#tiff62 : Ζήτω τα Βαλκάνια!

Το 62 ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου ξεκίνησε και ήδη το Βαλκανικό Πανόραμα όπως κάθε χρονιά προσφέρει στους σινεφίλ θεατές εξαιρετικές ταινίες.

Γιάννης Γκροσδάνης
tiff62-ζήτω-τα-βαλκάνια-840615
Γιάννης Γκροσδάνης

Το 62ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου ξεκίνησε και ήδη το Βαλκανικό Πανόραμα όπως κάθε χρονιά προσφέρει στους σινεφίλ θεατές εξαιρετικές ταινίες. Ανάμεσα τους τρεις δυνατές ταινίες από το Κόσοβο, τη Σερβία και την Ρουμανία.

Η ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΤΗΣ ΚΥΨΕΛΗΣ (HIVE)

Με την πρώτη σκηνή της ταινίας η Μπλέρτα Μπασόλι βάζει τον θεατή μέσα στην ιστορία της: μια γυναίκα γύρω στα 40 με μια ρυτιδιασμένη σκληράδα στο πρόσωπο βρίσκεται μπροστά σε ένα φορτηγό γεμάτο ανθρώπινες σωρούς. Ανεβαίνει πάνω κρυφά προσπαθώντας μάλλον να ψάξει για να βρει κάποιο δικό της πρόσωπο. Σύντομα γίνεται αντιληπτή από τους κυανόκρανους και την αστυνομία που συλλέγουν τα πτώματα. Η Φαριέ (η γυναίκα πρωταγωνίστρια της ιστορίας) ψάχνει για τον χαμένο άντρα της από τον πόλεμο του Κοσόβου ενώ παράλληλα προσπαθεί να συντηρήσει ένα σπίτι και μια οικογένεια που αποτελείται από δύο παιδιά και τον υπέργηρο και ανάπηρο πεθερό της. Για να τα καταφέρει συλλέγει και πουλάει μέλι από τις κερήθρες του άντρα της στην τοπική αγορά. Ωστόσο οι ανάγκες είναι μεγάλες και έτσι κάποια στιγμή η Φαριέ αποφασίζει με την βοήθεια του τοπικού συλλόγου γυναικών να μάθει οδήγηση για να αυξήσει το εισόδημα της ενώ σύντομα με την βοήθεια και άλλων γυναικών θα προχωρήσει στην σύσταση ενός συνεταιρισμού παραγωγής παραδοσιακών προϊόντων. Οι κινήσεις αυτές δεν αρέσουν στους άντρες του χωριού που μέσα από το μοντέλο πατριαρχικής κοινωνίας που έχουν οικοδομήσει απαιτούν η γυναίκα να περιορίζεται στο ρόλο της νοικοκυράς, να μένει στο σπίτι και να προσέχει τα παιδιά της.

Πιάνοντας ως αφορμή τις βασικές συνέπειες του πολέμου στο σώμα μιας κοινωνίας που είναι ακόμα υπό διαμόρφωση η Μπλέρτα Μπασόλι φτιάχνει μια καταπληκτική ταινία γυναικείας ενδυνάμωσης μέσα σε ένα άκρως συντηρητικό και πατριαρχικό περιβάλλον. Η ταινία στηρίζει πολλά στην υπέροχη πρωταγωνίστρια της, την Ύλκα Γκάσι, που δίνει μια πραγματικά εκπληκτική ερμηνεία. Απόλυτα γειωμένη σωματικά στηρίζει την ένταση στο βλέμμα της και στο μονίμως αγέλαστο (από τον ψυχικό πόνο) πρόσωπο της και στις μύχιες σκέψεις που αυτό φανερώνει.

Χωρίς να υψώνει φεμινιστικά λάβαρα, ούτε σημαίες χειραφέτησης η Βασίλισσα της Κυψέλης είναι μια ανθρώπινη ιστορία μιας γυναίκας που προσπαθεί να συμφιλιωθεί με τον παρελθόν ενώ παράλληλα διεκδικεί με αξιοπρέπεια το μέλλον της.

ΚΕΛΤΕΣ (CELTS)

Βρισκόμαστε στο Βελιγράδι στις αρχές της δεκαετίας του ’90 (μια ραδιοφωνική εκπομπή μας πληροφορεί ότι ο Αλ Πατσίνο είναι το φαβορί για το Όσκαρ με το Άρωμα Γυναίκας) με πρωταγωνίστρια μια καταπιεσμένη εσωτερικά γυναίκα γύρω στα 40. Είναι η Μαριάνα, που ετοιμάζει το (μπαλ μασκέ) πάρτι γενεθλίων της οκτάχρονης (πλέον) κόρης της, Μίνια. Η οικογένεια, οι φίλοι (και κάποιοι πρώην τους) και ένας θίασος από κουστουμαρισμένα πιτσιρίκια σε χελωνονιντζάκια γεμίζουν το σπίτι για να γιορτάσουν τα γενέθλια. Στην διάρκεια του πάρτι σιγά σιγά και ενώ το ουίσκι ρέει άφθονο μικρά και μεγάλα μυστικά βγαίνουν στην επιφάνεια, αποτέλεσμα όχι μόνο προσωπικών επιλογών αλλά κυρίως λόγω της δύσκολης πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής συγκυρίας. Η πάλαι ποτέ Γιουγκοσλαβία πνέει τα λοίσθια ενώ το χάος παίρνει την σκυτάλη οικοδομώντας έναν νέο κόσμο αβεβαιότητας όπως ακριβώς και στο πάρτι της Μίνια.

