Το «αδειανό πουκάμισο» της Θεσσαλονίκης
Η ανάγκη για έναν κοινωνικοοικονομικά και περιβαλλοντικά βιώσιμο, αστικό αναπτυξιακό σχεδιασμό και η άτεγκτη, απέναντι στα ισχυρά, αντικοινωνικά συμφέροντα, υλοποίηση του.
Λέξεις: Γρηγόρης Ζαρωτιάδης
Οι πάλαι ποτέ ολοζώντανες γειτονιές του αστικού κέντρου της Θεσσαλονίκης παρουσιάζουν μια εικόνα παρακμής κι εγκατάλειψης. Μεγάλη μερίδα των καταστημάτων, ακόμη και στους πλέον εμπορικούς δρόμους είναι κλειστά. Η συνεχής πτωτική εξέλιξη του πλήθους των ενεργών μελών του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Θεσσαλονίκης (ΕΕΘ) είναι μάλλον το πιο ενδεικτικό σχετικό στοιχείο.
Μέσα δε στις γειτονιές η κατάσταση ξεπερνά την τραγικότητα: δεν είναι απλά ξενοίκιαστα μαγαζιά που περιμένουν τη σύντομη αναζωογόνησή τους. Πρόκειται για χώρους άδειους, εγκαταλελειμμένους, χωρίς προοπτική. Αδειανά πουκάμισα, χωρίς σώμα και ψυχή.
Η συγκεκριμένη εικόνα έχει μια δομική και μια κρισιακή πλευρά. Ως προς την πρώτη, το φαινόμενο σχετίζεται με την αλλαγή φυσιογνωμίας του κέντρου της πόλης – από οικιστικά αναπτυσσόμενες γειτονιές μετεξελίσσεται σε μια σύγχρονη περιοχή ανάπτυξης του τριτογενή τομέα, σε ένα διευρυμένο κέντρο υπηρεσιών και διακίνησης ιδεών, κεφαλαίων, ακόμη και εμπορευμάτων, όπως άλλωστε συμβαίνει σε όλες τις σύγχρονες μεγαλουπόλεις.
Αυτή η μάλλον αναμενόμενη εξέλιξη συμπαρασύρει σε μια γενικευμένη κλαδική και μορφολογική μετάλλαξη των δραστηριοτήτων που αναπτύσσονται στα μαγαζιά των πολυκατοικιών: πολύ λιγότεροι είναι αυτοί που θα κατέβουν από το σπίτι τους για να αγοράσουν το γάλα, ή κάποιο απορρυπαντικό που ξέχασαν ή έστω το ψωμί της ημέρας. Αντί αυτού όλο και περισσότεροι θέλουν να κολατσίσουν κάτι στα γρήγορα, να παραγγείλουν ή και να καθίσουν για ένα σύντομο καφέ στην ανάπαυλα της ημέρας, να απολαύσουν χαλαρωτικές υπηρεσίες εν μέσω μεσημεριανού διαλείμματος ή μεταξύ δύο ραντεβού.
Η μικρή επιχειρηματικότητα ή καλύτερα η αυτοαπασχόληση του κέντρου αλλάζει αντικείμενο, καθώς αλλάζουν οι στιγμές, οι ασχολίες και ως εκ τούτου και οι ανάγκες του πληθυσμού που διαβιεί (και δεν «μένει») σε αυτό. Ο «γκαραζιέρης» της γειτονιάς δεν έχει μάλλον λόγο ύπαρξης, αλλά από την άλλη ένας χώρος πλυσίματος και μικροπαρεμβάσεων στα ΙΧ θα είχε σίγουρα δουλειά.
Από μόνη της αυτή η δομική μετάλλαξη του χαρακτήρα του αστικού κέντρου μιας πόλης, η οποία άλλωστε είναι μια συνεχής διεργασία, μπορεί να οδηγεί σε περισσότερο ή λιγότερο δύσκολες αλλαγές στο «ύφος» των συνοικιακών μαγαζιών, αλλά δεν μπορεί να εξηγήσει το φαινόμενο μιας γενικευόμενης εγκατάλειψης. Σε αυτό συντελούν οι ακόλουθοι ειδικοί, ιδιαιτέρως σημαντικοί παράγοντες:
(1) Η εμμένουσα οικονομική κρίση της τελευταίας δωδεκαετίας και οι προκαλούμενες ανισοβαρείς αρνητικές επιπτώσεις στη βιωσιμότητα της μικρής και μικρομεσαίας οικονομικής δραστηριότητας,
(2) η πανδημία και ο ετερόσχημος τρόπος αντιμετώπισής της που προκαλεί πρόσθετες δυσκολίες στους επαγγελματίες και τους αυτοαπασχολούμενους του κέντρου και τέλος
(3) τα τυχόν ανολοκλήρωτα ή και λανθασμένου προσανατολισμού δημόσια έργα που διατηρούν μόνιμα εργοτάξια – μια συνθήκη που δυστυχώς βρίσκει απόλυτη εφαρμογή στη Θεσσαλονίκη. Η περίπτωση εμμονικών και αντιαναπτυξιακών επιλογών, όπως η απόσπαση των αρχαιοτήτων στον Σταθμό Βενιζέλου και το σχέδιο της κατ’ όνομα ανάπλασης αλλά κατ’ ουσία τσιμεντοποίησης της ΔΕΘ είναι ενδεικτικές.
