Θεσσαλονίκη, μια προδοσία μόνο δική μας
Ποια είναι η Θεσσαλονίκη και γιατί της φερόμαστε σαν την πεμπτουσία όλων των αρνητικών της σύγχρονης ελληνικής νοοτροπίας; Γράφει ο Ι.Π Λεονταράκης
Λέξεις: Ιωάννης Παναγιώτης Λεονταράκης
Θα ήθελα να ξεκινήσω λέγοντας ότι η Θεσσαλονίκη για εμένα είναι ίσως ο πιο σημαντικός σταθμός της ζωής μου αν και δε γεννήθηκα εκεί.
Γεννήθηκα στην Καβάλα και σπούδασα στην Ξάνθη αυτό το περίεργο επάγγελμα του πολιτικού μηχανικού. Στη Θεσσαλονίκη ήρθα να εργαστώ και κατέληξα να ζήσω, να ονειρευτώ, να αγαπήσω, να δοκιμάσω να ξεκινήσω οικογένεια, να ζήσω τις πιο σημαντικές μου στιγμές μου στην υπέροχη αυτήν πόλη. Και εν τέλει να απογοητευτώ, να την πονέσω και να φύγω από αυτήν. Και την πονάω ακόμα, κάθε φορά που έρχομαι να δω τα όσα με δένουν με αυτήν, καταλήγω να σκέφτομαι πόσο λίγο ξέρουμε τη Θεσσαλονίκη και πόσο λιγότερο τη φροντίζουμε, πόσο την προδίδουμε δεκαετίες τώρα.
Άραγε ποια είναι η Θεσσαλονίκη και γιατί της φερόμαστε σαν την πεμπτουσία όλων των αρνητικών της σύγχρονης ελληνικής νοοτροπίας;
Ένα πολύ αγαπημένο μου άτομο που δε ζει πια και επίσης ήρθε σε αυτήν την πόλη ενώ δε γεννήθηκε εκεί, μου είχε προτείνει μία ιδιαίτερη αναλογία.
Η Θεσσαλονίκη και Αθήνα είναι βίοι αντίθετοι.
Η μία είναι μία πολύπολιτισμική συμβασιλέυουσα, (το οποίο είναι θεσμικός όρος και όχι θεωρητικός), που έχουμε βαλθεί να τη «μικρύνουμε» και η άλλη μία πόλη που κυριολεκτικά την επανιδρύσαμε από το μηδέν προσπαθώντας να την κάνουμε πολυπολιτισμική. Και βασικά τα καταφέραμε.
Η Αθήνα στην απελευθέρωση ήταν ένα ιδιαίτερα μικρό αστικό κέντρο, με δεσπόζουσες τις εικόνες ενός ένδοξου μισοξεχασμένου παρελθόντος, που πλέον είναι όντως κέντρο τεχνών και με όλα τα δεινά της έχει αποκτήσει χαρακτήρα και κοιτάει το μέλλον ευοίωνα.
Η Θεσσαλονίκη τι ήταν τότε, αν όχι η πόλη με τις δεκάδες κοινότητες, ένα τεράστιο εμπορικό κέντρο, η πόλη από την οποίο διοικούνταν συνήθως το δυτικό μισό αυτοκρατοριών (εξ ου και ο όρος συμβασιλεύουσα). Η πόλη που έβγαλε αρχιτεκτονικά ρεύματα, νεοκλασσικού και οθωμανικού μπαρόκ, η πατρίδα λογίων ελληνόφωνων και μη (δε θυμάμαι να έχουμε κάνει έστω ένα μνημείο στο Ναζίμ Χικμέτ). Η πόλη που γεννήθηκε από τη Μακεδονία, αγκάλιασε τόσες μα τόσες κουλτούρες, τόσους πολιτισμούς, για να δημιουργήσει τη δικιά της μοναδική ταυτότητα (άληθεια πέρα από την Κωνσταντινούπολη πόσες πόλεις έχουν υπάρξει τόσο σημαντικές για τόσες κουλτούρες;).
Και τώρα; Πως κοιτάει το μέλλον η Θεσσαλονίκη μας; Πως της επιτρέπουμε να το κοιτάει.
Φτωχύναμε την κουλτούρα της, γκρεμίσαμε την αρχιτεκτονική της, παρατάμε τις υποδομές της, και της προσθέσαμε και μερικά σκοτεινά πρόσωπα, ορισμένες φορές και βίαια.
Και ευλογούμε τη στασιμότητα και την προσβολή μας γκρινιάζοντας απλά για ένα αδιάφορο κράτος. Βέβαια ξεχνάμε πρόθυμα ότι το κράτος είναι πάντα αδιάφορο και μεταξύ μας γιατί να μην είναι, άλλωστε είναι λάθος να επενδύουμε τις τοπικές μας ελπίδες στα κράτη, δεν θα έπρεπε να είναι καν αυτός ο ρόλος τους. Πόσο μάλλον δε το ελληνικό κράτος που αρέσκεται να είναι μεγάλο για τα μικρά ζητήματα και μικρό για τα μεγάλα ζητήματα. Ας του αφήσουμε έναν επικουρικό και ελεγκτικό ρόλο στα μικρά μπας και χειριστεί κάπως καλύτερα τα μεγάλα ζητήματα που αφορούν ολόκληρη την κοινωνία μας.