Παίζοντας με αυτές τις αβεβαιότητες (προσωπικές και πολιτικές) η Μίλιτσα Τόμοβιτς φτιάνει μια παραδόξως ισορροπημένη ταινία στην οποία (αλληγορικά και κυριολεκτικά) το προσωπικό είναι σαφέστατα πολιτικό, παρά τον σαρκασμό και τον αιχμηρό τρόπο που διαλέγει να αφηγηθεί σεναριακά μέσα από ένα κουβάρι σεξουαλικών επαφών και ενήλικων σχέσεων που στην βαθύτερη ουσία τους απεικονίζουν ένα μεγαλύτερο χάος, αυτό μιας χώρας.

Συνδέοντας την μικροϊστορία ενός πάρτι σε ένα σπίτι στο Βελιγράδι του ’93 δίνει με σαφήνεια τις πολιτικές προεκτάσεις για την Γιουγκοσλαβία (Σερβία) της εποχής, την οποία η ίδια η σκηνοθέτις έζησε μάλλον ως παιδί με μια αθωότητα που βγαίνει αβίαστα στους παιδικούς χαρακτήρες της ταινίας (ιδιαίτερα στον μικρούλη Φίτσα, που στην προσπάθεια του να καθαρίσει έναν λεκέ στο πουκάμισο του, ταράζεται από την απαξίωση των μεγαλύτερων του παιδιών, προκαλεί ένα βραχυκλώμα στα ηλεκτρολογικά του σπιτιού και τελικά ταραγμένος καταλήγει στην ασφάλεια της αγκαλιάς της γιαγιάς του).

INTREGALDE

Παιδί του περίφημου Νέου Κύματος του Ρουμάνικου Κινηματογράφου ο Ράντου Μουντεάν δίνει με τη νέα του ταινία μια έξοχη αλληγορική, μαύρη κωμωδία με μπεκετικές αναφορές για την Ρουμανία του σήμερα και του χτες.

Μια ομάδα που εργάζεται σε ανθρωπιστική οργάνωση φορτώνει τεράστιους σάκους με τρόφιμα που θα μοιραστούν στα απομακρυσμένα χωριά της Τρανσυλβανίας λίγο πριν πιάσει χειμώνας. Στη ροή της πορείας τους προκειμένου να βοηθήσουν έναν αδύναμο ηλικιωμένο αλλάζουν το δρομολόγιο τους για να περάσουν μέσα από ένα χωματόδρομο στο δάσος, απόφαση που τελικά θα έχει ως συνέπεια να τους υποχρεώσει να περάσουν την υπόλοιπη μέρα και νύχτα καθηλωμένοι στην ερημιά λόγω ενός ατυχήματος (το αυτοκίνητο θα κολλήσει στις λάσπες του δάσους).

Η ηλικία των πρωταγωνιστών, που έρχεται σε αντίθεση με την ηλικία των κατοίκων αυτών των έρημων χωριών, ίσως και δίνει τον πρώτο συμβολισμό. Είναι η νέα τεχνοκρατική γενιά της Ρουμανίας που έρχεται να «διασώσει» μια χώρα που στη ραχοκοκαλιά της είναι εγκαταλελειμμένη και αφημένη στην τύχη της και κάπου κάπου «αγαθοεργίες» με γαριδάκια και αναψυκτικά (όπως αυτά που μοιράζουν οι νεαροί υπάλληλοι της ανθρωπιστικής ομάδας αλλά τελικά θα αποτελέσουν μέρος της δικής τους διάσωσης) σπάνε τη μονοτονία της μοναξιάς τους. Όμως μια χώρα που βαδίζει σε έναν άγονο δρόμο όπως ο χωματόδρομος της τρανσυλβανικής επαρχίας είναι μια χώρα που παλεύει και βασανίζεται από δεκάδες αγιάτρευτα προβλήματα (διαφθορά, ανασφάλεια, ανεργία, φτώχεια, κλπ). Η εμμονή του ηλικιωμένου στην παλιά εποχή – όταν το ξυλουργικό εργοστάσιο της περιοχής ακόμη δούλευε – δείχνει όχι τόσο τη νοσταλγία για το χθες αλλά τη σύγχυση (αν όχι την άνοια) αυτής της Ρουμανίας που μέσα στα χρόνια έχασε την αυτοπεποίθηση της.

Τα αρχικά δυναμικά πλάνα δράσης στο Βουκουρέστι δίνουν τη σκυτάλη στην ακινησία της επαρχίας. Η προσκοληση του πολυτελούς οχήματος των νεαρών διασωστών στις λάσπες του δάσους της Τρανσυλβανίας δίνει σε αυτή την εικόνα μια μπεκετική διάσταση (με αρκετό χιούμορ και σαρκασμό) για το θαύμα της διάσωσης μιας χώρας που τελικά δεν έρχεται ποτέ.

Το Ιντρεγκάλντε ίσως είναι μια ταινία του οποίου η ακινησία (ή αλλιώς η έλλειψη δράσης) μπορεί να προβληματίσει σε ένα βαθμό. Παραμένει ωστόσο και μια ταινία στην οποία σεναριακά και εικαστικά κρύβονται δεκάδες σημειολογικοί θησαυροί τους οποίους ο Μουντεάν τοποθετεί με προσοχή και περιμένει από τον θεατή του να τους διαβάσει και να κατανοήσει την ιστορία του.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα