Θάνατος στην Εγνατία (παραλίγο)

του Ιωάννη Χονδρού Στις 6 η ώρα το απόγευμα μιας Παρασκευής κι ενώ γυρνούσα από ένα έκτακτο μεροκάματο στη Δωδεκανήσου, όπου και αδειάζαμε κοντέινερ με εμπόρευμα σε επιχείρηση με τόπια από υφάσματα, είδα να με προσπερνάει βιαστικό ένα πλήθος ανθρώπων, δευτερόλεπτα μετά που ακούστηκε ένα δυνατό φρενάρισμα και που διαπέρασε ακόμα και το πιο απομακρυσμένο […]

Parallaxi
θάνατος-στην-εγνατία-παραλίγο-22894
Parallaxi
bikerpedestrian.jpg

του Ιωάννη Χονδρού

Στις 6 η ώρα το απόγευμα μιας Παρασκευής κι ενώ γυρνούσα από ένα έκτακτο μεροκάματο στη Δωδεκανήσου, όπου και αδειάζαμε κοντέινερ με εμπόρευμα σε επιχείρηση με τόπια από υφάσματα, είδα να με προσπερνάει βιαστικό ένα πλήθος ανθρώπων, δευτερόλεπτα μετά που ακούστηκε ένα δυνατό φρενάρισμα και που διαπέρασε ακόμα και το πιο απομακρυσμένο στενάκι της περιοχής. Το ατύχημα είχε γίνει πάνω στην Εγνατία όπου ένα αυτοκίνητο συγκρούστηκε με μια ποδηλάτισσα, σπάζοντάς της όλα τα οστά από τους γοφούς και κάτω. Προσπάθησα να προσπεράσω το σημείο περνώντας απέναντι, όμως δε συγκράτησα το βλέμμα μου και για μια στιγμή είδα την κοπέλα κάτωχρη, να πιάνει με τ’ αριστερό της χέρι το κεφάλι της ανάσκελα στην καυτή άσφαλτο, την ώρα που κάποιοι περαστικοί προσπαθούσαν να καθησυχάσουν μια ψυχή σε ένα σώμα που δε φαινόταν να επικοινωνεί. Χωρίς να το θέλω, πρόσεξα αστραπιαία μια βασική λεπτομέρεια, που την επεξεργάστηκα πολύ αργότερα: στην άλλη χούφτα, κρατούσε σφιχτά ένα κομμάτι κίτρινο χαρτί, που στη γωνία του ήταν σημειωμένος και κυκλωμένος με κόκκινο μελάνι, ένας αριθμός. Ήταν χειρόγραφο φυλλομέτρημα. Κάποιοι άλλοι μαζέψανε τα πράγματά της και μη ξέροντας τι να κάνουν, τα αφήσανε λίγα εκατοστά δίπλα της, τάχα για να τα βλέπει. Η εικόνα έφερε στο μυαλό μου παρόμοιο περιστατικό στο οποίο υπήρξα μάρτυρας κι ένιωσα ακαριαία τα γόνατά μου να μη με κρατάνε. Δίπλα στο δρόμο υπήρχε ένα μπουγατσατζίδικο όπου κι έκατσα να πιω λίγο νερό.

