«Το 47» του Μαρσέλ Μπαρένα: Μια συλλογική κραυγή ορατότητας και αξιοπρέπειας
Η ταινία που το σάρωσε στα φετινά βραβεία Γκόγια, ενώ συγκίνησε βαθιά και το ισπανικό κοινό, που είδε μέσα από την μεγάλη οθόνη να ξετυλίγεται ένα κομμάτι της συλλογικής του μνήμης
Στην καρδιά της τουριστικοποιημένης Βαρκελώνης, εκεί όπου η αυθεντικότητα μοιάζει ολοένα και πιο δυσεύρετη, ο Καταλανός σκηνοθέτης Μαρσέλ Μπαρένα στρέφει την κάμερά του μακριά από την Πλάθα Καταλούνια και τα γυαλιστερά αξιοθέατα και ρίχνει φως στο Τόρε Μπάρο – μια γειτονιά χτισμένη στις παρυφές του βουνού, που κουβαλά στις πλάτες της την ιστορία των «αόρατων» της Καταλωνίας.
Το “47” δεν είναι απλώς ένα ακόμα ιστορικό δράμα· είναι ένα συγκινητικό, έντιμο κινηματογραφικό ταξίδι στις ρίζες μιας κοινότητας που χτίστηκε –κυριολεκτικά– μέσα σε μια νύχτα.
Με αφετηρία έναν ανορθόδοξο φρανκικό νόμο –που αναγνώριζε ως νόμιμα τα αυθαίρετα εφόσον είχαν στέγη και είχαν ανεγερθεί μέσα σε ένα βράδυ–, η ταινία ακολουθεί την ιστορία μιας ομάδας προσφύγων από τις ισπανικές επαρχίες της Ανδαλουσίας και της Εξτρεμαδούρα, που έφυγαν κυνηγημένοι από τον τόπο τους εξαιτίας του φρανκικού αυταρχικού καθεστώτος και αναζήτησαν μια δεύτερη ευκαιρία στη μεγαλούπολη της Βαρκελώνης.
Στο επίκεντρο αυτής της συλλογικής μνήμης, ο Μανόλο Βιτάλ, οραματιστής, μαχητής και πάνω απ’ όλα άνθρωπος της διπλανής πόρτας, γίνεται ο πυρήνας της αφήγησης, καθώς με μια συμβολική «πειρατεία» ενός λεωφορείου φέρνει στην απομονωμένη κοινότητα το δικαίωμα στην μετακίνηση – άρα και στην ορατότητα. Ο Εντουάρντο Φερνάντες ενσαρκώνει τον Μανόλο Βιτάλ με υποδειγματική στιβαρότητα, αποφεύγοντας την παγίδα του αγιογραφικού ήρωα. Ο Βιτάλ του είναι γήινος, ευάλωτος, αλλά ακέραιος – με άλλα λόγια είναι ένας λαϊκός ήρωας, φτιαγμένος από το υλικό της βιοπάλης και της καθημερινής αξιοπρέπειας.
Η σκηνοθεσία του Μπαρένα είναι διακριτική αλλά συναισθηματικά πυκνή. Με βαθύ σεβασμό προς το ιστορικό πλαίσιο και τους ανθρώπους που το έζησαν, αναπαριστά την μεταπολεμική (από τον Φράνκο μέχρι την επιστροφή στην δημοκρατία) Καταλωνία με ρεαλισμό, αλλά και με μια τρυφερή, ίσως και κάπως παλιομοδίτικη, ματιά. Η γραμμική αφήγηση, χωρίς να επιχειρεί φορμαλιστικές ακροβασίες, καταφέρνει να κρατήσει τον θεατή αφοσιωμένο, χάρη στην ειλικρίνεια και την ανθρωποκεντρική της προσέγγιση. Η ταινία αποφεύγει έξυπνα τον μελοδραματισμό και επιλέγει να σταθεί στις λεπτομέρειες της καθημερινής αντίστασης, φτιάχνοντας ένα σινεμά πολιτικό, κοινωνικό, αλλά ταυτόχρονα βαθιά ανθρώπινο. Είναι το είδος του σινεμά που μιλά χωρίς φωνές αλλά που το έχουμε βαθιά ανάγκη στο σήμερα καθώς μας θυμίζει την τόλμη κινηματογραφιστών όπως το κοινωνικό σινεμά του Κεν Λόουτς ή τον νεορεαλισμό του Βιτόριο Ντε Σίκα.
Όχι τυχαία, το “47” σάρωσε στα φετινά βραβεία Γκόγια – ανάμεσά τους και αυτό της Καλύτερης Ταινίας – ενώ συγκίνησε βαθιά και το ισπανικό κοινό, που είδε μέσα από την μεγάλη οθόνη να ξετυλίγεται ένα κομμάτι της συλλογικής του μνήμης. Ο Μπαρένα, με αξιοθαύμαστη ισορροπία ανάμεσα στο ντοκιμαντερίστικο βλέμμα και την μυθοπλαστική αφήγηση, προσφέρει μια ταινία που δεν είναι μόνο ιστορικά σημαντική αλλά και εξαιρετικά επίκαιρη. Με άλλα λόγια είναι μια υπενθύμιση πως κάθε τόπος έχει τις ρίζες του και κάθε άνθρωπος την αξία του.