Θεσσαλονίκη: Μία πόλη σε μόνιμο αδιέξοδο;
Η μόνη λύση γι’ αυτήν την πόλη είναι οι ίδιοι οι πολίτες της και κανένας άλλος.
Λέξεις – εικόνα: Αθανάσιος Μαλίτσας
Την οραματίστηκαν, τη διεκδίκησαν, την κατέκτησαν τη δημιούργησαν, την κατέστρεψαν, την έκαψαν, την πολεοδόμησαν, την τραγούδησαν, την έγραψαν, την ερωτεύτηκαν και τελικά την ξέχασαν. Την ξεχάσαμε! Όχι, δεν πρόκειται για ένα ακόμη παράπονο απλά για το παράπονο. Είναι η ίδια η ιστορία αυτής της πόλης που έχει αποδείξει πως μάλλον πρόκειται για ένα εφήμερο ”λιμάνι” χαμηλών προσδοκιών και περιστασιακών προσωπικών ωφελιμιστικών ευκαιριών και όχι για έναν τόπο που πραγματικά του αξίζει ό,τι καλύτερο.
Σε μία πραγματικά ευλογημένη γεωγραφικά και γεωστρατηγικά θέση, (έρευνες στο παρελθόν είχαν καταδείξει πως το λιμάνι της Θεσσαλονίκης βρίσκεται στην πιο προνομιούχα θέση σε ευρωπαϊκό επίπεδο) περιμένει με μία μόνιμη ηττοπάθεια μέσα στους αιώνες την αναγνώριση και τον τρόπο για να πρωταγωνιστήσει.
Με ελάχιστες εξαιρέσεις μέσα στο μακραίωνο βίο της, πάντα “κρυμμένη” και “βολεμένη” στη δεύτερη θέση περιμένει το θαύμα εξ ουρανού για να “σωθεί”. Τι φταίει; Σίγουρα δεν είναι απλό ν’ απαντηθεί και οι λόγοι δεν είναι λίγοι ούτε εύκολα εξηγήσιμοι. Ως ένα βαθμό μπορεί όντως να είναι θέμα συγκυριών, πράγμα που προσωπικά δε με πείθει ούτε με επαναπαύει.
Όσον αφορά στη σχεδόν παγιωμένη άποψη που σχετίζεται με το πόσο αδικημένος είναι ο Βορράς σε σχέση με το Νότο τα τελευταία χρόνια, θεωρώ πως πρόκειται για μία βολική δικαιολογία ακόμη και αν κάτι τέτοιο ίσχυε στο ακέραιο. Για το γεγονός ότι μεγαλόπνοα έργα γι’ αυτόν τον τόπο παρέμειναν ως σκέψεις ή άλλα βαίνουν προς την ολοκλήρωσή τους με καθυστέρηση δεκαετιών, δεν είναι υπεύθυνο μόνο το διοικητικό Κέντρο της χώρας. Τα χρόνια της οικονομικής ευρωστίας βασικοί θεσμοί της πόλης απαξιώθηκαν πρώτα από το ίδιο το δυναμικό της πόλης και αργότερα από τρίτους.
Η κύρια αιτία νομίζω πως σχετίζεται με την ανθρώπινη φύση και τα πρωτόγονα ατομικά ένστικτα για επιβίωση. Σ’ ένα συναισθηματικά ασταθές περιβάλλον που σε μεγάλο βαθμό οφείλεται στην αδιαμφισβήτητη οικονομική δυσπραγία, ίσως είναι άδικο να υπάρχουν μεγάλες απαιτήσεις για προβληματισμό, προσπάθεια και οραματικές προσεγγίσεις. Το αντίθετο βέβαια, αποδείχτηκε πως είναι αυτοκαταστροφικό σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο “συντηρώντας” έναν αδιάκοπο φαύλο κύκλο.
Θεωρώ πως η μόνη λύση γι’ αυτήν την πόλη είναι οι ίδιοι οι πολίτες της και κανένας άλλος. Ναι, υπήρχαν περιπτώσεις που χαρισματικοί ηγέτες βοήθησαν και αγάπησαν αυτήν την πόλη και προσέφεραν τα μέγιστα, όμως εκ των πραγμάτων αυτές οι ιστορικές “παρενθέσεις” είχαν αρχή και τέλος.
Ενδεχομένως ν’ ακούγεται ως κλισέ και απλουστευτικό, αλλά μόνο όταν ο κάτοικος αυτής της πόλης σεβαστεί το δημόσιο χώρο σαν το σπίτι του, ενδιαφερθεί για τη λειτουργικότητά της και το αισθητικό της εκτόπισμα, πάρει θέση σ’ ένα ενδεχόμενο μεγάλο δημόσιο έργο ή σε μία παρέμβαση μικρής κλίμακας, η πόλη θα ξεχωρίσει και θα αναδειχθεί μέσα από τον πολύ έντονο ανταγωνισμό και θα κερδίσει ένα “κομμάτι” από την “πίτα”.
Τα γνωστά και σχεδόν μόνιμα πια προβλήματα της Θεσσαλονίκης όπως τα τραπεζοκαθίσματα, τα διπλοπαρκαρισμένα, οι μουτζούρες, οι βανδαλισμοί, η αυξημένη ρύπανση του περιβάλλοντος, η έλλειψη ενός οραματικού πολεοδομικού σχεδιασμού αλλά ακόμη και η μικροεγκληματικότητα, όλα, είναι απότοκα της αισθητικής μας κουλτούρας.
Οι πόλεις δεν είναι αυθύπαρκτες, αλλά “ζουν”, εξελίσσονται, μετασχηματίζονται και αναπτύσσονται μέσα από τους ανθρώπους των οποίων το ποσοστό της προσωπικής τους ευθύνης δεν είναι αμελητέο. Ο Μητροπολιτικός χαρακτήρας μίας πόλης δεν εξαρτάται από το μέγεθος της, αλλά από το επίπεδο της συνεργασίας των τοπικών φορέων που την υποστηρίζουν και την πλαισιώνουν, οι οποίοι φυσικά δεν είναι απρόσωποι αλλά αποτελούνται από ανθρώπους.
Επίσης, το πολυσυμμετοχικό ενδιαφέρον θα ενδυναμώσει την ταυτότητα της πόλης και θα έχει ως αποτέλεσμα μία αλυσιδωτή οικονομική ανάπτυξη που τελικά θα την καρπωθεί ο ίδιος ο πολίτης αλλά με ένα συνολικό, υγιή, σταθερό, δημιουργικό και πολιτισμένο τρόπο. Όταν επιτευχθεί κάτι τέτοιο η πόλη θα είναι ικανή να διεκδικήσει μία καλύτερη θέση στο επίπεδο των δικτύων της (θαλάσσιο, σιδηροδρομικό, αεροπορικό) αλλά και σε μία σειρά άλλων οικονομικών, επιχειρηματικών, εκπαιδευτικών, εκθεσιακών, πολιτισμικών πεδίων. Οι διαστάσεις της οικονομικής, κατασκευαστικής και τελικά, αισθητικής ανάπτυξης είναι έννοιες παράλληλες και απόλυτα συνδεδεμένες.
Η μεγάλη πρόκληση έγκειται στο βασικό κριτήριο και προσανατολισμό που θα έχουμε ως μονάδα και ως σύνολο, απαλλαγμένοι και “απελευθερωμένοι” από τις αρνητικές εσωστρεφείς “αγκυλώσεις” και τις “άγονες” προκαταλήψεις. Μία πρόκληση-υποχρέωση που έχουμε όλοι μας σε μία πόλη, πιθανότατα τη μόνη σε παγκόσμιο επίπεδο με το χαρακτηριστικό του αδιάλειπτου αστικού βίου για σχεδόν 2500 χρόνια, τη Θεσσαλονίκη!