Θυμάμαι παιδί την επιστράτευση
Τέσσερις πενηντάρηδες σήμερα θυμούνται τι έκαναν τη σημερινή μέρα το καλοκαίρι του 1974.
Τέσσερις πενηντάρηδες σήμερα θυμούνται τι έκαναν τη σημερινή μέρα το καλοκαίρι του 1974.
Άσπα Πάσσιου
Ήμουν 9 χρονών. Είχαν δολοφονήσει πριν μέρες τον Μακάριο, το έμαθε ο παππούς από την ντόιτσε βέλε και είδα όλη την οικογένεια ανάστατη. Εγώ στο μπαλκόνι αναρωτιόμουν τί σημαίνει αυτό και είναι όλοι τόσο λυπημένοι, ήρθαν, με μάζεψαν μέσα και μου είπαν να βγάλω το σκασμό. Η τηλεόραση ( που στο σπίτι του παππού υπήρχε) μιλούσε για πόλεμο στην Κύπρο. Την ημέρα της επιστράτευσης, η μαμά μου ετοίμασε τον σάκο του μπαμπά μου και εγω έτρεχα από πίσω της. Θα πάει ξανά φαντάρος μου είπε κι αν χρειαστεί θα πολεμήσει. Την ώρα που αποχαιρετιόμασταν στο χολ του σπιτιού, ρωτούσα μπροστά του την μαμά μου αν θα πεθάνει και μου ξαναείπαν να βγάλω το σκασμό πια.
Η εξώπορτα είχε ήδη ανοίξει για να φύγει όταν ο παππούς πήρε τηλέφωνο και ακούσαμε το ανακουφιστικό: “κατέβηκαν τα ηλικιακά όρια, δεν σε πιάνει Αργύρη”. Ήταν από τις μεγαλύτερες χαρές που έχω πάρει στη ζωή μου. Ξεντύθηκε, έβαλε τα κανονικά του ρούχα και έπιασε δουλειά στο επιταγμένο, κατά κάποιον τρόπο, ταξί μεταφέροντας τους νεότερους επιστρατευμένους σε σημεία σε όλη την Μακεδονία. Κάποιοι από αυτούς έκαναν 30 μήνες να γυρίσουν. Κάποιοι, λίγοι, δεν γύρισαν ποτέ.
Άντζελα Ντούνα
Στην πολυκατοικία μας, ο πατέρας του παιδιού που έμενε πάνω μας είχε πάει στην Κύπρο, και κάθε μέρα κατέβαινε το παιδί στο σπίτι μας και μας έδινε αναφορά “ο μπαμπάς μου σήμερα σκότωσε δεκατρείς Τούρκους!” κι εμείς τον κοιτάζαμε με θαυμασμό και τον κάναμε -τιμής ένεκεν- αρχηγό στα παιχνίδια, και ζηλεύαμε που δεν είχε πάει και ο δικός μας μπαμπάς στον πόλεμο! Άβυσσος τα μυαλά των παιδιών!
Παναγιώτης Μιχαλόπουλος
Το 74 ήμουν εννέα χρόνων. Παραθερίζαμε (τότε δεν κάναμε, απλώς διακοπές, αλλά περνούσαμε όλο το καλοκαίρι – δηλαδή παραθερίζαμε – εκτός πόλης) στην Μηχανιώνα. Από τότε φαίνεται ότι είχα το κόλλημα με το πρωινό ξύπνημα, το οποίο ατόνησε για λίγο στα εφηβικά και φοιτητικά χρόνια, που με έκανε να βρίσκομαι εκτός κρεβατιού μόλις η φωτεινή μπάλα του ήλιου άρχιζε την πορεία της στον ουρανό.
Τα άλλα παιδιά της καλοκαιρινής παρέας ακόμα κοιμόταν και έτσι έπαιρνα το ποδήλατο, πήγαινα στην αλάνα, που βρισκόταν απέναντι από το σπίτι, και άρχιζα γύρους. Όταν βαριόμουνα, γυρνούσα σπίτι για το πρωινό, που συνήθως ήταν γάλα και ψωμί με βούτυρο και μαρμελάδα ή ζάχαρη! Ε ναι, το χτίσιμο αυτού του κορμιού άρχισε από πολύ νωρίς…. Θυμάμαι λοιπόν, ότι μου άρεζε να κάθομαι στο άνοιγμα ενός παραθύρου και ακούω στο ραδιόφωνο, δραματοποιημένες αυτοτελείς ιστορίες με τον «Μικρό Ήρωα», τον Γιώργο Θαλάσση.
