Τις ημέρες μας και τις ζωές μας δεν τις συνεχίζουμε κανονικά μετά από αυτό

Σήμερα νωρίς το πρωί, μπροστά από την πόρτα του γραφείου.

Έλενα Ταξίδου
τις-ημέρες-μας-και-τις-ζωές-μας-δεν-τις-373524
Έλενα Ταξίδου

Τρίτη, κρύο, πρωινή ρουτίνα μαζί με άλλους χιλιάδες στη Θεσσαλονίκη. Περπατώντας μηχανικά και κάπως νυσταγμένα τον πεζόδρομο της Μπαλάνου, στο κέντρο της πόλης, στρίβω δίχως καν να κοιτάξω στο στενό της Παπαμάρκου για να κατευθυνθώ στο γραφείο. 

Το πολύ πολύ να υπάρχει καμιά γάτα -ή και παραπάνω εκείνη την ώρα- οπότε προχωράω κανονικά κατευθυνόμενη στην πόρτα, με τα μάτια σκυμμένα στο κινητό μου, έτοιμη να κλείσω το ραδιόφωνο και την μετάδοση από τα “νέα της πόλης” όταν με “ξύπνησε” το βλέμμα ενός κοριτσιού, με ύψος στο ύψος των χεριών μου για να μου δείξει τα πραγματικά νέα της Θεσσαλονίκης.

Είναι δεν είναι 5-6 χρόνων και πάω στοίχημα ότι είχε μια κανονική ζωή πριν την διαταράξει κάποια βόμβα, κάποιος διακινητής, κάποιο συμφέρον, κάποιος πόλεμος, ας το πούμε όπως θέλουμε.

Σηκώνω το κεφάλι μου και καταλαβαίνω πως σήμερα, στο άδειο πρωινό πλακόστρωτο μπροστά από την πόρτα του γραφείου, δεν έχει γάτες. Σήμερα έχει ανθρώπους. 

Προσπερνάω το χαρτόκουτο που ήταν ανοιγμένο για προστασία από τον αέρα και τα βλέμματα κατά μήκος του δρόμου και αντικρίζω εννιά ανθρώπους να κοιμούνται ο ένας δίπλα στον άλλο. Γυναίκες, άντρες και παιδιά. Οι ηλικίες όλων τους δεν ξεπερνάνε τις ηλικίες της οικογένειάς μου.

Το κοριτσάκι πηγαινοέρχεται γύρω τους. Είναι η μόνη που σηκώθηκε. Με κοιτάει έντονα αλλά ανέκφραστα. Θα της χαμογελάσω αλλά δεν θα το επιστρέψει. Και καλά θα κάνει. Δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς δεν μπορεί να προσποιηθεί και εκείνη. 

Ανοίγω το ηλεκτρικό στόρι με μισή καρδιά γιατί ξέρω πως θα τους ξυπνήσω. Σηκώνονται οι γυναίκες δειλά δειλά. Το κοριτσάκι πλησιάζει και μαντεύω από τις κινήσεις ποιες είναι οι πρώτες τους κουβέντες. Από τις κινήσεις που κάνει με τα χέρια του το παιδί καταλαβαίνω πως είναι νευριασμένο γιατί δεν κοιμήθηκε καλά. Την σκουντούσαν πέρα δώθε και δεν χωρούσε πάνω στο χαρτόνι.

Η γυναίκα σηκώνεται, το παιδί βγάζει τα παπούτσια του, σκεπάζεται με το μπουφάν του και ξαπλώνει στη θέση της. Κλείνει τα μάτια του στο άψε σβήσε.

Σηκώνονται δειλά δειλά και δύο ακόμα. Τα βλέμματα και οι κινήσεις τους είναι αμήχανες γιατί δεν στόχευαν να γίνουν θέαμα των ματιών κανενός μας. Είδαν άδειο το στενό και πίστεψαν πως βρήκαν το σπίτι τους για τις επόμενες ημέρες. 

Από διακριτικότητα ή από ντροπή, συνεχίζουν και κάθονται στο χαρτόνι περιμένοντας να ξυπνήσουν και οι υπόλοιποι, μα κάθονται με πλάτη προς εμάς.

Μόνο μία από τις γυναίκες έχει καρφώσει το βλέμμα της όχι ενοχλητικά. Περισσότερο χαζεύει. Την ζωή που πρέπει να ξαναπιάσει από την αρχή; Το τώρα της; Αυτό που ζει με τα παιδιά της; Μπορεί να προσπαθεί και να φανταστεί την ζέστη που θα είχε τέτοια ώρα στην κουζίνα του σπιτιού της. Εκείνου που άφησε. Δεν ξέρω τι μπορεί να περιτριγυρίζει στο μυαλό της. 

Αυτό που ξέρω είναι ότι η Θεσσαλονίκη τους τελευταίους μήνες, έχει γεμίσει οικογένειες και όχι κακοποιούς στα πεζοδρόμιά της. Με την απουσία των ΜΚΟ και την λήξη των προγραμμάτων, με το πάρτι των διακινητών και την αδυναμία της πολιτείας να λύσει το θέμα στην αντιμετώπιση -πρωτίστως πρακτικά στο σημείο που φτάσαμε- των προσφυγικών ροών που φούντωσαν ξανά, αυτοί οι άνθρωποι όχι μόνο δεν έχουν πού να πάνε, αλλά δεν ξέρουν πού να πάνε.

Η γυναίκα συνεχίζει να με κοιτάζει και μόλις ξύπνησε ακόμα ένα κοριτσάκι. Η ιστορία θα επαναληφθεί από την αρχή και το σίγουρο είναι πως τις μέρες μας και τις ζωές μας, δεν μπορούμε να τις συνεχίσουμε κανονικά και ας ξέρουμε πού θα κοιμηθούμε το βράδυ και με μαθηματική ακρίβεια το πώς θα εξελιχθεί η μέρα μας. 

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα