There is nothing Left: Η αποτυχία της Ελληνικής Αριστεράς
Σε ευθεία αντίθεση με την ελληνική αριστερά κανείς από τους θεωρητικούς της δεν μιλούσε με συνθήματα και κανείς εξ αυτών δεν πουλούσε αριστερισμό.
του Κωνσταντίνου Ποζουκίδη – English Department, University of Maryland at College Park (UMD) – USA
There is nothing Left: Κριτική Θεωρία και Ελληνική Αριστερά
Οι εκλογικές αναμετρήσεις που έλαβαν χώρα μέσα στο 2015, και αναφέρομαι βεβαίως τόσο στις εθνικές εκλογές όσο και στο κωμικοτραγικό δημοψήφισμα του Ιουλίου, πετύχαν σταδιακά και συστηματικά την απόλυτη γελοιοποίηση της ελληνικής αριστεράς. Η ελληνική αριστερά δεν αποδείχτηκε απλά ανέτοιμη να κυβερνήσει, μα κυρίως φάνηκε ανίκανη να προτείνει ένα διαφορετικό μοντέλο οικονομίας, το οποίο περίτρανα διαλαλούσε δεξιά και αριστερά.
Η αποτυχία της ελληνικής αριστεράς, μια αποτυχία αναμενόμενη για όσους γνωρίζανε έστω και ελάχιστα το τι συμβαίνει στο χώρο, έφερε στο προσκήνιο μια συνεχιζόμενη και σε μεγάλο βαθμό δικαιολογημένη επίθεση στην επονομαζόμενη ιδεολογική ηγεμονία της αριστεράς. Και ενώ εδώ μπορούμε να αναπτύξουμε μια σειρά παραμέτρων που κατά κύριο λόγο χαρακτηρίζουν την ελληνική ιδιαιτερότητα (o Bernie Sanders είναι κάτι περισσότερο από απαραίτητος στην Αμερικανική πολιτική), υπάρχει η τάση να συγχέεται το ελληνικό παράδοξο με μια παράδοση κριτικής σκέψης, που ούτε λίγο ούτε πολύ έχει στιγματίσει ολόκληρο τον εικοστό αιώνα.
Σε πρόσφατο άρθρο του στο Liberal (24/12/2015 Είναι ο Μάκης Βορίδης και ο Κώστας Σημίτης νεοφιλελεύθεροι;) ο Πάσχος Μανδραβέλης αναφέρει ότι ελλείψει ιδεολογικών αναζητήσεων η ελληνική δεξιά έχασε το ιδεολογικό της στίγμα και ασπάστηκε εν τέλει τα ιδεολογικά προτάγματα της αριστεράς. Φέρει ο κ. Μανδραβέλης το παράδειγμα του βιβλίου «Η γοητεία των ιδεών: Η ελληνική κεντροδεξιά στον 21ο αιώνα» όπου προσωπικότητες της ελληνικής κεντροδεξιάς επιλέγουν κατά κύριο λόγο «αριστερά» κείμενα για να εντάξουν στην ανθολογία αυτή.
Ο χαρακτηρισμός επιφανών διανοούμενων ως «αριστερών» και η ταύτισή τους με την ελληνική αριστερά, ίσως γιατί κάποτε η ελληνική αριστερά τους έκανε μνεία εν μέσω ερώτων και αλκοόλ, ίσως γιατί τελευταίως κάποιοι εξ αυτών αφελώς θεώρησαν την ελληνική αριστερά ως ένα αμιγώς ριζοσπαστικό κίνημα της ευρωπαϊκής περιφέρειας (βλέπε το άρθρο του Alain Badiou της 9ης Ιουλίου, καθώς και πολυάριθμα άρθρα και ομιλίες του Slavoj), δεν χαρακτηρίζει μόνο τον κ. Μανδραβέλη αλλά μια σειρά διανοούμενων που εντάσσουν εαυτούς στο φιλελεύθερο τόξο. Ωστόσο, πιστεύω πως είναι λάθος να συγχέεται η παταγώδης αποτυχία του ΣΥΡΙΖΑ με τον Ζιζεκ, τον Μπαντιού και κυρίως τον Ντεριντά.
Η σύγχρονη φιλοσοφία, η οποία στον 20 αι. δεν ονομάζεται καν φιλοσοφία αλλά κριτική θεωρία (critical theory), έχει ουσιαστικά επηρεαστεί από: τις οικονομικο-κοινωνικές αναλύσεις των Μαρξ και Ενγκελς, την φροϋδική, και αργότερα την Λακανική, ψυχανάλυση και την θεμελίωση της γλωσσολογίας, κυρίως την θεωρία περί σήματος, όπως αναπτύχθηκε από τον Ferdinand de Saussure. Καλώς η κακώς, χωρίς κάποια βασικά αναγνώσματα των προαναφερθέντων η σύγχρονη κριτική σκέψη δεν είναι προσβάσιμη. Από την σχολή της Φρανκφούρτης στον Λακάν, τον Φουκώ, τον πρώιμο και τον ύστερο Μπάρτ, τον Ντεριντά και την Σπίβακ, την Χάνα Άρεντ, και αργότερα τον Σαιντ, και τον Μπάμπα, μέχρι τον Τζέιμσον, τον Ζίζεκ, τον Μπαντιού και φυσικά τον Λακλάου, τους Ντελέζ και Γκουατάρι και πιο πρόσφατα τον Αγκάμπεν, τον Νέγκρι και τον Εσπόσιτο, οι Μαρξ, Φρόυντ και de Saussure παραμένουν απαραίτητοι (στην περίπτωση της Άρεντ πρέπει να τονίσουμε και την επιρροή του Heidegger).
Πού θέλω να καταλήξω; Δεν είναι η ελληνική αριστερά που ηγεμονεύει μέσω των προαναφερθέντων διανοητών. Αντιθέτως, η σύγχρονη κριτική σκέψη έχει στιγματιστεί από μια σειρά ανθρώπων που σε αντίθεση με τον Φουκουγιάμα δεν θεώρησαν ότι ο καπιταλισμός είναι το τέλος της ιστορίας. Επίσης κανείς εκ των προαναφερθέντων δεν είναι φιλοσταλινικός ή φιλοσοβιετικός ή ακόμα δεν αναπολεί ένα κομμουνιστικό μοντέλο οικονομίας. Ακόμα και ο πιο «κομμουνιστής» απ’ όλους, ο Ζίζεκ, έχει ασκήσει πολλάκις μια σκληρή κριτική στην Σοβιετική ένωση και στον Στάλιν. Όλοι οι προαναφερθέντες όμως αντιλαμβάνονται δύο από τις βασικές θέσεις του Μαρξ, πρώτον ότι οι συνθήκες παραγωγής επηρεάζουν σημαντικά την παραγωγή των ιδεών, και δεύτερον ότι το κοινωνικό, σαν υπόσταση, είναι και θα παραμένει διαιρεμένο, ή ακόμα και κατακερματισμένο. Όχι μόνο οι «αριστεροί» θεωρητικοί δεν είναι φιλοσοβιετικοί αλλά πολλοί εξ αυτών αρνούνται τον μαρξιστικό μεσσιανισμό: ο Λακλάου αρνείται ότι είναι ποτέ δυνατόν να φτάσει το τέλος της ιστορίας, επιχειρηματολογώντας προς την διαρκή αναδόμηση του κοινωνικού, ενώ ο Ντεριντά στα «Φαντάσματα του Μαρξ» αναφέρεται σε μία δημοκρατία του μέλλοντος, η έλευση της οποίας όμως παρατείνεται ad infinitum.
Σε ευθεία αντίθεση με την ελληνική αριστερά κανείς από θεωρητικούς αυτούς δεν μιλούσε με συνθήματα και κανείς εξ αυτών δεν πουλούσε αριστερισμό. Όλοι τους δημιούργησαν έναν σύνθετο, και κάποιοι απ’ αυτούς έναν αχανή, φιλοσοφικό κόσμο όπου ασκούσαν κριτική στα κακώς κείμενα ενός οικονομικο-πολιτικού συστήματος που συχνά παρουσιάζει τεράστια δημοκρατικά ελλείμματα και περπατάει σε τεντωμένο σκοινί (το οποία έμμεσα μόνο σχετίζεται με την προ-καπιταλιστική Ελλάδα). Και ναι, πολλές φορές ο καπιταλισμός λόγω της τρομερής ευελιξίας του και της μοναδικής ικανότητάς του να ανασυνθέτει τον εαυτό του μένοντας ριζικά ίδιος κατάφερε να εντάξει την κριτική αυτή μέσα στο σύστημά του, είτε ως ρητορεία, είτε ως πράξη. Και γι’ αυτό κατάφερε και επιβίωσε. Και όταν το έκανε αυτό, και για όσο το έκανε, η ζωή όλων μας έγινε καλύτερη.
