The End: Η μελωδία της ματαίωσης στη φετινή ταινία λήξης
Η Βούλα Παλαιολόγου γράφει τις σκέψεις της για την ταινία με την οποία θα πέσει η αυλαία του 65ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.
Λέξεις: Βούλα Παλαιολόγου
Ιδιαίτερο στη σύλληψη και απαιτητικό στην παραγωγή του, το The End του Joshua Oppenheimer δεν είναι ακριβώς ένα καλογυρισμένο οικογενειακό δράμα με στοιχεία ρηχού παλιομοδίτικου μιούζικαλ και πρωταγωνίστρια την Τίλντα Σουίντον. Ούτε άλλη μια ιστορία για το τέλος του κόσμου και την αυτογνωσία. Περισσότερο ένα μετα – μοντέρνο ειρωνικό σχόλιο για την ενοχή και τη χυδαιότητα του δυτικού πολιτισμού, η ταινία μια οπτικοακουστική εμπειρία χωρίς προηγούμενο που δεν περνάει απαρατήρητη, προσφέρει κίνητρα -ψήγματα έστω- στοχασμού για όσα μας περιμένουν.
“τα σπίτια τα πήρε όλα η θάλασσα τους χορευτές τους πήραν οι λόφοι” Τ. Σ.Έλιοτ*
Ένα υπόγειο ανάκτορο βαθιά κάτω από ένα ορυχείο αλατιού είναι το πολυτελές καταφύγιο μιας κάποτε πλούσιας, κυρίαρχης οικογένειας επιζώντων.
Ο Πατέρας, πρώην στέλεχος της διεθνούς ενεργειακής ελίτ, απολαμβάνει τα οφέλη της ρουτίνας που επιμελώς είχε προσχεδιάσει, προσπαθώντας να ξεχάσει τον επί γης κατακλυσμό, να ξεγελάσει και να ξεγελαστεί για τις δικές του ευθύνες που τους οδήγησαν εκεί.
Η Μητέρα, πρώην μπαλαρίνα των Μπολσόι (όπως ισχυρίζεται) (;), που λατρεύει την υψηλή τέχνη (ενίοτε την ειρωνεύεται), σχολαστική και ξιπασμένη, ξοδεύει τον χρόνο της ξεσκονίζοντας τα πολύτιμα έργα της συλλογής της (συμπεριλαμβανομένου και του πίνακα του Μονέ, Γυναίκα με Ομπρέλα (1875) -που κάποια στιγμή μάλιστα της φαίνεται …κιτς (!)- μεταξύ πολλών από τους πιο σπουδαίους πίνακες όλων των εποχών) (;).Ο 20χρονος Γιος τους, γεννημένος στο υπερσύγχρονο λαγούμι που του ετοίμασαν οι υπερπροστατευτικοί γονείς του, αγνοεί τελείως τον κόσμο όπως υπήρχε εκεί πάνω, γι’ αυτό τον αναπαριστά σε μικρογραφίες που κατασκευάζει και αναφέρονται στην παγκόσμια ανθρώπινη ιστορία.
Μαζί τους ο Μπάτλερ, η Φίλη – οικονόμος και ο επίσης φίλος (και απαραίτητος) Γιατρός. Με τα δικά τους μυστικά και ψέματα. Βυθισμένοι στα τάρταρα της γης (αλλά και της άρνησης), ασφαλείς από όσα τρομοκράτησαν τους συνανθρώπους τους, οι τελευταίοι αυτοί επιζήσαντες βιώνουν μια επαναλαμβανόμενη καθημερινότητα. Στους τακτοποιημένους, αστραφτερούς, σχεδόν αποστειρωμένους χώρους του καταφυγίου, καλλιεργούν φυτά, εκτρέφουν ψάρια για τη διαβίωσή τους, εξασκούνται στην κολύμβηση. Τίποτα δεν διαταράσσει αυτήν τη ρουτίνα. Τα ονόματα των ηρώων δεν ακούγονται ποτέ. Όμως δεν σταματούν να τραγουδούν…
Ο έξω κόσμος, μια έρημη χώρα σχεδόν έτσι όπως την περιγράφει ο Τόμας Σ. Έλιοτ στο ομώνυμο προφητικό του έργο, δεν απεικονίζεται. Αυτή δεν είναι η μοναδική αναφορά της ταινίας στο μέγα στοχαστή, ως περιγραφή μίας παρακμάζουσας κοινωνίας: στους τίτλους έναρξης, οι στίχοι του ‘Ελιοτ* προϊδεάζουν για όσα θα απασχολήσουν ήρωες και θεατές.