Ήταν λες κι είχα κουφαθεί για λίγο. Άργησα να συνειδητοποιήσω ότι είχε περάσει μία ώρα καθώς ο κόσμος παρέμενε στο σημείο ακόμη, παρόλο που θύμα και βίδες είχαν αποσυρθεί κι η κυκλοφορία είχε επανέλθει στους «κανονικούς» της ρυθμούς. Επανερχόμουν στα συγκαλά μου και θα συνέχιζα για το σπίτι, όταν μεταξύ άλλων που κουβέντιαζαν τα περί ποδηλατοδρόμων, πρόσεξα πιο κάτω μια μερίδα ανθρώπων να στέκονται γύρω από έναν ηλικιωμένο κύριο που έμοιαζε να είναι χαμένος. Ήταν ο παππούς της νεαρής με το ποδήλατο, ο οποίος είχε σπεύσει με άλλους συγγενείς της στο κακό σημείο, όπου και τον ξεχάσανε. Δε ρωτούσε τίποτε άλλο, παρά μόνο σε ποιο νοσοκομείο βρίσκεται η εγγονή του και γιατί δεν τον αφήσανε να την αντικρίσει.  Κάποιοι που τον γνωρίζανε, προσπαθούσαν να τον ξεγελάσουν με ψέματα που δεν πείθεις ούτε τετράχρονο. Όμως εκείνος επέμενε να ρωτά όλο και πιο αυστηρά, ώσπου ένα σχολιαρόπαιδο που είχε κρυφακούσει τη μάνα του να συνομιλεί στο τηλέφωνο με τον άντρα της που βρισκόταν στο νοσοκομείο, τα ξέρασε όλα στο γέρο.

-«Είναι στην εντατική κι ο πατέρας μου λέει ότι ίσως χρειαστεί να της ακρωτηριάσουν και τα δύο πόδια, αλλά θα ζήσει!», φώναξε αγανακτισμένο και γεμάτο ωμή ειλικρίνεια.

Ο πατέρας του τύχαινε να είναι νοσηλευτής εκεί. Η μάνα του που δεν πίστευε στα αυτιά της, του έδωσε ένα χαστούκι στο πρόσωπο κι ύστερα το τράβηξε απ’ το μανίκι αποχωρώντας αλαφιασμένη και μες στη ντροπή.

Ένιωσα να ταυτίζομαι κάπως με τον μικρό: είχα δεχθεί πολλές φορές παρόμοιες εκπλήξεις μικρός, μέχρι να κατανοήσω κι εγώ με τη σειρά μου την κωδικοποιημένη επικοινωνία των ενηλίκων. Κάνοντας αυτή τη σκέψη ξέχασα προσωρινά το συμβάν και συνέχισα το περπάτημα. Βρισκόμουν ένα στενό πίσω από το διαμέρισμα, όταν άκουσα να με καλεί ένας γνωστός από το γειτονικό καφενείο.

Ήταν ο γιος της σπιτονοικοκυράς μου που τον έλεγαν Γιώργο. Μαζί του ένας ακόμα νέος, το όνομα του οποίου, δεν το έμαθα ποτέ. Ο πρώτος, φοιτητής στο πρώτο έτος του οικονομικού και παραδομένος από τη μάνα του σε μένα, μιας κι είχα επιλεγεί από την ίδια ως καλή παρέα για το γιο της, λόγω της συμπάθειας που έτρεφε για το πρόσωπό μου, από την πρώτη μέρα που πάτησα το πόδι μου στην οικοδομή της. Υποδειγματικός χαρακτήρας, ειδικά μπροστά στα μάτια των δικών του και λίγο φοβητσιάρης -μασούσε ακόμα τσίχλα για να μην ανακαλύψουν πως καπνίζει-, αλλά δεν άφηνε ευκαιρία για ξεφάντωμα, πολύ γυναικάς, με πέραση σε θηλυκά κάθε ηλικίας κι ομολογουμένως ο πιο ωραίος απ’ όλους. Πλησίασα στο τραπέζι τους και τον άκουσα να μιλάει στον φίλο του ενώ με έδειχνε με το δάχτυλο.

-«Για αυτόν σου έλεγα», του είπε.

-«Και τι το σπουδαίο έλεγες για μένα;», τον ρώτησα. «Καλησπέρα κιόλας…».