Εάν η κριτική στον καπιταλισμό, ή ακόμα και η παραδοχή ότι υπάρχει ένα οικονομικό σύστημα το όποιο ονομάζεται καπιταλισμός και αποτελεί ένα καθαρά ιστορικό φαινόμενο, καθώς και ότι αυτό το σύστημα έχει αγκαλιάσει και έχει ενσωματώσει όλες τις πτυχές του σύγχρονου βίου μας, θεωρείται από κάποιους λαϊκίζουσα και Συριζογενής, τότε η προσέγγισή τους είναι ημιμαθής και προβληματική. Οι διανοητές που ανέφερα δεν γίνανε γνωστοί μέσω της ελληνικής αριστεράς (ίσα ίσα κακοδιαβάστηκαν από αυτήν ή έστω από ένα πολύ μεγάλο μέρος της), αλλά μέσω των αμερικανικών ιδρυμάτων που τους αγκάλιασαν, τους μετέφρασαν (π.χ. τον Ντεριντά), τους δίδαξαν και τους διδάσκουν: το UC Irvine αγκάλιασε τον Ντεριντά, μαζί με το Yale, στο Columbia δίδασκε ο Said, πρώτα στο Σικάγο και τώρα στο Χάρβαρντ ο Μπάμπα, η Σπίβακ (που πρώτη μετέφρασε την Γραμματολογία του Ντεριντά στα Αγγλικά) συνεχίζει και διδάσκει στο Columbia, ενώ ο Τζέιμσον είναι στον Duke, και εδώ μπορούμε να αναφέρουμε κι άλλους κι ακόμα περισσότερους. Και αν η ηγεμονία της αριστεράς στην ελληνική πραγματικότητα εκφράζεται μέσω της ανθολογίας που αναφέρει ο κ. Μανδραβέλης, τότε η διεθνής ηγεμονία των θεωρητικών που προανέφερα είναι εμφανής στο Literary Theory: An Anthology, των Rivkin και Ryan, μια ανθολογία θεωρητικής κριτικής 1200 σελίδων που διδάσκεται σε ολόκληρο τον αγγλοσαξονικό κόσμο, τόσο σε προπτυχιακό όσο και σε μεταπτυχιακό επίπεδο (και που εγώ την πέτυχα σε 3 διαφορετικά πανεπιστήμια σε Ηνωμένο Βασίλειο, Ελλάδα και Ηνωμένες Πολιτείες). Δυστυχώς δεν υπάρχει εναλλακτική «δεξιά» προσέγγιση στις θεωρητικές αναλύσεις του Φουκώ, ούτε «δεξιά» ή φιλελεύθερη αποδήμηση, δεν υπάρχει δεξιά ψυχανάλυση ούτε και δεξιά γλωσσολογία. Το να απορρίπτονται μείζονα θεωρητικά κινήματα επειδή τους προσάπτεται το αριστερό πρόσημο και να συγχέονται με την ελληνική αριστερά είναι ένα μεγάλο ατόπημα, χαρακτηριστικό της ελληνικής εσωστρέφειας. Στο κάτω κάτω, ο σκοπός της κριτικής θεωρίας, και σε αυτό διαφέρει ίσως από την φιλοσοφία, δεν είναι να προτείνει λύσεις αλλά να δημιουργεί ερωτήματα. Και κανένα οικονομικο-κοινωνικό σύστημα δεν μπορεί να βελτιωθεί και να εξελιχθεί και, γιατί όχι να αλλάξει προς το καλύτερο εάν δεν αντιμετωπίσει τα εγγενή προβλήματά του, τα οποία προβάλλονται και αναλύονται μέσω της κριτικής θεωρίας. Η κριτική θεωρία είναι απαραίτητη όποιο κι αν είναι το πολιτικό της πρόσημο.