Ώσπου στην είσοδο του τούνελ, ερχόμενη από το πουθενά, εμφανίζεται μια νεαρή εισβολέας που ζητά βοήθεια για να επιζήσει από τον επίγειο όλεθρο, απειλώντας ταυτόχρονα να ξύσει το λούστρο της ψευδαίσθησης για τους εκεί προνομιούχους. Οι ένοικοι (και συνένοχοι), ενώ στην αρχή ανησυχούν ότι η Ξένη θα υπονομεύσει την ευημερία τους, στη συνέχεια την υποδέχονται, ανταποκρινόμενοι στην επιθυμία του Γιου, που την ερωτεύεται. Οι ερωτήσεις της όμως για τα πριν την αποκάλυψη τεκταινόμενα και τα μυστικά της ζωής τους, τους παρακινεί σε οδυνηρές διαπιστώσεις, καταλήγοντας να αμφισβητήσουν, να συγκρουστούν, να μετανιώσουν. Η πρώτη σύγκρουση με την “ιερή” οικογένεια εμφανίζεται στο πρώτο δείπνο, όπου η φιλοξενούμενη ισχυρίζεται ότι το κρασί είναι ξινό!!! Το έναυσμα για να ταρακουνηθεί ο επιμελώς κατασκευασμένος τεχνητός παράδεισός τους και να φανερωθούν οι ρωγμές που παραμόνευαν κάτω από την επιφάνεια έχει δοθεί. Πριν το σύμπαν τους καταρρεύσει οριστικά και χαθεί στα λευκά σύννεφα αλατιού γύρω τους. Και αναλογιζόμενοι το μέλλον τους τραγουδούν μελωδίες παρακμής…
Ο μέχρι τώρα ήπιος, συγκαταβατικός, συχνά βαρετός (καθώς επαναλαμβάνει συνεχώς κάποιες “πετυχημένες” του ατάκες, θυμίζοντας τα κλισέ της εξαπάτησης στον Κυνόδοντα του Λάνθιμου) Πατέρας επιτέλους παραδέχεται τη συνεισφορά του στο τέλος του κόσμου (εταιρικό στέλεχος που απλώς αγνόησε προειδοποιήσεις κι οικολογικές καταγγελίες από καθαρή απληστία). Στο σόλο της η Μητέρα τραγουδάει “…each day feels exactly like the last…” όταν αποστασιοποιείται επιτέλους από τις ψευδαισθήσεις, την εμμονή της για τα υλικά πράγματα, συνειδητοποιώντας ότι ζει ένα ψέμα. Ο Γιος που γράφει τα απομνημονεύματα του πατέρα του, αρχίζει να αμφισβητεί το εξιδανικευμένο πρότυπο που θεωρούσε ότι ήταν και διεκδικεί την ελευθερία του… Την πλοκή συνοδεύουν μουσικά ιντερμέδια (πρόκειται για μιούζικαλ είπαμε!) ερμηνευμένα από τους ίδιους τους ηθοποιούς που χωρίς να έχουν κλασικά εκπαιδευμένες φωνές, ενισχύουν επαρκώς τους ρόλους τους. Η ικανότητά τους στο τραγούδι ίσως δεν έχει τόση σημασία. Ή μήπως επίτηδες τραγουδούν σχεδόν άτεχνα; Τότε, γιατί να τραγουδήσουν εξαρχής; Τοτε γιατί μιούζικαλ; Έστω και κάπως εκτός συνταγής;
Ρητορικά ερωτήματα για τον δημιουργό της, τον αντισυμβατικό Joshua Oppenheimer, βραβευμένο δις υποψήφιο για Όσκαρ Αμερικανό ντοκιμαντερίστα, που ζει και εργάζεται στη Δανία. Όχι, δεν ακολουθεί τη φετινή μόδα των μιούζικαλ (μετά το Joker: Folie à Deux με τους Χοακίν Φίνιξ και Lady Gaga ή το Telluride με την Emilia Pérez, κ.ά.). Όχι δεν παρουσιάζει κάτι που έχουμε ξαναδεί.
Στο πρώτο του αφηγηματικό ντεμπούτο, ο Oppenheimer δημιουργός ρηξικέλευθων ταινιών (Act of Killing, Look of Silence), επιλέγοντας μια ριζοσπαστική προσέγγιση τόσο στο θέμα όσο και στην ίδια τη φόρμα τόσο στο ντοκιμαντέρόσο και στη μυθοπλασία, δηλώνει θιασώτης της χρυσής μουσικής εποχής του Χόλυγουντ και των μετρ όπως ο Μινέλι και ο Τζιν Κέλι. Εκτός από ένα hommage στον Έλιοτ, επιλέγει έναν ειρωνικό φόρο τιμής στα παλιά μιούζικαλ, με ένα μοντέρνο, ευρηματικό, υπόγεια ενοχλητικό και ειρωνικό νεύμα εγρήγορσης για τις “σκιές που μεγαλώνουν” όπως ακούγεται στην ταινία. Πριν η παρτίδα χαθεί οριστικά.
Ένα sui generis “μετα- αποκαλυπτικό μιούζικαλ” κατά τον Guardian, με εξαιρετικές ερμηνείες, ευρηματική κινηματογράφηση και 13 πρωτότυπα τραγούδια (που συχνά θυμίζουν LaLa Land), το The End προσφέρει μια ξεχωριστή κινηματογραφική εμπειρία, διόλου κλειστοφοβική, που αφήνει χώρο στα αποσιωπητικά… Μια μοντέρνα ίσως αποκαρδιωτική ματιά στο προσωπικό που γίνεται οικουμενικό. Ταινία που κάποιες στιγμές κυλάει αργά, ίσως βαρετά, με μια υπόγεια φιλοδοξία να μοιάζει κάπως ανόητη ή ρηχή. Ό,τι φαίνεται, δεν είναι σε αυτήν την ταινία. Μάλλον αυτό είναι το νόημα και το ατού του The End.
*T. S. Elliot: 4 Κουαρτέτα (1944), Νο ΙΙ – East Coker
**Η Βούλα Παλαιολόγου είναι δημοσιογράφος, κριτικός κινηματογράφου και πρώην αρχισυντάκτρια της parallaxi