Τι έτρωγαν τότε, τι θα φάμε σήμερα;
Του Γιώργου Τούλα Στα παιδικά μου χρόνια υπήρχε στην οδό Ανατολικής Θράκης στην Τούμπα μια μικρή αυλή που εντός της στο μπροστινό δωμάτιο ενός σπιτιού υπήρχε το καφενείο της κυρίας Καλιόπης. Τέσσερα τραπέζια όλα και όλα. Κάθε μεσημέρι γινόταν το αδιαχώρητο. Τα τηγανιτά της κεφτεδάκια και η μαρίδα μοσχοβολούσαν τη γειτονιά. Μετά τη δουλειά ή […]
Του Γιώργου Τούλα
Στα παιδικά μου χρόνια υπήρχε στην οδό Ανατολικής Θράκης στην Τούμπα μια μικρή αυλή που εντός της στο μπροστινό δωμάτιο ενός σπιτιού υπήρχε το καφενείο της κυρίας Καλιόπης. Τέσσερα τραπέζια όλα και όλα. Κάθε μεσημέρι γινόταν το αδιαχώρητο. Τα τηγανιτά της κεφτεδάκια και η μαρίδα μοσχοβολούσαν τη γειτονιά. Μετά τη δουλειά ή σε ένα διάλειμμα της η γειτονιά έβρισκε την ευκαιρία να παρελάσει. Η τηγανιτή της πατάτα ήταν ένα όνειρο και μόνο όταν χάθηκε εκείνη η γεύση κατάλαβα πόσο πολύτιμη ήταν. Τα κεφτεδάκια της τα θυμήθηκα πρόσφατα με το άνοιγμα δεκάδων μαγαζιών που τους αποτίουν φόρο τιμής. Η ολική επιστροφή λόγω κρίσης και κόπωσης από μια δηθενιά σε γεύσεις του εξήντα και του εβδομήντα είναι γεγονός!
Βλέποντας σήμερα με νοσταλγία, αλλά και τον ίδιο ενθουσιασμό, τα φιλμ του ασπρόμαυρου κινηματογράφου των 50ς και 60ς, με τα οποία μεγάλωσαν μέχρι τώρα πέντε γενιές, έχεις μια ξεκάθαρη εικόνα της Ελλάδας εκείνων των χρόνων. Της Ελλάδας στο σύνολο της. Δομές, συνήθειες, life style, έννοια που δεν είχε εφευρεθεί ακόμη αλλά περιέχεται στις εικόνες, η καθημερινότητα εν ολίγοις όλων των κοινωνικών τάξεων, άλλες φορές αυτούσια, άλλες φορές υπερενισχυμένη, αλλά πάντως ικανή να αποτελέσει αντικείμενο μελέτης μιας ολόκληρης εποχής. Κάτι που δεν συνέβη τόσο, έως και καθόλου πειστικά με τα φιλμ που ακολούθησαν στο ελληνικό σινεμά τις επόμενες δεκαετίες, όπου μια στρεβλή και συνήθως περιορισμένη στο μεγαλοαστικό ιστό εικόνα της χώρας παρακολουθούμε. Αντίθετα τα φιλμ αυτού που αποκαλείται παλιός ελληνικός κινηματογράφος, αποτελούν σπουδαία ντοκουμέντα εμβάθυνσης σε μια εποχή που οι άνθρωποι έβλεπαν στο σινεμά τις ζωές τους και ταυτίζονταν με πρότυπα. Είτε μέσα από την αυτοαναγνώριση είτε μέσε από την αυτοπαραμόρφωση, σε περίπτωση που ταυτίζονταν με ήρωες άλλων τάξεων. Έτσι ο ιστορικός του μέλλοντος αν ήθελε να μιλήσει για την Ελλάδα του μεταπολέμου δεν θα είχε παρά να δει πολλές φορές τη Στέλλα, τον Δράκο, την Τρελή-τρελή οικογένεια, τη Χαρτοπαίχτρα, το Ξύλο βγήκε από τον παράδεισο και καμιά πενηνταριά ακόμα κλασικά φιλμ του καιρού εκείνου. Ασφαλή συμπεράσματα προκύπτουν από παντού. Πάρτε για παράδειγμα το φαγητό. Ανοίξτε τηλεόραση σε ένα σημερινό πρωινάδικο και δείτε τους σεφ να προσπαθούν να μας πείσουν για ένα γαλλικό πιάτο. Ο Βασίλης Αυλωνίτης το έκανε πρώτος δοκιμάζοντας τριάντα και χρόνια πριν ένα ‘’Κοτολέτ ανιόν με βιλερουά’’. Βγείτε ένα βράδυ στα ταβερνάκια του κέντρου. Τα πιάτα που σερβίρουν συνόδευαν δεκάδες φορές τον φτωχό πλην τίμιο Δημήτρη Παπαμιχαήλ αλλά και τις αστές που κατηφόριζαν σε φτωχογειτονιές για να συναντήσουν γνήσιους άνδρες, πρωταγωνιστές στο λήμμα παλικάρι. Το φαγητό, από ένα φτωχικό στρωμένο με τα ελάχιστα μεσημεριάτικο τραπέζι στο σπίτι του Ορέστη Μακρή ή της αιωνίως άρρωστης Ελένης Ζαφειρίου, μέχρι τα στιλάτα γεύματα στο σπίτι του μονίμως πλούσιου Διονύση Παπαγιαννόπουλου, αποτέλεσε ευκαιρία για να έρθουν άνθρωποι πιο κοντά. Η παρατήρηση των πιάτων οδηγεί αυτόματα στη δημιουργία ενός γευστικού τσελεμεντέ της Ιστορίας. Τώρα που η φάβα επέστρεψε παντού, που τα μενού θυμίζουν και πάλι ένα φόρο τιμής στην απλότητα των 60’ς θυμίσου το. Τα κεφτεδάκια που λατρεύεις σήμερα τα λάτρευαν και τότε.