Μεγάλη και άλλη συζήτηση αυτή, αλλά κατά την ταπεινή μου γνώμη η λεγόμενη αυτοδιοίκηση θα έπρεπε να δουλεύει λίγο παραπάνω μόνη της αξιοποιώντας το κράτος σε τεχνογνωσία, ενδεχομένως πόρους και συμβουλευτικά. Ακόμα και έτσι όμως υπάρχουν αρκετά παραδείγματα πόλεων που προοδεύουν εντός αυτού του αδιάφορου και δυσλειτουργικού κράτους, τις οποίες διαφημίζουμε με μία μικρή δόση ζήλειας ως “ευρωπαϊκές”, ή αποδίδουμε την επιτυχία τους σε κάποιον πλούσιο κάμπο. Αν σταματήσουμε ωστόσο να είμαστε γραφικοί ίσως να σταματήσουμε να κοιτάμε τους γειτονικούς κάμπους παρά μόνον για να παραδειγματιστούμε.
Κατά την ταπεινή μου γνώμη θα έπρεπε να κοιτάξουμε λίγο εντός μας, να μάθουμε την ιστορία και την κουλτούρα της πόλης, ή καλύτερα να την ξαναμάθουμε. Και να την τιμήσουμε αναλόγως. Να ξεκινήσει ένας διάλογος για τις ανάγκες της, τα προβλήματά της, και τις δυνατότητες επίλυσής τους.
Από εμβληματικά έργα που μένουνε στα λόγια, από μικρές οικονομικά εύκολες ενέργειες, στις πολιτιστικές δράσεις, την στοχοθέτηση στις τέχνες, στις κυκλοφοριακές ρυθμίσεις, στην αναβάθμιση περιοχών ολόκληρων, μερικές φορές ιστορικών, υπάρχουν τόσα ζητήματα που πρέπει να ακούσουμε λίγο το νέο κόσμο, να μιλήσουμε με ανθρώπους που έχουν τις ουσιώδεις γνώσεις να προσφέρουν, ώστε να μπορούμε να πράτουμε τα αναγκαία με πρόγραμμα, με πλάνο και όχι αποσπασματικά, να τα βελτιώσουμε, να δοθεί νέα πνοή.
Να την ξανακάνουμε ελκυστική σε αναγκαίες επενδύσεις ώστε να μπορεί ο νέος κόσμος αξιοπρεπώς. Να της δώσουμε την πραγματικά σύγχρονη εικόνα που της αξίζει με το δέοντα σεβασμό στα πολιτιστικά της στοιχεία και την πολιτιστική της ταυτότητα.
Μη ξεχνάμε ότι ακόμα και τώρα μιλάμε για την πόλη με το μεγαλύτερο παραλιακό μέτωπο στην Ελλάδα, την πόλη των γεύσεων, των έστω και λίγων διασωθέντων αρχιτεκτονικών αριστουργημάτων, και μεγάλων ποιητών και στοχαστών.
Η Θεσσαλονίκη μας έχει τόσα που μας έχει προσφέρει και άλλα τόσα να μας προσφέρει, αυτό που χρειάζεται είναι η διάθεση και η δική μας προσπάθεια. Η δική μας φροντίδα και ο δικός μας σεβασμός και βασικά η δική μας ενημέρωση.
Τη μέθοδο και τον τρόπο που θα έρθει η βελτίωση, με εξαίρεση τις όποιες γνώσεις μου περί τεχνικών έργων λόγω επαγγέλματος δεν μπορώ να την ορίσω.
Ίσως με ένα δημόσιο διάλογο με τους πολίτες της πόλης, ίσως με πραγματική επιμόρφωση της ιστορίας, της κουλτούρας και των κινημάτων που γεννήθηκαν εκεί.
Ίσως με την άσκηση πίεσης στον στρογγυλοκαθήμενο πολιτικό βίο της πόλης. Ίσως πάλι με ένα συνδυασμό όλων των παραπάνω. Το μόνο που μπορώ να πω με βεβαιότητα είναι το ίδιο που είπα στην αρχή αυτού του κειμένου.
Ερχόμενος από την Καβάλα λάτρεψα τη Θεσσαλονίκη πιο πολύ από όσο φανταζόμουν, και είδα κόσμο να τη γνωρίζει πιο λίγο από ότι της αξίζει.
*Ο Ιωάννης Παναγιώτης Λεονταράκης είναι Διπλωματούχος Πολιτικός Μηχανικός