Θεσσαλονίκη, πυρκαγιά 1917. Η ευκαιρία που δεν χάθηκε
Είναι παράδοξο ότι δύο μείζονα γεγονότα της ιστορίας της, η πυρκαγιά του 1917 και ο ανασχεδιασμός του ιστορικού κέντρου στο μεσοπόλεμο, στη συνέχεια σχεδόν ξεχάστηκαν, ίσως γιατί τα χρόνια ήταν δύσκολα και οι απώλειες οδυνηρές.
Λέξεις: Aλέκα Καραδήμου Γερόλυμπου*
Η καταστροφή μιας πόλης είναι ένα τραγικό γεγονός με οδυνηρές επιπτώσεις σε όλα τα επίπεδα της κοινωνικής και οικονομικής ζωής του πληθυσμού της, στις διαδικασίες εξέλιξης της περιοχής, στις προσδοκίες των κατοίκων της και στην καθημερινότητά τους.
Οι μηχανισμοί της καταστροφής σχεδόν νομοτελειακά απελευθερώνουν διεργασίες που υπό άλλες συνθήκες θα χρειαζονταν διαφορους χρόνους, τρόπους και ρυθμούς για να τεθούν σε λειτουργία. Μεγάλο μερίδιο της ευθύνης επιμερίζεται στην παλαιωμένη κατάσταση της πόλης. Η ιστορία των πόλεων δείχνει ότι, εκσυγχρονιστικές παρεμβάσεις και πλήρης ανασχεδιασμός του αστικού χώρου ακολούθησαν κάθε μεγάλη καταστροφή.
Ετσι έγινε και στην Θεσσαλονίκη. Είναι παράδοξο ωστόσο ότι δύο μείζονα γεγονότα της ιστορίας της, η πυρκαγιά του 1917 και ο ανασχεδιασμός του ιστορικού κέντρου στο μεσοπόλεμο, στη συνέχεια σχεδόν ξεχάστηκαν, ίσως γιατί τα χρόνια ήταν δύσκολα και οι απώλειες οδυνηρές [προσφυγιά, ολοκαύτωμα, εμφύλιος, μετανάστευση].
Η παλιά πόλη και η παραδοσιακή διάρθρωση. Ως το 1869 η πόλη κρατούσε το σχήμα που είχε αναπτύξει στην μακραίωνη ιστορία της από τον 7ο αιώνα, περιχαρακωμένη στο εσωτερικό του βυζαντινού τείχους σε μια περίμετρο 8 χιλιομέτρων. Στο εσωτερικό της oι κάτοικοι ζούσαν σε χωριστές συνοικίες κατά θρησκεία και εθνική προέλευση, σε επαφή μεταξύ τους αλλά χωρίς ανάμειξη.
Το μεσογειακό κλίμα ευνοούσε την υπαίθρια και συλλογική διαβίωση, ενώ χωριστά από τις περιοχές κατοικίας, όπως συμβαίνει στις πόλεις της Ανατολικής Μεσογείου, αναπτύσσονταν οι δραστηριότητες των εργαστηρίων και της αγοράς. Οι δρόμοι της εμπορικής συνοικίας, γεμάτοι με παραδοσιακά προϊόντα της Ανατολής, ήταν καλυμμένοι με τέντες και ξύλα που προφυλάγουν από τον ήλιο και τη βροχή.
Εξευρωπαϊζοντας την νομοθεσία και τους θεσμούς και εξισώνοντας τους μη-μουσουλμάνους, οι μεταρρυθμίσεις επέδρασαν σημαντικά στην μορφή και την διάρθρωση των πόλεων, οι οποίες προσέλκυσαν νέα αστικά στρώματα, διοικητικούς, επιχειρηματίες, εμπορευόμενους, υπαλλήλους εταιρειών κλπ, κυρίως χριστιανούς και εβραίους, αλλά και ‘ευρωπαίους’.
Στο πλαίσιο των Οθωμανικών μεταρρυθμίσεων θα ξεκινήσει η αναμόρφωση της πόλης το 1869 με την κατεδάφιση του παραλιακού τείχους και την δημιουργία μιας εκτεταμένης προκυμαίας. Με το άνοιγμα της πόλης προς την γύρω περιοχή, νέες συνοικίες δημιουργούνται, δυτικά και ανατολικά από το εντός-των-τειχών κέντρο.
Η απογραφή του 1913 καταγράφει 61.439 ισραηλίτες, 39.956 έλληνες, 45.867 τούρκους, 6.263 βούλγαρους και 4.364 ‘ξένους’ σ’ ένα σύνολο 157.889 κατοίκων (Δημητριάδης 1983).
