Τι είναι η Θεσσαλονίκη σήμερα;
Η Θεσσαλονίκη, η δική μας πόλη, στο πέρασμα του χρόνου μοιάζει μια πόλη που αποκοιμήθηκε.
Εικόνα: Περικλής Χατζηνάκος
Ξεκινώντας τη δημιουργία αυτού του τεύχους, που συμπίπτει χρονικά με τη συμπλήρωση 28 χρόνων από τη γέννηση της parallaxi, το Νοέμβριο του 1989, σκεφτήκαμε πως είναι καλό να κάνουμε μια προσπάθεια καταγραφής των πραγμάτων που αποτελούν για μας την ταυτότητα της πόλης που ζούμε, αγαπάμε, μας εκνευρίζει ή μας γοητεύει. Της πόλης που γεννηθήκαμε, μεγαλώσαμε και συνεχίζουμε να υπάρχουμε εντός της, αφού αποφασίσαμε να μην την εγκαταλείψουμε, αν και δεν ήταν πάντα τόσο φιλόξενη η καθημερινότητά της.
Η Θεσσαλονίκη, η δική μας πόλη, στο πέρασμα του χρόνου μοιάζει μια πόλη που αποκοιμήθηκε. Από το 1990 και δώθε, από τον πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας και το κλείσιμο των συνόρων της και για 25 χρόνια περιορίστηκε στο ρόλο της σιτεμένης, παραμελημένης αδερφής του παλαιού καιρού. Που ζούσε στο πίσω δωμάτιο, κεντώντας αδιάφορα το ίδιο μοτίβο για χρόνια και που και που, σε καμιά γιορτή ή καμιά φιέστα, στην οποία επισκέπτονταν τον οίκο σημαίνοντα πρόσωπα, φορούσε ένα ξεφτισμένο βελούδο, προς χάριν του παλαιού κλέους και έβγαινε για λίγο στο σαλόνι για να αποσυρθεί και πάλι στη μοναξιά και την παραίτηση.
Πολύφερνοι πολιτικάντηδες, πρωθυπουργοί, υπουργοί, δημαρχαίοι ανέτειλαν και έδυαν στο μεταξύ. Γίνονταν πρώτες φίρμες, αστέρια των τηλεοράσεων και των ψηφοφόρων αλλά την πόλη, την σιτεμένη κόρη των 2500 χρόνων Ιστορίας στα παλαιότερα των υποδημάτων τους γραμμένη. Εδώ ίσως θα πρέπει να εξαιρέσουμε τον Βενιζέλο που το 1997 φρόντισε να πέσει χρήμα μπόλικο με την Πολιτιστική, άσχετα που πλούτισαν και εργολάβοι τότε, δεν ξεχνάμε το Βασιλικό που ξεκίνησε με 3 δις δραχμές προϋπολογισμό και έφτασε κοντά στα 10…
Έτσι λοιπόν ήρθε η ακμή και η παρακμή. Και στην ακμή ακόμα, τα πλούσια τζάκια της πόλης την πόλη δεν την τίμησαν όπως έπρεπε. Μεγάλοι ευεργέτες από το 80 και μετά δεν υπήρξαν. Άνθρωποι που έφτιαξαν εδώ περιουσίες τεράστιες, μυθικές, που ήταν αυτό που λέμε κράτος, δεν φρόντισαν ούτε ένα παρκάκι να αφήσουν πίσω, δυο παγκάκια να κάθονται οι γέροντες και τα παιδιά, να κοιτούν το ηλιοβασίλεμα. Καβούρια οι τσέπες. Ποιος νοιάζεται για την υστεροφημία θα μου πεις; Η σαμπάνια να κυλάει παγωμένη στο ποτήρι…
Πίσω στην αφήγηση της ιστορίας η κρίση ήρθε και αποτέλειωσε την πόλη, όχι μόνο οικονομικά, αφού το κακό είχε αρχίσει από το΄90 στο λιμάνι και την αποβιομηχάνιση, αλλά και ουσιαστικά αποκαρδιώνοντας πλήρως τους κατοίκους της και κάμπτοντας κάθε αντίσταση. Η παλιά κιμπαριά πήγε περίπατο και τη θέση της έδωσε σε έναν απίστευτο ωχαδερφισμό. Η πόλη, από τη μια άκρη της έως την άλλη μετατράπηκε σε ένα απέραντο σκηνικό ασυδοσίας και παραβατικότητας. Το να διπλοπαρκάρεις το αυτοκίνητο σου στη Μητροπόλεως για να κάνεις μια δουλίτσα μέχρι το να απλώσεις την πραμάτεια του μαγαζιού σου στον ωραιότερο πεζόδρομο της χώρας, την Αριστοτέλους, μετατρέποντάς την σε εμποροπανήγυρη, είναι μέρος του παιχνιδιού.
