Τη Μοναξιά και τους Ανθρώπους να Φοβάσαι
Της Κατερίνας Τζιωρίδου Εικόνες: Ιωάννης Γρηγοριάδης Τι να φοβάσαι λοιπόν πιο πολύ, τη μοναξιά ή τους ανθρώπους; Ή και τα δύο; Με αυτό το βασανιστικό ερώτημα περιπλανήθηκε στη σκηνή η πρωταγωνίστρια (Ιωάννα Λιούτσια) ακροβατώντας μεταξύ τρέλας και πραγματικότητας. Ταλαντευόμενη ανάμεσα στην αγάπη και το μίσος. Εγκλωβισμένη στην αμφιθυμία της μεταξύ μοναξιάς και συντροφικότητας. Έχοντας δηλώσει, ότι […]
Της Κατερίνας Τζιωρίδου
Εικόνες: Ιωάννης Γρηγοριάδης
Τι να φοβάσαι λοιπόν πιο πολύ, τη μοναξιά ή τους ανθρώπους; Ή και τα δύο;
Με αυτό το βασανιστικό ερώτημα περιπλανήθηκε στη σκηνή η πρωταγωνίστρια (Ιωάννα Λιούτσια) ακροβατώντας μεταξύ τρέλας και πραγματικότητας. Ταλαντευόμενη ανάμεσα στην αγάπη και το μίσος. Εγκλωβισμένη στην αμφιθυμία της μεταξύ μοναξιάς και συντροφικότητας. Έχοντας δηλώσει, ότι αγαπάει έναν άντρα (Τριαντάφυλλος Μποσταντζής) χάνει και χάνεται. Διχασμένη ανάμεσα σε δύο κόσμους· τον δικός της που πότε τον καταλαβαίνει και πότε όχι και των άλλων που δεν τον καταλαβαίνει έτσι κι αλλιώς.
Ποιο είναι αυτό το πρόσωπο; Θα μπορούσε να είναι η τρόφιμος ενός ψυχιατρείου και ο αγαπημένος της ο ψυχίατρος που την ωθεί ακόμη περισσότερο στα άκρα. Θα μπορούσε να είναι η κολλητή και ο κολλητός. Θα μπορούσε να είναι ένα οποιοδήποτε ζευγάρι που έχει κάνει θεατρικό έργο στιγμές από την πορεία της σχέσης του ενός με τον άλλο. Θα μπορούσα να είμαι εγώ αυτή επάνω στη σκηνή και εσύ αυτός εκεί δίπλα της.
Η Ιωάννα Λιούτσια έδωσε εξ ολοκλήρου τον εαυτό της πατώντας ερμηνευτικά με ασφάλεια πάνω σε ένα έργο που έγραψε η ίδια και που βραβεύτηκε στο διαγωνισμό συγγραφής θεατρικού έργου του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ Β. Αιγαίου. Ένα έργο που το χαρακτηρίζει σε πρόσφατη συνέντευξη της “ποιητικό με ρεαλιστικά και βιωματικά στοιχεία”. Η αλήθεια είναι, ότι η ερμηνεία της μονοπώλησε το ενδιαφέρον μας και αισθανθήκαμε τον συμπρωταγωνιστή της σε δευτερεύοντα ρόλο. Παρόλα αυτά ο Τριαντάφυλλος Μποσταντζής ήταν μια ισχυρή αντίρροπη δύναμη, ο οποίος τραβούσε επάξια τα μάτια του θεατή επάνω του και λειτουργούσε μονίμως ως καταλύτης για να αναρωτηθούμε για όλα όσα δεν ειπώνονταν με λόγια στην παράσταση. Σκηνοθετικά είδαμε μια έντιμη προσπάθεια χωρίς όμως να νιώσουμε συνεπαρμένοι. Συνολικά το έργο δίνει μια απαισιόδοξη πλευρά της ζωής και του ψυχισμού του ατόμου, παρόλο που ασχολείται με τις έννοιες της αγάπης, της συντροφικότητας, του δούναι και λαβείν. Φύγαμε με κάτι βαρύ μέσα μας…
Οι ενστάσεις μας έχουν να κάνουν με το χώρο, όπου δώθηκε η παράσταση και ο οποίος λειτούργησε εν τέλει αρνητικά και στο τελικό αποτέλεσμα. Το υπόγειο που χρησιμοποιήθηκε ήταν ένας χώρος απεριποίητος, υγρός και κρύος, χωρίς ίχνος θέρμανσης. Θα μπορούσε να τον ονομάσει κανείς και μινιμαλιστικό. Δεν ξέρουμε, αν οι συντελεστές της παράστασης ήθελαν με αυτό τον τρόπο να δώσουν και βιωματικά ένα αποτύπωμα του ψυχισμού των πρωταγωνστών. Πάντως ένας χώρος πιο ζεστός σε όλα τα επίπεδα θα μας είχε κάνει να αισθανθούμε πιο άνετα και να επικεντρωθούμε ακόμη περισσότερο στο γίγνεσθαι επί σκηνής.