Λίγο πριν τους πλησιάσω, σκεφτόμουν ποια δικαιολογία θα χρησιμοποιούσα για να τους αποφύγω, αλλά όταν είδα τα γεμάτα παγωμένα ποτήρια τους, κατάλαβα ότι χρειαζόμουν κι εγώ όσο τίποτε άλλο, λίγο παγωμένο αλκοόλ. Σκέφτηκα να πάρω μπύρα, αλλά ήμουν σε τόση υπερένταση, που όταν ήρθε το γκαρσόνι, ζήτησα βότκα με πάγο σε ψηλό ποτήρι. Ο Γιώργος χαχάνισε νομίζοντας ότι κάνω ένα από τα συνηθισμένα μου μαύρα αστεία κι αμέσως το ίδιο έκανε κι ο δεύτερος και το γέλιο τους με παρέσυρε βοηθώντας με να ηρεμήσω πραγματικά.

-«Μιλούσαμε για τη θρησκεία», πετάχτηκε και με κοίταξε με την πονηρή του φάτσα.

-«Κατάλαβα», είπα. «Προσηλυτίζεις τον φίλο σου στην ειδωλολατρία».

-«Ακριβώς! Και ο φίλος μου σήμερα αποδείχθηκε καλός πιστός», είπε.

Ο άλλος νέος ρούφηξε μια τεράστια γουλιά μπύρας, κοκκινισμένος από μια μικρή δόση ντροπής. Ύστερα είπε την πρώτη του κουβέντα κι εκείνος.

-«Δεν πιστεύω ακριβώς στις γραφές σου βέβαια», τόνισε χιουμοριστικά στον Γιώργο, προκαλώντας τον να του ανακατέψει τα αχτένιστα μαλλιά του πειραχτικά γελώντας.

Δεν επρόκειτο για κυριολεκτική θεολογική συζήτηση. Η «θρησκεία» του νεαρού γείτονά μου, πρόσταζε απλώς και μόνο ένα είδωλο: το “πράμα” της γυναίκας.

Μια γεροντοκόρη θεία του, η μικρότερη αδερφή της γιαγιάς του που δε γνώρισε ποτέ και που την αποκαλούσε γιαγιά του, τού είχε παραχωρήσει, μετά τις Πανελλήνιες, ένα μικρό ημιυπόγειο διαμέρισμά της στην Άνω Πόλη, στο οποίο περνούσε τις περισσότερες μέρες του με το κορίτσι του. Εκεί μαζευόμασταν παρέες με κιθάρες όλο τον χειμώνα κι η θεία του, η Μελίνα όπως τη λέγανε, μας φίλευε την πολίτικη κουζίνα της. Θυμάμαι την πιο χαρακτηριστική ερώτηση που του έκανε ένα βράδυ καθώς βγαίναμε οι δυο μας και τη χαιρετούσαμε.

-«Ποιαν αγαπάς αλήθεια περισσότερο;», τον ανέκρινε σε κάποιο βαθμό, τη στιγμή που εκείνος την αγκάλιαζε καληνυχτίζοντάς την. «Εμένα ή το κορίτσι σου;».

-«Γιαγιά με ξέρεις καλά», της είπε ο ετοιμόλογος. «Εγώ τις αγαπάω όλες τις γυναίκες!», αποκρίθηκε χαμογελώντας κι εκείνη χαμογέλασε επίσης, κουνώντας το κεφάλι της αμφισβητητικά.

Με τον φίλο του δε μας σύστησε ποτέ. Μου είχε διαφύγει κι εμένα το βραδάκι που καθόμασταν στο καφενείο. Θυμάμαι πόσο πράος καθόταν μπροστά από το ποτήρι του και πως δίπλα του είχε ακουμπισμένο ένα βιβλίο του Κασάρες, ένα τεφτέρι κι ένα φτηνιάρικο στυλό που πρέπει να ήταν διαφημιστικό.  Αφού κατέβασα μια τεράστια γουλιά σκέτη βότκα κι άναψα ένα τσιγάρο μετά από πολλές ώρες, θέλησα να τους ξαναρωτήσω τι λέγανε για μένα πριν τους συναντήσω, όμως με πρόλαβε ο μορφονιός της σπιτονοικοκυράς.