Ολόκληρη η πόλη μετατράπηκε στο πέρασμα του χρόνου σε ένα βασίλειο του «σας έχω γραμμένους κανονικά». Το απόλυτο χάος στο δημόσιο χώρο έγινε δικαίωμα και κατάκτηση και κάθε προσπάθεια διόρθωσης συναντά πλέον μέχρι και τραμπουκισμούς. Η ασχήμια έγινε συνήθεια, κομμάτι της ζωής μας και το αντίθετο, όταν συμβαίνει ξενίζει.
Οι αρχές και οι μηχανισμοί τους μετατράπηκαν σιγά σιγά σε ένα κοιμισμένο θεριό το οποίο όποιος προσπαθήσει να ξυπνήσει απογοητεύεται και σταματά.
Ανάπτυξη για πάρα πολλά χρόνια στην πόλη θεωρήθηκαν τα καφέ, τα μπαρ και τα φαγάδικα και ο κανιβαλισμός δεν άργησε να έρθει και κει. Αφού σε κάθε τετράγωνο, παλιά μαγαζιά νοικοκυρέων της πόλης μετατράπηκαν σε ένα είδος επιχείρησης. Για ν’ αρχίσουν και κει τα λουκέτα. Γιατί πόσους καφέδες θα πιεις μέσα στη μέρα, σε πόσα σουβλατζίδικα θα φας;
Η εποχή Παπαγεωργόπουλου ήρθε να δώσει το τελειωτικό χτύπημα στο κύρος της πόλης. Μια κλοπή που δεν ήταν μόνο χρηματική ήταν και ηθική. Νομιμοποίησε τη ρεμούλα. Το ψάρι βρώμισε από το κεφάλι.
Και εμφανίστηκε ο Γιάννης Μπουτάρης ως μάνα εξ ουρανού, ως μια σανίδα σωτηρίας. Φέρνοντας μαζί έναν άλλον λόγο, μια άλλη στάση ζωής και φιλοσοφία και μια ομάδα ανθρώπων με διαφορετικές καταβολές, πολιτικές, οικονομικές, ιστορικές, πήρε το παιχνίδι και σήκωσε ψηλά τη σημαία της ελπίδας ότι κάτι μπορεί να γίνει. Να αλλάξει προς το καλύτερο, αφού πιο κάτω δεν είχε.
Το πρόγραμμα της Πρωτοβουλίας το 2010, το πρόγραμμα χάρη στο οποίο την ψηφίσαμε και εξελέγη ήταν ένα παραδεισένιο κείμενο που έλεγε όσα μια βουλιαγμένη πόλη ήθελε να ακούσει. Και πέρασε η πρώτη θητεία με λίγη παραπάνω ελπίδα και φως και άρχισε σιγά σιγά και εδώ να διαφαίνεται η αδυναμία διαχείρισης. Η ”διαφορετική” ομάδα έγινε από δυο χωριών χωριάτες, η διοίκηση του τερατώδους οργανισμού των χιλιάδων υπαλλήλων δυσλειτουργική, το όραμα άρχισε να εξασθενεί.
Η καθημερινότητα δυστυχώς χειροτέρεψε. Το να προσπαθήσεις να διασχίσεις το πεζοδρόμιο της Καρόλου Ντιλ κάτω από τη Μητροπόλεως ένα βράδυ θα σε πείσει για αυτό. Σε όλα τα παραπάνω προστέθηκε και η αλαζονεία της εξουσίας. Χαρακτηριστικό που δεν λείπει τελικά από καμιά καρέκλα. Κάθε ένας που ασκεί κριτική είναι εν δυνάμει εχθρός που θέλει να ξηλώσει την ιδανική εικόνα της διοίκησης.
Μαζί με μια λιγοστή διοίκηση βέβαια υπάρχουμε κι εμείς οι λιγούτσικοι κάτοικοι. Οι ταξιτζήδες που αράζουν στο λεωοφορειόδρομο, τα μηχανάκια που κλείνουν τις διαβάσεις, όσοι κόβουν δέντρα για να μην τους χαλάει τη μόστρα της βιτρίνας, όσοι κατεβάζουν στο πεζοδρόμιο το παλιό τους στρώμα αντί να τηλεφωνήσουν στο δήμο να έρθει να το πάρει.
Όσα διάβασες μέχρι εδώ σου γεννούν μια εικόνα ασφυξίας. Σε κάνουν να θέλεις να βάλεις μια πέτρα στο λαιμό σου και να πέσεις στο Θερμαϊκό. Περίμενε όμως. Μην το κάνεις. Υπάρχουν και τα καλά. Οι λόγοι για τους οποίους δεν εγκαταλείπουμε αυτή την πόλη και μένουμε ακόμα εδώ. Η Θεσσαλονίκη αν και μεγάλη πόλη είναι μια πόλη με στοιχεία ζεστασιάς. Οι άνθρωποι, ακόμα και σήμερα και με αυτές τις συνθήκες γνωρίζονται, χαιρετιούνται, φτιάχνουν κοινωνική ζωή. Κατέβα ένα βράδυ στην Αγία Σοφία ή στην Αριστοτέλους. Παιδιά 15-25 χρόνων, κατεβαίνουν εκεί, από κάθε γειτονιά της πόλης, γνωρίζονται, μιλάνε, φλερτάρουν και συνεχίζουν την παράδοση μιας κοινωνικότητας που ακόμα δεν χάθηκε.
Παράλληλα, κόντρα στην έλλειψη επιχορηγήσεων και χορηγιών μεγάλων ιδρυμάτων που στήνουν όλες τους τις ιστορίες δυστυχώς στην Αθήνα και πουθενά αλλού στην Ελλάδα, υπάρχουν εκατοντάδες άνθρωποι που ξεκινούν από το μηδέν και τα καταφέρνουν να δημιουργήσουν. Εκατοντάδες διαφορετικά πειράματα στην πόλη αλλάζουν την ψυχολογία της, κάνοντάς την ζωντανή και ετοιμοπόλεμη για το καλύτερο. Όταν αυτό έρθει κάποτε.
Η Θεσσαλονίκη είναι μια πόλη σε διαρκή αναμονή στο διάδρομο απογείωσης. Όποιος δεν το βλέπει είναι τυφλός. Μονάχα που της λείπουν τα καύσιμα. Αν τα είχε θα βρισκόταν από καιρό στις πόλεις της κατηγορίας της με ένα μετάλλιο. Όμως τα στερείται. Αυτά τα καύσιμα πρέπει πια να αναζητήσουμε όλοι μαζί. Να πιέσουμε όπως μπορούμε για το καλύτερο. Κυρίως γιατί το δικαιούνται τα παιδιά που μαζεύονται τα βράδια στο πεζούλι της Αγίας Σοφίας, με ένα κουτάκι μπύρα από το περίπτερο στο χέρι περιμένοντας ένα αύριο που και άλλες γενιές περίμεναν και δεν ήρθε.