Οι προηγούμενοι παράγοντες διαμορφώνουν μια επιμένουσα κοινωνικοοικονομική κρίση, η οποία αφενός δυσχεραίνει την ολοκλήρωση της μετατροπής του οικιστικού κέντρου σε κέντρο εμπορικό / χρηματοπιστωτικό και/ή επιχειρηματικό («business center»). Με άλλα λόγια, εκτός από τα ανοίκιαστα μαγαζιά, υπάρχουν και τα ανοίκιαστα διαμερίσματα.
Αφετέρου, καθιστά αδύνατη την προσαρμογή της ίδιας της αυτοαπασχόλησης, κυρίως λόγω σχεδόν ανυπέρβλητων εμποδίων χρηματοδότησης των όποιων αρχικών επενδύσεων και των κεφαλαίων κίνησης που απαιτούνται. Σύμφωνα με πρόσφατη δημοσκόπηση που διενεργήθηκε στα μέλη του ΕΕΘ τον Νοέμβριο του 2020, η μεσολάβηση του τραπεζικού τομέα, ακόμη και στα διάφορα μέτρα στήριξης λόγω της πανδημίας, «δημιουργεί τάσεις αποξένωσης των επαγγελματιών/επιχειρήσεων από τις ρυθμίσεις αυτές: 3 στους 4 δήλωσαν ότι δεν έκαναν κάποιο αίτημα για υποστήριξη/ χρηματοδότηση μέσω Τραπεζών».
Το οποίο βεβαίως δικαιολογείται απολύτως, καθώς «από αυτούς που έκαναν σχετικό αίτημα (με κυρίαρχο θέμα τη συμμετοχή στο ΤΕΠΙΧ) μόλις 29% κατέγραψε θετική ανταπόκριση».
Η κρισιακή ανάγνωση του φαινομένου εξηγεί βεβαίως το γεγονός ότι, ακόμη και στις υπόλοιπες περιοχές του ευρύτερου αστικού συγκροτήματος της Θεσσαλονίκης, όπου μεταφέρεται η οικιστική ζώνη, τα μαγαζιά της γειτονιάς αντιμετωπίζουν δυσκολίες επιβίωσης.
Σε όλη αυτή την κατάσταση βρίσκει την ευκαιρία να εξελιχθεί η συγκεντροποίηση, μόνιμη δυναμική σε όλη την ιστορία της καπιταλιστικής εξέλιξης: στη θέση των μικρών αναδεικνύονται μεγάλες ιδιοκτησίες και οι μικρομεσαίοι επαγγελματίες προλεταριοποιούνται. Αποτέλεσμα είναι το βάθεμα της κοινωνικής ανισότητας. Επιπρόσθετα, ακυρώνεται ένα διαφορετικό μοντέλο ανάπτυξης στη βάση της μικρής και μικρομεσαίας πρωτοβουλίας που έχει ή τέλος πάντων είχε η πόλη και που υπάρχουν παραδείγματα σύγχρονης εκδοχής του σε όλον τον κόσμο.
Βασική προϋπόθεση για την αλλαγή πλεύσης ένα ολοκληρωμένο σχέδιο βιώσιμης αστικής ανάπτυξης. Θα σκεφτεί κανείς, ευχολόγια… Ίσως και να έχει δίκιο, λαμβάνοντας υπόψη τις μονίμως επαναλαμβανόμενες αστοχίες. Όμως μαγικές λύσεις δεν υπάρχουν: η επιλογή είναι ο κοινωνικοοικονομικά και περιβαλλοντικά βιώσιμος, αστικός αναπτυξιακός σχεδιασμός και η άτεγκτη (απέναντι στα ισχυρά, αντικοινωνικά συμφέροντα) υλοποίησή του.
*Ο Γρηγόρης Ζαρωτιάδης είναι Κοσμήτορας της Σχολής Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