-«Από δω ένας ποιητής!», αναφώνησε για τον διπλανό του. «Έχει εκδώσει συλλογή με ποιήματα κιόλας, σίγουρα θα σε ενδιέφερε να της ρίξεις μια ματιά!».

-«Αν είμαι ποιητής, ίσως είμαι ιμιτασιόν καταραμένος», συμπλήρωσε ο ποιητής και το σχόλιό του με έκανε να ξεχάσω να τον ρωτήσω λεπτομέρειες για τη συλλογή και φυσικά με ποιο όνομα την υπέγραφε, μήπως τύχαινε και τη διάβαζα ποτέ.

-«Και γιατί έτσι;», ρώτησα.

-«Μάλλον επειδή οι λέξεις μου περισσότερο προκαλούν τη μοίρα μου, παρά την περιγράφουν».

Δεν είχα καταλάβει ακριβώς τι εννοούσε, αλλά δε ρώτησα περισσότερα. Ήμουν νηστικός από το πρωί και κάπως άτονος από την κάψα όλης της μέρας στη δουλειά, έτσι προτίμησα να μην πω πολλά και να απολαύσω τη δροσιά που έπεφτε στην πλατεία και τη δροσιά της βότκας στο στομάχι μου, απορροφημένος απ’ αυτή την τελευταία του κουβέντα.  Σε λίγο, με συνέφερε η κατηγορηματική φωνή του Γιώργου.

-«Δεν είναι καταραμένος!», είπε. «Μέγας ερωτύλος είναι!», ξαναφώναξε. «Και το πρόβλημά του είναι ότι περισσότερη δράση έχει με τις λέξεις παρά με κάνα μωρό, αλλά απόψε αντάλλαξε με καλό γκομενάκι αριθμό τηλεφώνου για λίγους στίχους κι αυτό με έχει γεμίσει περηφάνια, αρχίζει και μαθαίνει ποιος είναι ο ένας και μοναδικός στόχος!».

-«Ο στόχος για τον οποίο πρέπει να γράφεις ποιήματα;», αστειεύτηκε ο άλλος.

Τότε ξανακοίταξα προς το τεφτέρι, λες κι αντίκριζα τον ίδιο τον διάολο και στο μυαλό μου σχηματίστηκε ένα σενάριο που έσφιξε το στομάχι μου και στιγμιαία με έκανε να θέλω να ξεράσω. Τι δε θα έδινα για να διαπιστώσω ότι επρόκειτο για μια κακή σύμπτωση, έτσι ρώτησα κάπως ηλίθια αν το «γκομενάκι» είχε ώρα που έφυγε κι αν το έκανε με τα πόδια. Ο νεαρός με το τεφτέρι, με ρώτησε κάπως καχύποπτα, πώς μου ήρθε όλο αυτό και για να μην εκδηλώσω κάποια από τις σκέψεις μου τα μπάλωσα όπως-όπως.

-«Έλεγα μήπως την προλάβαινες, αν παίζει τίποτα καλό, δεν είναι να αφήσεις τέτοια ευκαιρία», είπα εμφανώς συγχυσμένος.

Τα ποτήρια μας είχαν αδειάσει. Ο Γιώργος έκανε να παραγγείλει κι άλλη γύρα με ποτά. Προσφέρθηκα να τα κεράσω, ως ένδειξη ότι χάρηκα για την παρέα τους, και τους ζήτησα να με συγχωρήσουν που θα αποχωρούσα γιατί η μία βότκα, νηστικός, ήταν αρκετή για την ώρα. Ένοιωθα λες κι εξαγόραζα την αποχώρησή μου, δίχως να ξέρω το γιατί. Τότε ο Γιώργος πρότεινε για την κερασμένη μπύρα του ο ποιητής, να σημειώσει ένα μικρό ποίημα σε στυλ μαντινάδας, όταν σήκωσε το τεφτέρι απ’ το τραπέζι κι ανέμισαν τα κατακίτρινα φύλλα του, σε σχήμα και μέγεθος ολόιδιο με το χαρτί που κρατούσε, μανιωδώς, η άτυχη ποδηλάτισσα στο δεξί της χέρι. Όλα τα φύλλα είχανε στην πάνω εξωτερική τους γωνία φυλλομέτρημα γραμμένο με κόκκινο στυλό. Μου ήρθε τέτοια αναγούλα, ώστε σηκώθηκα να φύγω χωρίς δεύτερη σκέψη, με τη δικαιολογία ότι η βότκα με χάλασε και φώναξα στον άμοιρο νεαρό ότι θα μου έδινε το ποίημα που μου χρωστούσε, την επόμενη φορά. Ήμουν σχεδόν σίγουρος ότι το χειρότερο σενάριο είχε επιβεβαιωθεί. Η ποδηλάτισσα ήταν το «γκομενάκι» που μου ιστορούσαν. Όμως ήταν όλοι τόσο χαρούμενοι, που μου φαινόταν αδιανόητο να αναφέρω το οτιδήποτε, εκείνη τη στιγμή.

Με τα λόγια του στη σκέψη μου για λίγο, ένιωθα λιγότερο τη θλίψη του συμβάντος στην Εγνατία και, περισσότερο αναρωτιόμουν τι μπορεί να της είχε γράψει στο χαρτί, που σε συνδυασμό με την εν λόγω κατάρα, η «προφητεία» των στοίχων του θα προκαλούσε το ατύχημα ή την τόσο κακή σύμπτωση να τη γνωρίσει την ίδια μέρα.

Για τις υπόλοιπες εβδομάδες του καλοκαιριού δεν ξαναπέρασα μπροστά απ’ το καφενείο. Είχα καταπιαστεί με μια εργασία που θα πουλούσα σε έναν φοιτητή. Μπαινόβγαινα στο σπίτι μου, δραπετεύοντας από το στενό πίσω, κυκλώνοντας ουσιαστικά το τετράγωνο.  Ένα σαββατιάτικο πρωινό, άνοιξα ανυποψίαστος την πόρτα στο σπίτι κι αντίκρισα τη σπιτονοικοκυρά μου. Έδειχνε εξαντλημένη, άυπνη και το πρόσωπό της είχε μια ασυνήθιστη χλομάδα. Είχε αναλάβει για λίγο καιρό καθήκοντα διαχειρίστριας κι είχε έρθει για τα κοινόχρηστα. Της πρότεινα να περάσει μέσα, αλλά ήταν βιαστική και μου προκάλεσε κακή περιέργεια, γιατί ποτέ δεν είχε σταθεί απλώς μέχρι το κατώφλι χωρίς να μπουκάρει, όπως συνήθιζε να κάνει πάντα, με τον διακριτικότατο τρόπο της. Σκεφτόμουν αδιάκοπα το συμβάν εκείνης της Παρασκευής και για μια στιγμή αισθάνθηκα ένοχος για ένα ατύχημα που δεν προκάλεσα. Αφού την πλήρωσα κι εκείνη με χαιρέτησε, δεν αντιστάθηκα και με μια μικρή αγανάκτηση στη φωνή μου, τη ρώτησα κατά ριπάς…

-«Όλα καλά; Ο Γιώργος; Γιατί τόση βιασύνη;»

-«Καλά γιε μου», αποκρίθηκε γλυκά. «Πρέπει να βρίσκομαι στο Παπαγεωργίου ως τις δέκα, η θεία Μελίνα… δεν είναι και πολύ καλά».

-«Περαστικά εύχομαι!», φώναξα. «Να τη χαιρετήσετε από μένα», είπα χωρίς να έχω δώσει βαρύτητα τα νέα της κι έκλεισα την πόρτα δυνατά.

Όλα γυρνούσαν ακόμα, γύρω από το σκηνικό με την ποδηλάτισσα και τον νεαρό με τα ποιήματα. Απέφευγα να συναντήσω τον Γιώργο από αμηχανία και τώρα, τόσες μέρες αργότερα, είχα αρχίσει να αμφιβάλω για όλα. Ένα κομμάτι κίτρινο χαρτί με είχε κάνει να χάσω την ψυχραιμία μου; Αλλά δυστυχώς, πάλι σιγουρεύτηκα πως είχα δίκιο και πως μάλλον αμφέβαλα, επειδή είχα, απλώς και μόνο, μια έντονη επιθυμία να κάνω λάθος.

Έμεινα για λίγη ώρα ακουμπισμένος με την πλάτη στην πόρτα. Είχα αποχαυνωθεί και τα γουρλωμένα μάτια μου κάρφωναν τον άδειο τοίχο, ακριβώς απέναντι. Το μυαλό μου είχε γίνει ένας κόμπος από αφηρημένες σκέψεις τώρα. Δε μπορούσα να χωνέψω την ατυχία του νεαρού γραφιά, τη δυστυχία της ποδηλάτισσας και γενικά το μοιραίο μιας υπόθεσης,  που με στρίμωξε τόσο έντονα, ανάμεσα σε άλλες δυο ζωές, που ούτε τα ονόματά τους δε γνώριζα. Ήμουν τόσο απορροφημένος σ’ αυτά, ώστε για λίγη ώρα είχα αποδράσει ξανά από τη στενοχώρια που μου προκαλούσε το συμβάν κι έπειτα αποφάσισα ότι έπρεπε να ξεκολλήσω.

Το ίδιο απόγευμα, γυρίζοντας από μια επίσκεψη, έκατσα για μια μπύρα σε ένα από τα τραπέζια έξω από το νεανικό καφενείο, πρώτη φορά μετά το καλοκαίρι κι αποφασισμένος, αν γινόταν, να συναντήσω κι όλους όσους με γνώριζαν εκεί. Περισσότερο με ενδιέφερε να πετύχω το παιδί της μαμάς, όμως μάταια, οπότε δύο ώρες μετά, έφυγα για το σπίτι. Και τότε έπεσα πάνω του τη στιγμή που κι εκείνος δραπέτευε από το πίσω στενό. Κοιταχτήκαμε χαρωπά κι ύστερα σουφρώσαμε τα χείλια, σαν να είχαμε πει με δυο κινήσεις των κεφαλιών μας, όλα τα νέα και πολύ περισσότερο τα πιο δυσάρεστα, που με βασάνιζαν αδιάκοπα.

-«Ο φίλος σου με τα ποιήματα, τι λέει;», ρώτησα παριστάνοντας τον ανήξερο και για να φέρω διακριτικά την κουβέντα στην κοπέλα.

Εκείνος σοβάρεψε κι έπειτα από δυο κουβέντες, έδωσε τέλος στην αγωνία μου.

-«Άσ’ τα να πάνε φίλε!», είπε. «Έχασες τόσα επεισόδια που σίγουρα, αν στα πω, θα γράψεις βιβλίο».

-«Με το μωρό τι παίχτηκε;». Κατάφερα και συμπλήρωσα καμουφλαρισμένος.

Τότε με κοίταξε χαρούμενος κι η πονηρή του σκατόφατσα που τόσο είχα επιθυμήσει, έλαμψε ξανά.

-«Μέλι γάλα!», είπε όλο μαγκιά. «Ο ένας ανέστησε τον άλλον…», πρόσθεσε. «Και το καλύτερο!» μου φώναξε με το γνωστό χαχανητό, την ώρα που έκανα να φύγω. «Μαζί της δε βρήκε χρόνο να ξαναγράψει λέξη».

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα