The Ugly Stepsister: Σε σύγκρουση με το ίδιο της το κείμενο
Μία κινηματογραφική κριτική για μια πειραγμένη εκδοχή του παραμυθιού της Σταχτοπούτας
Εδώ και καιρό αισθάνομαι ότι το “Black Swan”, αν και αριστούργημα, ευθύνεται εντέλει για περισσότερα κακά παρά καλά. Αφενός, μας ξεγέλασε όλους να θεωρούμε τον Αρονόφσκι ικανό σεναριογράφο, και αφετέρου έθεσε υψηλό πήχη για κάθε μέτρια φεστιβαλική ταινία που θέλει να ενδυθεί το μανδύα του ψυχολογικού θρίλερ.
Βέβαια, ίσως το “μέτριο” είναι σκληρός χαρακτηρισμός για το “The Ugly Stepsister”, μια πειραγμένη εκδοχή του παραμυθιού της Σταχτοπούτας από την πλευρά της μιας από τις δύο κακές αδερφές· η εν λόγω αδερφή, η Ελβίρα (η πρωτοεμφανιζόμενη σε ταινία Λέα Σκαρ-Μύρεν εντυπωσιάζει με μια αβανταδόρικη, πλην υπερβολική ερμηνεία), σε προετοιμασία για τη μεγάλη νύχτα του χορού, παραμορφώνει τον αποκρουστικό εαυτό της με γκροτέσκο τρόπο προκειμένου να προσέξει ο πρίγκιπας την “ομορφιά” της και να της χαρίσει το παραμυθένιο τέλος που αφελώς φαντασιώνεται, με κόστος την ψυχολογική της φθορά και αυτοκαταστροφή… Τουλάχιστον μέχρι ένας άστοχος επίλογος να υπονοήσει μια ευκαιρία για καλύτερη ζωή παρά την ασχήμια της, συσκοτίζοντας έτσι ως προς το βασικό μήνυμα της ταινίας.
Θα ήταν πολύ ενδιαφέρουσα αλληγορία για τα πρότυπα ομορφιάς αν (και η σύγκριση είναι αναπόφευκτη) ακόμη δεν συνερχόμασταν από το σοκ του “The Substance”. Δυστυχώς για την ταινία, η “αηδία” που επιδιώκει να προκαλέσει δεν φτάνει ούτε στο ελάχιστο τον τρόμο που εξαπέλυσε η Φαρζάτ στις οθόνες μας πέρυσι (η οποία από την πλευρά της δεν συναγωνίζεται την αρχέγονη φρίκη του πόσο καρτουνίστικα κακογραμμένοι είναι όλοι οι ανδρικοί χαρακτήρες στο “Ugly Stepsister”), καθώς η πιο σοκαριστική σκηνή της ταινίας έχει ήδη αποκαλυφθεί από την αφίσα και, αν ο θεατής έχει λογοτεχνική παιδεία, από το καθαυτό παραμύθι των Γκριμ (δεν συμβαίνει στο κείμενο του Περώ).
Κατά παράξενο τρόπο, και η σκηνοθέτρια Έμιλυ Μπλίχφελντ προσπαθεί να μείνει πιστή στην ιστορία, καθώς η Σταχτοπούτα (η Σκαρ-Μύρεν πλασάρεται ως βασική ατραξιόν, αλλά η πιο υποτονική Θέα Λοχ Νες κλέβει την παράσταση), αν και πιο εχθρική απέναντι στην Ελβίρα, ακόμη θριαμβεύει στο τέλος λόγω της καλοσύνης της και όχι της ομορφιάς της, ενώ η Ελβίρα που τόσο πασχίζει να κερδίσει τη συμπάθεια του κοινού παραμένει όσο εγωίστρια και σκληρόκαρδη όσο η παραμυθική εκδοχή της. Συνεπώς, η ταινία έρχεται σε σύγκρουση με το ίδιο το κείμενο, όχι με την έννοια της αποδόμησης που επεδίωκε η Μπλίχφελντ, αλλά με την έννοια μιας πλοκής που καταλήγει αποπροσανατολισμένη όταν το μέτριο σενάριο δεν επιλέγει εύκολες αφηγηματικές λύσεις σε διλήμματα πιο χιλιοφορεμένα και από το θρυλικό γοβάκι.
Κάποια στιγμή εγώ και οι αυτοαποκαλούμενοι “σινεφίλ” θα πρέπει να ανοίξουμε μια μεγάλη, πολιτισμένη (προαιρετικά) συζήτηση ως προς το τί θεωρούμε πλέον “auteur”. Η Μπλίχφελντ κάνει ντεμπούτο με αυτή την ταινία, αλλά παρά ταύτα ήδη επαινείται για τη “μοναδική, ασυμβίβαστη ματιά” της, επιβεβαιώνοντας για μια ακόμη φορά την υποψία μου ότι οι “σινεφίλ” εσφαλμένα συγχέουν το σενάριο και την άψογη διεύθυνση φωτογραφίας του Μαρσέλ Ζισκίντ με το ρόλο του σκηνοθέτη. Μην ξεγελιέστε, αγαπητοί αναγνώστες: το ότι οι σκηνές της ονειροπόλησης της Ελβίρα είναι γυρισμένες σαν διαφημίσεις αρώματος και η έξυπνη χρήση λεπτομερών κοντινών, σε αντίθεση με την Καλή Νεράιδα (ασχολίαστη η χρήση του συγκεκριμένου στοιχείου της ιστορίας), δεν μεταμορφώνουν μια κατά τα λοιπά αναμενόμενη σκηνοθεσία σε απόδειξη καλλιτεχνικής ιδιοφυίας.
Αν παραμερίσουμε, όμως, τον ειδεχθή αυτό όρο, ανακαλύπτουμε ότι η Μπλίχφελντ δεν είναι ιδιαίτερα αξιοσημείωτη και ως συμβατική σκηνοθέτιδα· δεν κουνάει την κάμερα, το οποίο αυτομάτως την καθιστά πιο ικανή από τον Αρονόφσκι, αλλά η πλανοθεσία της παραμένει αδιάφορη και εξαρτώμενη από τη ζωγραφική σχεδόν ευαισθησία των προσεγμένων φωτισμών του Ζισκίντ για να δημιουργήσει ενδιαφέρουσες συνθέσεις (ξεχωρίζει η είσοδος της Σταχτοπούτας στο χορό με τρόπο που θυμίζει το φάντασμα του Μπάνκο). Θεωρεί ότι γυρίζει ένα καθωσπρέπει ιστορικό δράμα στο μεταίχμιο του “The Favourite” και του “The Beguiled” ενώ μια τέτοιου είδους αφήγηση απαιτεί, αν όχι τον εξτρεμισμό του “The Substance”, έστω την αργόσυρτη αγωνία του Κρόνενμπεργκ.
Έχω μάλλον δώσει την εντύπωση ότι δεν μου άρεσε το “The Ugly Stepsister”, αλλά η πληκτική αλήθεια είναι ότι δεν είναι κακή ως ταινία, παρά κοινότυπη ως ιδέα· γνωρίζουμε ήδη ότι τα παραμύθια συχνά ενέχουν σκοτεινότερες αφηγήσεις, και το σοκ που προκαλούν τέτοιου είδους ταινίες παύει να σοκάρει όσο περισσότερο το βλέπουμε. Ας έβαζε έστω τη σκηνή του παραμυθιού όπου τα πουλιά τυφλώνουν τις αδερφές· τουλάχιστον η Ελβίρα θα γλίτωνε έτσι να αντικρίσει την καριέρα του Αρονόφσκι μετά το “Black Swan”.