Μια μέρα σαν και τη σημερινή, εκείνη την χρονιά, είχα ξυπνήσει αξημέρωτα, είχα κάνει την ποδηλατάδα και είχα γυρίσει για το πρωινό. Έβαλα να ακούσω τις αγαπημένες ιστορίες αλλά δυστυχώς το ραδιόφωνο έπαιζε εμβατήρια. Άρχισα να τρώγομαι στην μητέρα μου, που μαγείρευε από νωρίς για να μπορέσει αργότερα να μας συνοδεύσει στην θάλασσα, και να γκρινιάζω για την χαμένη ιστορία αλλά και την ανατροπή της καθημερινότητας. Μαγείρευε γεμιστά, τσιγαρίζοντας κρεμμύδι και ρύζι και άκουγε εμένα να γκρινιάζω. Η ώρα περνούσε και έβλεπα τους μεγάλους, τότε ζούσε ακόμα και η γιαγιά μου, να είναι ανήσυχοι και να μην ακολουθούν το κανονικό πρόγραμμα της ημέρας. Ακόμα και τα γεμιστά δεν έφυγαν την κανονική ώρα για τον φούρνο, στον οποίο τότε πηγαίναμε το ταψί για να τα ψήσει. Ο πατέρας μου ήταν στη Θεσσαλονίκη και δούλευε.
Προς το μεσημέρι και αφού το μπάνιο έγινε «για να γίνει» με συνοπτικές διαδικασίες και με γκρίνια «για την διαδικασία του κατεπείγοντος» ήλθε ο θείος μου, για να μας πάρει να μας επιστρέψει στη Θεσσαλονίκη. Είχε ένα κόκκινο κατσαριδάκι στο οποίο πάμπολες φορές είχαμε δοκιμάσει τα γνωστά φιλμάκια με το «πόσοι χωράνε σε ένα τέτοιο αυτοκίνητο». Το στρίμωγμα και ο χαβαλές που ακολούθησε, ήταν η μόνη γιατρειά για την γκρίνια, της εκτός προγράμματος, αναχώρησης για την πόλη.
Φτάσαμε στο σπίτι στη Θεσσαλονίκη και βρήκα τον πατέρα μου να κάθεται σε ένα μισοσκότεινο δωμάτιο και να έχει βγάλει κάτι χαρτιά (αργότερα έμαθα ότι ήταν απολυτήριο από τον στρατό) επάνω στο τραπέζι. Το δωμάτιο ήταν μισοσκότεινο επειδή εκείνα τα χρόνια η ιδέα μας για την δροσιά ήταν «να κουφώσεις» τα βαριά ξύλινα Γαλλικά παντζούρια. Είχε ανοιχτή την τηλεόραση και ήταν μια από τις λίγες φορές που τον είδα πραγματικά αγχωμένο και ανήσυχο.
Τελικά ο πατέρας μου, δεν επιστρατεύτηκε, λόγω της δουλειάς του, αλλά θυμάμαι ότι για αρκετό καιρό έπρεπε να πηγαίνει και απογεύματα στην δουλειά διότι «ήταν σε επιφυλακή». Θυμάμαι ότι για κάποιο διάστημα κάναμε και κάτι ασκήσεις «αεράμυνας» και έπρεπε να συσκοτίσουμε το σπίτι, προς μεγάλη ευχαρίστηση του παιδικού μας εγκεφάλου που χαιρόταν, σαν τον λύκο, στην αναμπουμπούλα.
Ύστερα ήλθε ο Καραμανλής, η αναμπουπούλα συνεχίστηκε για καιρό. Κάποιοι θυμάμαι ότι είχαν βάψει τα φορτηγά που τους είχαν επιτάξει, με χρώματα παραλλαγής και τα έβλεπες για καιρό να κυκλοφορούν έτσι. Τα σχολεία άρχισαν τον Σεπτέμβριο, με μια μικρή καθυστέρηση αν θυμάμαι καλά, και η μεγάλη αλλαγή για μας τα παιδιά ήταν ότι έφυγε «το πουλί» από την κορνίζα του πάνω από τον μαυροπίνακα. Ο δάσκαλος, με πόνο ψυχής τώρα που το ξανασκέφτομαι αν και μπορεί να τον αδικώ, μας έβαλε να σκίσουμε μια από τις τελευταίες σελίδες των βιβλίων η οποία επίσης φιλοξενούσε το πουλί.
Η Κύπρος μετά από τόσα χρόνια εξακολουθεί να βασανίζεται και εγώ θέλω να φωνάξω «Ποτέ ξανά τέτοια πουλιά».
Γιώργος Τούλας
Η μοναδική στιγμή που θυμάμαι να αποχαιρετώ τον πατέρα μου με τόσο πόνο ήταν εκείνη η μέρα που έφευγε στην επιστράτευση. Μας προετοίμαζαν από την προηγούμενη για το γεγονός, ο αδερφός μου ήταν πολύ μικρότερος, εγώ ήμουν στα 8 χρόνων και αντιλαμβανόμουν τι σημαίνει πόλεμος με μια έννοια. Ο πατέρας μου μας αποχαιρέτησε με μια αγκαλιά και έφυγε. Τότε καταλάβαμε ότι είχε ξεχάσει την ταυτότητα του και μου είπε η μάνα μου ”τρέξε στην στάση να τον προλάβεις”. Έτρεξα στην στάση του αστικού, στον Άγιο Φανούριο, σαν τρελός φωνάζοντας περίμενεεεεε. Και τον πρόλαβα και του είπα μην πας στον πόλεμο… Δεν την ξέχασα ποτέ εκείνη την μέρα.