Τίποτε δεν κρατά για πάντα. Ούτε καν η δουλειά στο δημόσιο.
Το ζευγάρι που εργάζεται στον ΟΕΚ απειλούσε να πέσει από το παράθυρο. Ο Οργανισμός πάει για κλείσιμο, η ανεργία τους απειλεί, έχουν άρρωστο παιδί, δεν θέλει και πολύ, όπως λένε, για να σου τη δώσει. Η περίπτωσή τους είναι από αυτές που εμπνέουν συμπάθεια. Όχι όμως σε όλους. Αν έριχνε κανείς μια ματιά στα σχόλια […]
Το ζευγάρι που εργάζεται στον ΟΕΚ απειλούσε να πέσει από το παράθυρο. Ο Οργανισμός πάει για κλείσιμο, η ανεργία τους απειλεί, έχουν άρρωστο παιδί, δεν θέλει και πολύ, όπως λένε, για να σου τη δώσει. Η περίπτωσή τους είναι από αυτές που εμπνέουν συμπάθεια. Όχι όμως σε όλους. Αν έριχνε κανείς μια ματιά στα σχόλια των αναγνωστών των αγγλόφωνων εφημερίδων που στην On line τους έκδοση δημοσίευσαν την είδηση θα καταλάβαινε πως κάποιοι εκεί έξω περνούν τα μεγάλα μας δράματα για καμώματα. Όμως αυτή τη φορά δεν είναι μόνο οι άκαρδοι ορθολογιστές και βαθιά διαβρωμένοι από τις αξίες του καπιταλισμού που νιώθουν στην καλύτερη περίπτωση απορημένοι για τις συναισθηματικές μας εξαλλοσύνες. Το ζευγάρι αντιμετωπίστηκε με σκεπτικισμό και από κάποιους στο εσωτερικό.
Στα πόδια του ζευγαριού που αιωρήθηκαν πάνω από το κενό, ευτυχώς μόνο για λίγο, ήρθε αντιμέτωπη με τον εαυτό της μια χώρα που έχει από καιρό χαμένο το μέτρο, που αφήνει το θυμικό να κατευθύνει τις πράξεις της, που αποστρέφεται τη λογική και εμπιστεύεται μόνο το συναίσθημα. Το απειλητικό κενό κάτω από τα πόδια όλων μας είναι εκείνο που σήμερα επιτακτικά μας ζητά να κάνουμε κάτι με τον απίστευτο συναισθηματισμό μας, τον μόνιμο θυμό μας κάθε φορά που τα πράγματα δεν έρχονται όπως τα θέλαμε ή όπως πιστεύαμε ότι θα έρθουν. Η περίφημη «ελληνική ψυχή» ξεσπά με θόρυβο κάθε φορά που νιώθει προδομένη λες και η ζωή της χρωστά, λες και μπορεί κάτι ή κάποιος να της δώσει εγγυήσεις για το μέλλον, χωρίς στιγμή να έχει σκεφτεί για ποιο λόγο μια τέτοια εύνοια να της αξίζει.
Δεν υπάρχει όμως αμφιβολία πως το ζευγάρι ήταν στα αλήθεια απελπισμένο. Η δουλειά στο δημόσιο κατά πάσα πιθανότητα να ήταν η μοναδική σταθερά σε μια δύσκολη κατάσταση γύρω από την οποία στήριξαν όλες τις ελπίδες, τις προσδοκίες και τις επιδιώξεις τους, την όποια λύση στα προβλήματα της ζωής τους. Αν το ελληνικό κράτος υπήρξε μέχρι τώρα εγγυητής των προσδοκιών τους τόσο το χειρότερο γι αυτούς. Το κράτος τέλειωσε με τις εγγυήσεις. Δεν μπορεί να εγγυηθεί τίποτε για κανένα πια. Έχει χρεοκοπήσει. Ο πατερούλης που λατρεύαμε να μισούμε, που κλέβαμε την ώρα που θέλαμε να βρίσκεται πανταχού παρόντας, που καταγγέλλαμε ως καταπιεστικό την ώρα που εκλιπαρούσαμε για μια θεσούλα, απλώς δεν έχει να μας θρέψει πια. Ήρθε η ώρα να μεγαλώσουμε και να αντιμετωπίσουμε τη ζωή με την ομορφιά και τις δυσκολίες της, με τα ρίσκα της χωρίς το δίχτυ ασφαλείας από κάτω.
Ο Καρλ Πόππερ απεχθάνονταν τις βεβαιότητες της ζωής. Τίποτε δεν μπορούσε κατά την γνώμη του να προχωρήσει χωρίς να εμπεριέχει από την αρχή το σπέρμα της διάψευσης του. Το να προσπαθήσει να ζήσει κανείς με εγγυήσεις και προβλέψεις για το μέλλον όχι μόνο αποτελεί τροχοπέδη για τη ζωή και την εξέλιξη αλλά και μια ηθικά λανθασμένη αντίληψη. Κάθε ιστορία τελειώνει με την σημερινή μέρα. Το μέλλον δεν είναι προέκταση του παρελθόντος και δεν μπορούμε να εξάγουμε συμπεράσματα από αυτό. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε για το μέλλον είναι με τη στάση μας να επηρεάζουμε τη βελτίωσή του με όπλα πάντα την κριτική σκέψη και τον κριτικό διάλογο. Τα πόδια και η χώρα όμως που αιωρούνται πάνω από το κενό δεν προάγουν ούτε την κριτική σκέψη, ούτε τον διάλογο. Τελειώνουν μέσα στους συναισθηματισμούς και τα αδιέξοδα τους σαν το κράτος που κάποτε τους συντήρησε σαν παιδάκια αναλαμβάνοντας για το χατίρι τους κάθε ευθύνη.
Ωστόσο η στάση του ζευγαριού που απειλούσε με αυτοκτονία υπήρξε ηθικά επιλήψιμη και για ένα ακόμη λόγο. Στην Ελλάδα του 1.000.000 ανέργων, όλοι από τον ιδιωτικό τομέα, είναι βέβαιο πως η απελπισία περισσεύει. Και είναι επίσης βέβαιο πως ανάμεσά τους υπάρχουν άνεργα από καιρό ζευγάρια. Και ίσως κάποια να έχουν και άρρωστο παιδί. Βιώνουν όμως με διαφορετικό τρόπο την κρίση. Συνήθισαν το να μην εγγυάται κανείς γι αυτούς.
Ο Μάριο Μόντι πριν λίγο καιρό δήλωσε δημόσια μια απλή αλήθεια της ζωής «Η μόνιμη εργασία είναι μονότονη. Οι νέοι πρέπει να συνηθίζουν την ιδέα πως δεν μπορούν να έχουν μια μόνιμη δουλειά για όλη τη ζωή τους».
Δεν είχα ποτέ μόνιμη δουλειά για να ξέρω πως είναι αλλά είδα την μονιμότητα να καταπίνει πολλούς δημιουργικούς ανθρώπους στην τεράστια, πανάκριβη, γεμάτη αναξιοκρατία λάσπη της. Το κράτος που την συντηρούσε δεν υπάρχει πια. Ας το κηδέψουμε και ας τελειώνουμε μαζί του.