Η μεγάλη πύκνωση ενός ήδη παλαιωμένου κτιριακού αποθέματος, οι συχνές πυρκαγιές, οι οικονομικές διακυμάνσεις και η απουσία οποιασδήποτε κοινωνικής μέριμνας για την κατοικία οξύνουν δραματικά το στεγαστικό πρόβλημα και τις συνθήκες υγιεινής μέσα στην πόλη. Περιοχές τρωγλών καλύπτουν τις δυτικές συνοικίες εκτός των τειχών καθώς και τμήματα του ιστορικού κέντρου. Δίπλα στα ‘στρατόπεδα’ των φτωχών και των προσφύγων, μια σειρά από ‘εξευρωπαϊσμένες συνοικίες’ διαμορφώνονται με νέους τύπους κτιρίων και νέες αρχιτεκτονικές μορφές.
Η δεκαετία 1912-1922. H ενσωμάτωση του βορειοελλαδικού χώρου στο ελληνικό κράτος συνοδεύτηκαν από εκτεταμένες καταστροφές πόλεων, κυρίως στην Aνατολική Mακεδονία. Μόνον η Θεσσαλονίκη υποδέχεται συνεχώς νέους κατοίκους, με αποτέλεσμα ο πληθυσμός της να αυξάνεται γοργά.
H πυρκαγιά στις 5 /18 Αυγούστου 1917, αποτελεί ένα ορόσημο στην ιστορία της πόλης, καθώς κατέστρεψε τελεσίδικα το ιστορικά διαμορφωμένο κτιριακό της απόθεμα. Η πυρκαγιά έπληξε αδιάκριτα τις λιθόκτιστες νέες συνοικίες της προκυμαίας και της οδού Αγίας Σοφίας, τις μεσαιωνικές σκεπαστές αγορές και τις εκτεταμένες, πολυάνθρωπες και δαιδαλώδεις φτωχογειτονιές που κάλυπταν το μεγαλύτερο μέρος του ιστορικού κέντρου. 9500 κτίσματα έγιναν παρανάλωμα του πυρός και πάνω από 70.000 άνθρωποι (52.000 εβραίοι, 10.000 χριστιανοί και 11.000 μουσουλμάνοι) έμειναν άστεγοι.
Οικονομικές και εμπορικές λειτουργίες, διοικητικές υπηρεσίες και τα σημαντικότερα πνευματικά και θρησκευτικά ιδρύματα των εθνοθρησκευτικών κοινοτήτων μαζί με τα αρχεία τους (μεταξύ των οποίων 16 συναγωγές και η αρχιραββινεία, 12 τζαμιά και 3 χριστιανικοί ναοί, μεταξύ των οποίων ο αρχαίος ναός του Αγίου Δημητρίου) καταστράφηκαν ολοσχερώς. Παραδόξως δεν έχουν καταγραφεί ανθρώπινα θύματα.
H πυρκαγιά εξαφάνισε ουσιαστικά την ‘ανατολίτικη’ πλευρά του χαρακτήρα της πόλης και εξάλειψε τα παραδοσιακά χαρακτηριστικά που συνέχιζαν να επιβιώνουν παρά τις προηγούμενες εκσυγχρονιστικές προσπάθειες. Tο σχέδιο που εκπόνησε για τη Θεσσαλονίκη η Διεθνής Eπιτροπή Σχεδιασμού υπό την καθοδήγηση του γάλλου αρχιτέκτονα Eρνέστ Eμπράρ αποτελεί μια ενδιαφέρουσα εγγραφή της πολεοδομίας της εποχής στις τοπικές γεωγραφικές και ιστορικές ιδιομορφίες.
Η πόλη εντός των τειχών ανασχεδιάσθηκε από την αρχή, «ως ένα λευκό χαρτί», αγνοώντας τις ποικίλες δεσμεύσεις που ο χρόνος, οι ιστορικές περιπέτειες και η μορφή της ιδιοκτησίας πάντα επιβάλλουν.
Το σχέδιο και η σύγχρονη πόλη. Παρά τις εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες, το σχέδιο εφαρμόστηκε στο μεγαλύτερο μέρος του. Εισήγαγε ευρείες λεωφόρους σ’ ένα ιεραρχημένο οδικό δίκτυο, συγκέντρωση των δημοσίων υπηρεσιών και δημιουργία ενός πολιτικού κέντρου για την πόλη (άξονας Αριστοτέλους), ορθολογική οργάνωση των χώρων παραγωγής και κατανάλωσης, κανονικά σχήματα οικοδομικών τετραγώνων και οικοπέδων, ανάδειξη του μνημειακού πλούτου της βυζαντινής και της οθωμανικής περιόδου, διατήρηση ορισμένων ‘γραφικών’ συνοικιών και μεγάλους ελεύθερους χώρους για πλατείες και πάρκα.
Προέβλεπε τον διπλασιασμό του πληθυσμού στο εσωτερικό μιας περιμετρικής πράσινης ζώνης, πέραν της οποίας απαγορευόταν η επέκταση της πόλης (το δάσος του Σέιχ-σου)… Επίσης εκπονήθηκαν σχέδια για το υπό ίδρυση Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, για τους εργατικούς συνοικισμούς-κηπουπόλεις, για τις βιομηχανικές ζώνες, για τις επεκτάσεις της πόλης που σχεδιάσθηκαν ως προάστια μέσα στο πράσινο.
Σημαντική υπήρξε η συμβολή της Eπιτροπής σε πρότυπα σχέδια για τον νέο τύπο συλλογικής κατοικίας, την πολυκατοικία με διαμερίσματα, ενώ πρωτοεμφανίζεται η οριζόντια ιδιοκτησία. Πρόθεση των σχεδιαστών ήταν να μην υπερβεί ο πληθυσμός τις 350.000 κατοίκων και η επί πλέον αύξηση να διοχετευθεί προς άλλες πόλεις της περιοχής.
Η πόλη εξοπλίσθηκε με καινούργιες λιμενικές εγκαταστάσεις, δίκτυα και υποδομές, φαρδείς και ευθύγραμμους δρόμους έτοιμους να δεχθούν την συνεχώς αυξανόμενη παρουσία του αυτοκινήτου και οικοδομικούς κανονισμούς που επέβαλλαν την χρήση του νέου οικοδομικού υλικού -του μπετόν- για την ανέγερση 4όροφων και 5όροφων οικοδομών.
Ο εξορθολογισμός των λειτουργιών και οι επιχειρηματικές βάσεις (business principles) πάνω στα οποία βασίστηκε ο σχεδιασμός της πόλης ‘εκσυγχρόνισαν’ προφανώς την παραδοσιακή εικόνα, εξαφανίζοντας παράλληλα χαρακτηριστικά πολύτιμα και ανεπανάληπτα, τα οποία όμως τότε κανένας δεν διεκδικούσε.
Οι περισσότερες λειτουργίες –κυρίως μη-κερδοσκοπικές- που υπήρχαν παραδοσιακά στο ιστορικό κέντρο (πολυάριθμες συναγωγές, τζαμιά και τουρμπέδες, μεταβυζαντινές εκκλησίες και εκκλησάκια, χάνια, ορφανοτροφεία, γηροκομεία κλπ) δεν ξαναστεγάσθηκαν στο κέντρο και ορισμένες μόνον μεταφέρθηκαν στις νεώτερες συνοικίες της πόλης.
Η σημασία του σχεδίου της Θεσσαλονίκης μετά το 1917 βρίσκεται κυρίως στο ότι εισηγείται μια ανανεωμένη μορφή για την νεοελληνική πόλη, που απαντά στις απαιτήσεις της νέας βιομηχανικής κοινωνίας και στην αισιοδοξία των τεχνοκρατών που είχαν την εξουσία. Οι περιορισμένοι κρατικοί πόροι, τα έκτακτα γεγονότα (έλευση προσφύγων) και ο ατελής εξαστισμός της ελληνικής κοινωνίας δεν επέτρεψαν στο κράτος να αναλάβει το κόστος του εκσυγχρονισμού των πόλεων, αλλά ούτε και στην «κοινωνία πολιτών» να αναπτύξει δραστηριότητα ως παραγωγός χώρου.
Παρά τις εξαιρετικά δυσμενείς ιστορικές συνθήκες που ακολούθησαν τα πρώτα χρόνια της ανοικοδόμησης, η Θεσσαλονίκη του 1917 δεν έχασε την ευκαιρία να ανανεωθεί εκμεταλλευόμενη τα δεδομένα της καταστροφής.
Τα θετικά ή αρνητικά στοιχεία του ισοζυγίου μπορεί να διαφέρουν για τον καθένα μας. Ωστόσο και μέχρι σήμερα το σχέδιο της πόλης του 1917 επιδέχεται διορθωσεις και αποδέχεται παρεμβάσεις που επιτρέπουν στον αστικό χώρο να λειτουργεί και … κάποτε-κάποτε να μας γοητεύει.
[1] Το κείμενο έχει συντεθεί από ιδέες και διατυπώσεις που περιλαμβάνονται στις εργασίες της συγγραφέως του 1985, 1997, 2008 και 2016.
*Η Aλέκα Καραδήμου Γερόλυμπου είναι Ομότιμη καθηγήτρια ΑΠΘ