σπάσαμε για τελευταία φορά, στην υγειά τίνος; Και πόσο λιώμα είχαμε γίνει κι ούτε στιγμή δεν πέρασε απ’ το μυαλό μας ο λογαριασμός; Χρόνια ολόκληρα μας βόλευε να πιστεύουμε τον κάθε τυχάρπαστο που καθόταν δίπλα μας κατσαρώνοντας τη μπούκλα της ματαιοδοξίας μας, κι όλο τσούγκριζε το ποτήρι του με το δικό μας, «κερασμένα από μένα» και καλά, για να εξαφανιστεί στο παραπέντε και να πάει να συναντήσει στα εξωτερικά της καταθέσεις του. Να πώς μείναμε με τα non paper στο χέρι.
Τώρα δεν ξέρουμε. Σε γλυτώνει από πολλά το δεν ξέρω, αλλά δε σου λύνει και τίποτα. Αφού θα μάθεις κάποτε, κάτσε να μάθεις όσο είναι καιρός, πρέπει να βρεθείς ακυβέρνητος μεσοπέλαγα για να προσανατολιστείς; Μπορεί και να πρέπει. Μπορεί και να ‘χει καμιά φορά το ακυβέρνητο το νόημά του, μπορεί κι ο φόβος της κατάρρευσης να είναι χρήσιμος. Αν και τόσο καιρό που ζούμε σ’ αυτό το υπό κατάρρευση, στο τέλος κάθε νεόκτιστο θα το βλέπουμε στοιχειωμένο και δε θα μπαίνουμε, θα μένουμε στην αυλή με τ’ άπλυτα αποσβολωμένοι. Και θα βρέχει καταρρακτωδώς κι από πάνω, όση άνοιξη κι αν ξεφωνίζουν τα ημερολόγια.
Ποιος αλήθεια μας το υποσχέθηκε αυτό που γίναμε θυμάσαι; Όχι πως θα γίνει και τίποτα αν θυμηθείς, απλώς να ‘χεις κάτι ν’ απασχολείς το μυαλό σου την ώρα που δε σου βγαίνουν τα δεκάευρα. Αλλά φευ, όσο κι αν προσπαθήσεις να θυμηθείς άνθρακες. Σου τάξανε τόσοι πολλοί τόσα πολλά τόσα χρόνια που έναν ονομάζεις και δέκα παρουσιάζονται. Δεν έχει τέλος αυτό το πανηγύρι των ματαιώσεων.
Ξανά συννεφιά, μέσα έξω. Κι αναρωτιέσαι τι ώρα είναι στο μυαλό των Ελλήνων πολιτικών που καθημερινά αποδεικνύονται τραγικά κατώτεροι των περιστάσεων. Και σε πιάνει πάλι η αγωνία και λες να το ρίξεις λίγο έξω κι ας έχει πάει το αλκοόλ όσο έχει πάει, υπάρχει πάντα η μπύρα, έλα, πιες τον αφρό σου πριν στεγνώσει και να, να με ποιον θα παίξεις: γύρισε ο Αλέξης. Όπως το ξανθό καλοκαιράκι, με σηκωμένα τα μανίκια κι ένα στάχυ ανάμεσα στα δόντια να συμβολίζει το ψωμί που μας βουτήξανε απ’ το στόμα. Πιο έφηβος κι από την εφηβεία του, πιο τσαμπουκάς κι απ’ τους τσαμπουκάδες στ’ αμερικάνικα, come on, motherfucker, make my day. Μετά πιστολίδια στις πλατείες, νεκρά τα πάντα σ’ αυτό το γουέστερν σπαγγέτι, πιο πολύ γουέστερν και λιγότερο σπαγγέτι για ν’ ακριβολογούμε, γιατί και το σπαγγέτι την τιμή του την έχει, δε στο δίνουνε τσάμπα, ακόμα κι αν στο δώσουνε, σάλτσες και παρμεζάνες με δικά σου έξοδα σου λένε. Με μουσική υπόκρουση όλ’ αυτά. Να παίζει Μορικόνε ο κ. Τζήμερος στην κιθάρα του, καθότι στα νιάτα του κιθαρίστας πλην ακόμα νέος, πάντα έτοιμος να δημιουργήσει ξανά, είναι και διαφημιστής, μια χαρά θα το προμοτάρει το ρεπερτόριό του, εξάλλου οι αντίπαλοι δεν έχουν πρόσφατη δισκογραφία, θυμάσαι εσύ τώρα κάποια πρόσφατη επιτυχία του Σαμαρά ή του Βενιζέλου; Με κάτι γερασμένα σουξέ ανεβαίνουν στην πίστα και με το μπουζούκι τους ξεκούρδιστο, βγαίνει μετά στο λαϊκό μέρος ο Καμμένος και μαζεύει όλες τις χαρτοπετσέτες.
Έτσι πάμε. Φάλτσα και μόνο με τη βεβαιότητα ότι το Φθινόπωρο θα κάνουμε κι άλλα λάθη. Ελπίζοντας ότι εκείνα θα είναι πιο σωστά, τι άλλο να ελπίσεις πια; Θα σ’ αγαπώ όσο κανείς δεν αγαπάει λοιπόν. Θες δε θες, αδιαπραγμάτευτα. Αλλά μην ξερογλείφεσαι, δεν πρόκειται για καμία αισθηματική ιστορία, πού κουράγιο; Ούτε μήνυμα ούτε συγκεκριμένος παραλήπτης να το παραλάβει, ν’ ανάψει μετά στην οθόνη του κινητού ότι παραδόθηκε και να χαρείς. Σαν ξόρκι παρ’ το. Γιατί το άλλο, το «δε γαμιέται», δε φτούρησε.-
*H φωτογραφία είναι από το Λεύκωμα “Δημήτρης Παπαδήμος. Ταξιδιώτης φωτογράφος. Φωτογραφίες 1943-1980”, Εκδόσεις Μ.Ι.Ε.Τ.