Τηλε(όραση)σκοτάδι!
Οι επακόλουθες του διαγωνισμού για τις τηλεοπτικές άδειες αντιδράσεις αφορούν κατά κύριο λόγο το οικονομικό κόστος , θέτοντας σε δεύτερη μοίρα ένα ζήτημα ακόμη πιο κοστοβόρο και ουσιώδες
της Μαρίας Ελένης Γκογκίδη, Φοιτήτριας Φιλολογίας
“Ελευθερία είναι η θέληση να είναι κανείς υπεύθυνος απέναντι στον εαυτό του”. Η ρήση υπήρξε μία εκ των σπουδαιότερων διατυπώσεων του Φρίντριχ Νίτσε, επιβεβαιώνοντας την διαχρονική πεποίθηση πως η ελευθερία διεκδικείται και δυστυχώς δεν χαρίζεται.
Ασφαλώς η ελευθερία δεν αποτελεί μια αυθαίρετη έννοια που απλώς συνηθίζει να συνοδεύει τις κοινωνικές επαναστάσεις, αλλά μία κατάσταση που επιβιώνει υπό συγκεκριμένες συνθήκες. Η πιο επονείδιστη δικτατορία καρποφορεί ευκολότερα σε αντίθεση με την ελευθερία, που κατά βάση θέτει πλήθος περιορισμών, ακόμη και αν ένας κοινός νους αρνείται να το συλλάβει και να το αποδεχτεί. Άλλωστε πώς μπορεί να εγγυηθεί κανείς πως η λέξη περιορισμός αποκτά αποκλειστικά αρνητική διάσταση; Υπάρχουν άνθρωποι που θέτουν διαφόρων ειδών περιορισμούς σε τομείς της ζωής τους, περιφρουρώντας έτσι τις ελευθερίες τους, ενώ ταυτόχρονα εμφορούνται από αξιοζήλευτα ιδανικά.
Πρόκειται για μία αλήθεια που καλώς εχόντων των πραγμάτων η ελληνική κοινωνία θα αναγκαστεί να αποδεχτεί, δυστυχώς αβίαστα. Κυριαρχεί βέβαια η ανησυχία μήπως κάτι τέτοιο αποβεί δώρο άδωρον, διότι δεν φημιζόμαστε για την ικανότητά μας να μαθαίνουμε από τα λάθη και τα πάθη. Ή δεν θέλουμε , διότι σπανίως επωμίζεται κανείς την ευθύνη του σφάλματος, της αστοχίας, της παραπλάνησης. Γενικόλογα και αυθαίρετες σκέψεις μονάχα για όποιον φορά τα γυαλιά του Ηλίου, όμως πλανάται πλάνη οικτρά καθώς δεν αντιλαμβάνεται την προσωρινότητα της προστασίας, αλλά και την παραποίηση της πραγματικότητας.
Μία ανάλογη παραποίηση επρόκειτο να υποστεί εν καιρώ η κοινή γνώμη, που επέτρεψε – δίχως την παραμικρή αντίσταση – την χαλιναγώγησή της. Οι επακόλουθες του διαγωνισμού για τις τηλεοπτικές άδειες αντιδράσεις αφορούν κατά κύριο λόγο το οικονομικό κόστος , θέτοντας σε δεύτερη μοίρα ένα ζήτημα ακόμη πιο κοστοβόρο και ουσιώδες. Δεν είναι μονάχα η συρρίκνωση της ποσότητας, αλλά και της ποιότητας που θα έπρεπε να μας απασχολεί. Ωστόσο, είναι άξιο απορίας πώς κάποτε η ίδια κοινωνία επεδίωκε να προβάλλει – ενδεχομένως για λόγους γοήτρου – μια καθ’όλα αξιοζήλευτη «ενδυμασία». Είναι αλήθεια αντιφατική έως και παράλογη η μεν δυσανασχέτηση που το 2014 εξελέγη ευρωβουλευτής ένας θαμώνας του γηπέδου και η δε ανοχή απέναντι στην εξουσιοδότηση ενός εγκληματία του γηπέδου ( και όχι μόνο του ποδοσφαιρικού γηπέδου) να προσφέρει αμερόληπτη ενημέρωση.
Ο διαγωνισμός αυτός εγείρει προβληματισμούς που φέρουν στην επιφάνεια μία δυσπιστία για τις αγνές προθέσεις που κατά τα άλλα αποσκοπούν στην εγκυρότητα. Διανύοντας περιόδους στη διάρκεια των οποίων κυριαρχούν δυνάμεις αμφίρροπες η μοναδική σωτηρία πηγάζει από την δυνατότητα να ανακαλύψουμε και εν συνεχεία να διερευνήσουμε τις δυνάμεις αυτές. Δεν πρόκειται μονάχα για πολιτικούς σχηματισμούς, αλλά για έναν μηχανισμό που από ό,τι φαίνεται καθορίζει τις κυβερνητικές και μη πολιτικές. Και επιβεβαιώνεται του λόγου το αληθές από το γεγονός πως όλες οι παρατάξεις του πολιτικού τόξου είναι συνυπεύθυνες για την μη ανάληψη του διαγωνισμού από το Ε.Σ.Ρ. Φυσικά εάν είχε συμβεί αυτό η καχυποψία για την διαφάνεια θα εξακολουθούσε να απασχολεί την σκέψη μας, ωστόσο έχουμε φτάσει σε τέτοια επίπεδα αδράνειας, ώστε να παύουμε να διεκδικούμε τα αυτονόητα, όποια και να είναι αυτά και όπως και αν λειτουργούν.
Πού είναι, λοιπόν, σήμερα η κοινωνική κατακραυγή; Για ποιόν ακριβώς λόγο η κοινωνία δεν μεριμνά ώστε να δηλώσει όχι απλώς την παρουσία της, αλλά και την εξουσία που διαθέτει, μάλλον στα προσχήματα; Η εξιλέωση δεν θα έρθει αν και όποτε οι απολυμένοι εργαζόμενοι αποκατασταθούν και επανακτήσουν ίδιες ή και παρεμφερείς θέσεις εργασίας -βεβαίως, αυτό αποτελεί πλέον επιτακτική ανάγκη όπως επίσης και αδιαπραγμάτευτα δίκαιο αίτημα. Η πραγματική όμως λύτρωση θα επέλθει για το κοινωνικό γίγνεσθαι όποτε η αντικειμενική ενημέρωση και οι φορείς της θα λάβουν διαστάσεις κοινωνικές και όχι απλά πολιτικές. Οι τηλεοπτικοί σταθμοί δεν είναι απλώς επαγγελματικοί χώροι που απασχολούν ένα σημαντικό μέρος του εργατικού δυναμικού, αλλά ένας καθρέφτης της πραγματικότητας που αφουγκράζεται ό,τι λαμβάνει χώρα σε αυτήν.
Η τηλεόραση που οικοδομεί η παρούσα κυβέρνηση μολονότι παράγει τη λήθη, εντούτοις αντικατοπτρίζει τον τρόπο με τον οποίο η ίδια λειτουργεί. Είναι ξεκάθαρο πως αντιμετωπίζει τα ιδιωτικά κανάλια ως επιχειρήσεις τις οποίες αποπειράται να αφαιμάξει, ενώ μυθοποιεί την δημόσια τηλεόραση, καθιστώντας την παράλληλα μοναδικό πεδίο έκφρασης της δημοκρατίας και διεκδίκησης ελευθεριών. Αγνοούν βέβαια οι αρμόδιοι πως η ενημέρωση πηγάζει από τηλεοπτικούς σταθμούς, που ανεξαρτήτως του νομικού ή φυσικού προσώπου που τις διαχειρίζεται χρήζουν συγκεκριμένων προδιαγραφών και αντιμετώπισης προκειμένου να φέρουν σε πέρας το έργο τους. Ένα έργο τόσο σημαντικό που δεν είναι δυνατόν να ανατίθεται σε ό,τι πρεσβεύει την ανηθικότητα – ακόμα και αν αυτή συνοδεύεται από χρήμα -, αλλά ούτε και να χρησιμοποιείται ως πρόσχημα για την επίτευξη κομματικών σκοπών.
Η επίδειξη ανωτερότητας συναντάται πάντοτε σε εκείνους που παύουν να δικαιολογούν τον αμοραλισμό για χάρη του κέρδους και συγχρόνως διαπιστώνουν πως το μετέπειτα κόστος θα υπερσκελίσει κάθε εφήμερο οικονομικό όφελος. Η λαϊκή κυριαρχία και ευσυνειδησία επιβεβαιώνεται όχι από τα δήθεν κατοχυρωμένα δικαιώματά της, αλλά από την ικανότητα και τον ζήλο των εκπροσώπων της να τα διεκδικούν και να τα μεταβάλλουν όποτε τα κρίνουν ανεπαρκή. Πιθανώς, η αρχική αυτή δυσαρέσκεια για τα σκοτεινά και επικίνδυνα μονοπάτια στα οποία υπεισέρχεται ο τηλεοπτικός και άρα πραγματικός κόσμος να δοκιμάσει τις αντοχές και ανοχές μας. Ιδού λοιπόν, η ευκαιρία να αποδείξουμε αν όντως κυριαρχούμε ή απλώς υπακούμε.