«Τι είναι κρίση μπαμπά;»

Μάρτιος του 2012 στην Ελλάδα. Τέσσερα και πλέον χρόνια μετά την πρώτη είδηση περί κρίσης. Στην αρχή δεν το πιστέψαμε, μετά νομίσαμε πως θα τελειώσει γρήγορα, στη συνέχεια ήρθε η μεγάλη ύφεση, έπειτα τα τεράστια πολιτικά εγκλήματα, το ΔΝΤ, οι νέες δανειακές συμβάσεις, η συγκυβέρνηση, τα χαράτσια και τα έκτακτα μέτρα. Γύρισε ο κόσμος ανάποδα, […]

Άκης Σακισλόγλου
τι-είναι-κρίση-μπαμπά-8857
Άκης Σακισλόγλου
1.jpg

Μάρτιος του 2012 στην Ελλάδα. Τέσσερα και πλέον χρόνια μετά την πρώτη είδηση περί κρίσης. Στην αρχή δεν το πιστέψαμε, μετά νομίσαμε πως θα τελειώσει γρήγορα, στη συνέχεια ήρθε η μεγάλη ύφεση, έπειτα τα τεράστια πολιτικά εγκλήματα, το ΔΝΤ, οι νέες δανειακές συμβάσεις, η συγκυβέρνηση, τα χαράτσια και τα έκτακτα μέτρα. Γύρισε ο κόσμος ανάποδα, άλλαξαν όλα. Γίναμε οι πιο διάσημοι φτωχοί. Αναξιόπιστοι και συμπαθείς, ανώριμοι αλλά και αγωνιστές, μόνιμοι καταφερτζήδες αλλά και μεγάλοι «μαλάκες» που δεχόμαστε τέτοιον εξευτελισμό.

Προσπαθώ να θυμηθώ πώς ήμασταν το 1995 ή το 2002 που μπήκε το ευρώ ή ακόμα και το 2004 που βγάλαμε πρωθυπουργό τον Καραμανλή με εντολή να επανιδρύσει το κράτος. Πόσα λεφτά έβγαζα τον μήνα; Πόσο κόστιζε η βενζίνη, το πετρέλαιο, το σούπερ μάρκετ της εβδομάδας; Σκοτάδι. Το μόνο για το οποίο είμαι σίγουρος είναι πως στο τέλος του μήνα δεν περίσσευε τίποτα, ακριβώς όπως και σήμερα…

Ακούω την ομιλία της Άννας Βαγενά στη Βουλή με θέμα το μνημόνιο. Λέει στους βουλευτές (συναδέλφους της δεν μπορώ να τους αποκαλέσω) ότι το «έργο» που βλέπει στα έδρανα της βουλής δεν έχει καμία σχέση με το «έργο» που παίζεται έξω στην κοινωνία. Τους ζητά να αφήσουν τις εκατέρωθεν κατηγορίες, τους εξηγεί πως παρότι έχει και η ίδια μια μικρή επιχείρηση δε χαίρεται καθόλου που θα μπορεί να πληρώνει λιγότερο τους υπαλλήλους της γιατί απλά υπάλληλοι είναι και οι θεατές της κι αν βγάζουν λιγότερα χρήματα δε θα έρχονται στο θέατρο. Όλοι την κοιτούν έκπληκτοι. Ο Πολύδωρας που προεδρεύει της λέει με αβρότητα μια τεράστια κοτσάνα…

Ψάχνω στο youtube την συνέντευξη του Γιάννη Χαρούλη στον Σταύρο Θεοδωράκη. Του αποκαλύπτει πως, κατά την γνώμη του, οι Έλληνες είναι το ίδιο δυστυχισμένοι όπως ήταν και πριν δέκα χρόνια. Παραδέχεται ο κρητικός δημιουργός ότι βγάζει πλέον αρκετά χρήματα αλλά αυτό δεν τον συγκινεί καθόλου. Και με λιγότερα περνούσε καλά κι έκανε όλα αυτά που αγαπούσε. Τον λατρεύω τον Χαρούλη γιατί είναι απλός, αυτάρκης, σίγουρος για το τι θέλει να κάνει, αδιάφορος για την αναγνώριση και την επιτυχία. Είναι αυτό που δεν ήμασταν εμείς τα τελευταία χρόνια, όταν ξοδεύαμε χωρίς να μας νοιάζει από πού.

Διαβάζω και τη συνέντευξη της Ute Lemper με αφορμή τις συναυλίες της στην Ελλάδα. Ζητά συγνώμη που έρχεται με Γερμανικό διαβατήριο. Διαφωνεί με την συμπεριφορά της Μέρκελ (δεν ξέρω αν συμφωνεί και με τον Γιώργο Τράγκα…), αποκαλύπτει ότι πιστεύει στους Έλληνες και ρίχνει και το «καρφί» της για τις δικές μας πολιτικές ευθύνες. «Είδα πριν λίγα χρόνια τον τότε δήμαρχο Αθήνας, Νικήτα Κακλαμάνη, κι όταν τον ρώτησα τι γίνεται με την κρίση μου είπε να μην ανησυχώ…». Μπράβο διορατικότητα ο Νικήτας. Απαλλαγμένος από τα καθήκοντά του στο Δήμο, αν τον ρωτήσεις τώρα μπορεί και να δηλώσει συγκλονισμένος με τις δοκιμασίες του ελληνικού λαού τις οποίες δεν πρόβλεψε, δεν πολέμησε, δεν απέτρεψε.

Μπαίνω και πάλι στο youtube. Βλέπω τον Κώστα Τσάκωνα στην ταινία «Μάθε παιδί μου γράμματα». «Δεν ήξερες ότι δε θα βρεις εύκολα δουλειά σαν μηχανολόγος – μεταλλειολόγος;», τον ρωτάει κάποιος. «Όταν ήμουν στο Λονδίνο, η κυβέρνηση εξήγγειλε νέα μέτρα για την εκμετάλλευση του ορυκτού μας πλούτου κι έτσι σκέφτηκα πως μου ανοίγονταν μια μεγάλη προοπτική για επιστημονική ειδίκευση ανωτέρου επιπέδου. Βέβαια, την ίδια ώρα ένας έλληνας επιχειρηματίας δήλωνε πως ο ορυκτός πλούτος είναι η προίκα της καθυστερημένης Ελλάδας στο γάμο της με την Ευρώπη. Το άκουσα εγώ και είπα τι λέει τώρα αυτός, πάει να τα βάλει με το κράτος; Δεν γνώριζα όμως ότι στην ουσία αυτός ήταν το κράτος…» Μεγάλη αλήθεια από μια ταινία που γυρίστηκε το 1981, όταν οι περισσότεροι περίμεναν τον Ανδρέα Παπανδρέου για να κάνει την μεγάλη «αλλαγή»…

Μάρτιος 2012. Όλοι μιλούν για την κρίση. Μνημονιακοί και αντίθετοι, όλοι δηλώνουν ότι ξέρουν τι πραγματικά χρειάζεται η χώρα. Κι όμως, εγώ δηλώνω μπερδεμένος. Ακόμα. Δεν ξέρω πόσο καλύτερα θα ήμασταν αν συνεχίζαμε «στον κόσμο μας». Δεν μπορώ να φανταστώ τι σημαίνει να γυρίσουμε στη δραχμή ή πόσο δυσβάστακτοι είναι οι νέοι τόκοι. Δεν ξέρω αν κερδίζει κάτι μία επιχείρηση με το να πληρώνει χαμηλότερους μισθούς ή αν έχει νόημα να μειώνεις τους μισθούς σε μια εταιρία που δεν ορθοποδεί με «καμία κυβέρνηση».

Μέσα σε όλα αυτά που δεν ξέρω, έχω πάντως και μία βεβαιότητα. Νιώθω πως η οικονομία αυτής της χώρας μοιάζει με ένα καρέ στο οποίο παίζουμε χαρτιά. Είμαστε πέντε – έξι και τζογάρουμε εδώ και ώρα. Άλλος πολλά, άλλος λίγα, κάποιοι συγκρατημένα, άλλοι με ανυπομονησία, «παίζουμε» την επαγγελματική μας επιτυχία. Κι όμως, το παιχνίδι είναι ανούσιο γιατί αυτός που κέρδισε… μόλις σηκώθηκε και έφυγε. Τι να ποντάρουμε άραγε εμείς που μείναμε; Τα χαμένα μας; Να προσπαθήσουμε να ρεφάρουμε πώς; Κερδίζοντας έναν ήδη χαμένο διπλανό; Να πατσίσουμε την χασούρα μας καταδικάζοντας κάποιον σε ακόμα μεγαλύτερη κατρακύλα; Ανώφελο μου μοιάζει.

Είμαι μέσα στο αυτοκίνητο με τα παιδιά μου κι ακούμε ειδήσεις στη διαδρομή από το σπίτι μέχρι το γυμναστήριο. Πριν κατέβουν, ο Στράτος με ρωτάει τι είναι κρίση. Του ανοίγω την πόρτα, του στρώνω τα τσαλακωμένα ρούχα του Τάε – κβο – ντο και του απαντώ: «Κρίση είναι να μην έχει το σχολείο σου πετρέλαιο τώρα τον χειμώνα. Να κάνεις μάθημα σε αίθουσες προ-κάτ. Να θέλει η γιαγιά σου έναν γιατρό και να περιμένει δύο μήνες για ραντεβού ή να ετοιμάζει το ΚΑΠΗ μια εκδρομή κι αυτή να μας λέει ψέματα ότι δεν έχει όρεξη να πάει. Κρίση είναι μην γελάει ο κόσμος στο δρόμο και να μαλώνουν οι γονείς στο σπίτι. Να έρχεται το καλοκαίρι και ο δάσκαλος των Αγγλικών να στέλνει ένα χαρτί που λέει ότι δεν εξοφλήθηκαν ακόμα τα δίδακτρα». Δεν ξέρω αν κατάλαβε. Έχω φροντίσει – λανθασμένα ίσως – να μην τον φέρω σε επαφή με την πραγματικότητα της οικονομικής μας κατάστασης. Αφέθηκα να μου ζητάει κάτι και να του το δίνω αμέσως σαν το μετακατοχικό σύνδρομο των γονιών μας που στερήθηκαν τα πάντα και φρόντισαν να τα εξασφαλίσουν για μας. Κι αυτόν και την αδελφή του τούς έχω καλομάθει. Δεν θέλω να τους γκρινιάζω για τα λεφτά. Δεν θέλω να τους το «βγάζω ξινό» που δεν έχουν αίσθηση του μέτρου και θέλουν τα πάντα. Άλλωστε, σε λίγα χρόνια θα κληθούν να κερδίσουν από μόνοι τους τον άρτο τον επιούσιο κι έτσι θα μάθουν και για την κρίση, και για τις πραγματικές τους ανάγκες, και για τις οικονομικές αμαρτίες των προηγούμενων. Μακάρι να είμαι κι εγώ κάπου εκεί κοντά και να μπορώ να τους βοηθήσω, να τους αλαφραίνω, να τους «κακομάθω». Μακάρι να τα θυμόμαστε όλα αυτά και… να γελάμε.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα