Θα σε βρω στην Αγίων Πάντων
Σάββατο ήταν, απόγευμα. Δεν είχε νυχτώσει ακόμη. Ανέβαινα την 28ης Οκτωβρίου. Τα περισσότερα μαγαζιά κλειστά. Ούτε λόγω μέρας ούτε λόγω ώρας. Λόγω λουκέτου. Άδεια μέσα, ατάκτως ερριμμένα κάτι κόντρα πλακέ (άλλοτε ράφια), οι τζαμαρίες λερωμένες, διακοσμημένες με κακογραμμένα ενοικιαστήρια. Σε άλλους καιρούς, η 28ης Οκτωβρίου ήταν ένας εμπορικός δρόμος. Τη λέγανε Ιταλίας, τα μαγαζιά ήταν […]
Σάββατο ήταν, απόγευμα. Δεν είχε νυχτώσει ακόμη. Ανέβαινα την 28ης Οκτωβρίου. Τα περισσότερα μαγαζιά κλειστά. Ούτε λόγω μέρας ούτε λόγω ώρας. Λόγω λουκέτου. Άδεια μέσα, ατάκτως ερριμμένα κάτι κόντρα πλακέ (άλλοτε ράφια), οι τζαμαρίες λερωμένες, διακοσμημένες με κακογραμμένα ενοικιαστήρια. Σε άλλους καιρούς, η 28ης Οκτωβρίου ήταν ένας εμπορικός δρόμος. Τη λέγανε Ιταλίας, τα μαγαζιά ήταν γεμάτα πελάτες και τα ράφια φουλ στο εμπόρευμα. Τώρα όχι. Τώρα είναι ένας δρόμος σε πτώχευση. Κι επιπλέον, ένας δρόμος υπό μετακόμιση. Δεν ωφελεί να το κρατάμε άλλο κρυφό: τα μαγαζιά στην 28ης Οκτωβρίου ανηφορίζουν στην Αγίων Πάντων. Ένα ένα, από Σάββατο σε Σάββατο, όταν οι περισσότεροι λείπουν στις παραλίες κι όσοι δε λείπουν, τα πίνουν στα μπαλκόνια, ο δρόμος ξενιτεύεται σιωπηλά, χωρίς ούτε καν έναν Καζαντζίδη για υπόκρουση.
Μου πήρε τρία Σάββατα να φτάσω σ’ αυτό το εκθαμβωτικό συμπέρασμα. Το πρώτο, είδα στην πόρτα ενός παλιού σουβλατζίδικου το σημείωμα: μεταφερόμαστε στην Αγίων Πάντων αρ. τάδε. Εντάξει, είπα, θα βρήκε φτηνότερο νοίκι ο άνθρωπος, εντάξει. Αλλά υπήρξε συνέχεια. Το επόμενο Σάββατο, σ’ ένα άλλο μαγαζί, με είδη προικός, ξανά σημείωμα: στην Αγίων Πάντων κι αυτό, σε άλλο νούμερο. Ξαναείπα εντάξει, μπορεί στην Αγίων Πάντων να μην έχει ακόμα καταργηθεί η προίκα, οπότε τα είδη της να φεύγουν εκεί πιο άνετα. Τρίτο Σάββατο στη σειρά, τρίτο μαγαζί, δεν θυμάμαι τι πούλαγε. Αλλά ό,τι κι αν πούλαγε στην 28ης Οκτωβρίου, τώρα –ανακοίνωνε το χειρόγραφο σημείωμα- θα το πούλαγε και κείνο στην Αγίων Πάντων. Το γεγονός είχε προφανώς προκαλέσει βαθύτατο τραύμα σε κάποιον. Αλλιώς δεν εξηγείται πως δίπλα στον τοίχο του τρίτου υπό μετακόμιση καταστήματος ήταν γραμμένο με μαρκαδοράκι: με πλήγωσες… Μεγάλη παύση.
Καθόμουν κι έβλεπα τις δύο λέξεις σαν υπνωτισμένος. Υπάρχει λοιπόν – σκέφτηκα, όταν άρχισα πάλι να σκέφτομαι – ακόμη ένας ευαίσθητος μαγαζάτορας που πληγώνεται και τρέχει σ’ άλλη γειτονιά να ξεχάσει. Όχι ο θυμός, ούτε οι αναδουλειές, μονάχα μια απροσδιόριστη λύπη τον σπρώχνει προς Αγίων Πάντων μεριά. Μπορεί κι υπόλοιποι καταστηματάρχες πληγωμένοι να το έβαλαν στα πόδια, ασχέτως αν δεν το έγραψαν πουθενά, και να έτρεξαν στην Αγίων Πάντων που είναι προφανώς ο ιδανικός δρόμος για τους πληγωμένους κι όπου οι πληγές επουλώνονται γρήγορα (μέχρι ν’ ανοίξουν καινούργιες). Αλλά μπορεί και να μην συμβαίνει αυτό. Μπορεί, συνέχισα να σκέφτομαι – είναι να μην πάρω φόρα-, εκείνο το «με πλήγωσες» δίπλα στο εξαφανισμένο κατάστημα να το έγραψε πελάτης όχι ιδιοκτήτης. Εκείνος να αισθάνθηκε πληγωμένος από την αιφνίδια, ανεξήγητη και άσπλαχνη εγκατάλειψή του από τον μαγαζάτορα. Ν’ αναρωτιόταν γιατί – Δεν ψώνιζε τακτικά; Δεν πλήρωνε με μετρητά; Δεν χαιρετούσε μπαίνοντας και βγαίνοντας; Τι συνέβη λοιπόν κι ο άλλος το ‘βαλε στα πόδια αναζητώντας την ευτυχία στην Αγίων Πάντων; Και ποια ήταν τέλος πάντων αυτή η Αγίων Πάντων που κατάπινε ένα ένα τα μαγαζιά της 28ης Οκτωβρίου; Και πού θα πήγαινε αυτό το βιολί, ένας ολόκληρος δρόμος να τρέχει να εποικίσει έναν άλλο; Κι αν, εκτός από την 28ης Οκτωβρίου, έμπαιναν στο χορό και οι παρακείμενοι δρόμοι με τα μαγαζιά και τα νοικοκυριά τους; Ο δρόμος που μένω, ας πούμε; Έτσι θα πάει το φετινό καλοκαίρι; Θα τρέχουμε πάντες οι θνητοί της περιοχής να συγκατοικήσουμε με τους συνονόματούς μας Αγίους; Και θα χωρέσουμε εκεί εμείς, θα μας δεχτούν φιλικά τόσοι και τόσοι Άγιοι, που ένα κερί δεν έχουμε αξιωθεί ν’ ανάψουμε στη χάρη τους, μονάχα κάτι ρεσό για ατμόσφαιρα;
Άρχισα να φαντάζομαι τη γειτονιά μου γκρίζα και άδεια. Μόνο η λαϊκή κάθε Παρασκευή θα έμενε για λίγο ως ανάμνηση, κάτι αιματοβαμμένες ντομάτες στην Χαλκιδικής, μέχρι πέρα τη Μπότσαρη, σημάδι ότι κάποτε εδώ γύρω κάποιοι ζούσαν (αλλά δεν πολυήταν φίλοι της ντομάτας, διαφορετικά θα τις είχαν πάρει μαζί τους στην Αγίων Πάντων). Ζόρικο σενάριο, είπα μπαίνοντας στο διαμέρισμα, πλην όλα συμβαίνουν για καλό. Μπορεί η Αγίων Πάντων να αποδειχθεί η νέα Εδέμ της Θεσσαλονίκης, το Ελντοράντο των εμπόρων και το ιδανικό αναρρωτήριο για πληγωμένες καρδιές. Θα βρεθούμε όλοι εκεί το Φθινόπωρο, τα απογεύματα θα ψωνίζουμε σε μαγαζιά που ήδη ξέρουμε και τα βράδια θ’ ακούμε Μοσχολιού απ’ τα ηχεία του απέναντι διαμερίσματος που κάποιος θα έχει επιμελώς φροντίσει να παίζουν στη διαπασών. Κάποιος που μόλις θα έχει εγκατασταθεί στην Αγίων Πάντων από την μακρινή 28ης Οκτωβρίου, πρώην Ιταλίας και νυν ακατοίκητη. Και θα γιορτάζει την αρχή μιας καινούργιας ζωής σ’ ένα δρόμο μ’ ένα κοπάδι πολιούχους να τον προστατεύουν από τις πληγές που του άνοιξαν στον προηγούμενο δρόμο που έμενε. Από Σεπτέμβρη όλ’ αυτά. Περίμενέ με!
* Από τη στήλη του Άκη Δήμου “Ξυπόλυτος στην Άσφαλτο” (τεύχος #172 της Parallaxi)