Το αισθητικό ίχνος μιας συλλογικής συγκίνησης

Μερικά λόγια από τον Μάνο Λαμπράκη για την 17η Νοέμβρη

Parallaxi
το-αισθητικό-ίχνος-μιας-συλλογικής-συ-1081945
Parallaxi

Λέξεις: Μάνος Λαμπράκης 

Η πρόσληψη της εξέγερσης του Πολυτεχνείου από τις μεταγενέστερες γενιές —και κυρίως από εμάς ως μαθητές των αρχών της δεκαετίας του ‘90— δεν υπήρξε ποτέ ευθύγραμμη πολιτική μύηση. Υπήρξε, αντιθέτως, ένα σύνθετο καθεστώς αισθητικοποιημένης μνήμης, στο οποίο το ιστορικό γεγονός δεν μας παραδόθηκε ως σύγκρουση, ως ταξικός κλονισμός, ως ριζική ρήξη με την κανονιστικότητα της δικτατορίας, αλλά ως ένα ηχητικοποιημένο αφήγημα. Η δημόσια ιστορία της εξέγερσης δεν μας διαμορφώθηκε ως κριτικός λόγος, αλλά ως πολιτισμικός ρυθμός. Το Πολυτεχνείο που μάθαμε στο σχολείο ήταν ήδη το Πολυτεχνείο της μουσικής, όχι της πολιτικής.

Η παιδαγωγική του σχολείου στηρίχθηκε στο παράδοξο ενός γεγονότος που, ενώ υπήρξε βαθύτατα πολιτικό, μεταδόθηκε όχι ως πολιτική γνώση αλλά ως συναισθηματικός κώδικας. Εκεί όπου η ιστορική ανάλυση θα όφειλε να αποκαλύπτει την ύφανση των οργανώσεων, τις αντιπαραθέσεις μέσα στις Συντονιστικές Επιτροπές, την ένταση ανάμεσα στην εργατική συνέλευση και τις φοιτητικές παρατάξεις, τη δυναμική της γενικής απεργίας, την άγρια κρατική καταστολή, εμείς δεχθήκαμε μια μουσικοποιημένη επιφάνεια: το Πολυτεχνείο ως μελωδικό συγκινησιακό τραύλισμα.

Η μουσική λειτούργησε ως η πρώτη ύλη μνήμης. Στα σχολικά αμφιθέατρα και στις σχολικές αίθουσες, η εξέγερση εισήρχετο μέσα από φωνές — όχι μέσα από τεκμήρια.

Εμείς δεν μάθαμε ακριβώς το τι συνέβη. Μάθαμε το πώς ακούγεται αυτό που συνέβη.

Το αποτέλεσμα ήταν μια αισθητική υπεραντιστάθμιση της ιστορικής δυσκολίας: ο θρύλος αντικαθιστούσε την ανάλυση, το τραγούδι την ένταση της πολιτικής αβεβαιότητας, το πάθος τη δομή.

Αυτό το φαινόμενο ανήκει πλήρως στη σφαίρα της δημόσιας ιστορίας ως κοινωνικής κατασκευής: μια συλλογική μνήμη που δεν συγκροτείται με βάση την ιστορικότητά της αλλά με βάση την προσληπτική ευκολία της. Στο σχολείο, η εξέγερση υπέστη την πρώτη της μορφή αισθητικοποίησης: έγινε ένα μουσικό τελετουργικό που προϋπέθετε όχι γνώση αλλά συγκίνηση.

Με άλλα λόγια: η εξέγερση, ενώ ήταν μια συγκυρία οργανωτικής σύγκρουσης, αυτοοργάνωσης, διαφορετικών πολιτικών γραμμών, ταξικής παρεμβολής και κατασταλτικής βίας, μετατράπηκε στη σχολική εκπαίδευση σε ηχοτοπίο ηθικής αγνότητας. Το τραγούδι ήταν η γλώσσα μέσα από την οποία το κράτος, τα ΜΜΕ και η μεταπολιτευτική πολιτισμική βιομηχανία παρήγαγαν μια επιτρεπτή εκδοχή του Πολυτεχνείου: όχι επικίνδυνη, όχι ανατρεπτική, όχι ταξική — αλλά ικανή να γεννά συγκίνηση χωρίς να αναθεμελιώνει συνειδήσεις.

Στις σχολικές γιορτές, η πολιτική ντοπιολαλία της εξέγερσης —οι συνελεύσεις, οι οργανώσεις, η ρήξη— εξαφανιζόταν μέσα στο λυρικό συνεχές που παρήγαγαν οι φωνές του Θεοδωράκη, του Λοΐζου, της Φαραντούρη, του Ξυλούρη. Αυτή η αισθητική διαμεσολάβηση λειτουργούσε σαν τεχνολογία λήθης: η μουσική υπερκάλυπτε τη δυσφορία των αντιφάσεων. Εμείς δεν ακούγαμε τις συγκρούσεις που υπήρξαν μέσα στην εξέγερση, ακούγαμε μόνο την ωραιοποιημένη επιτέλεσή της.

Η ίδια η συγκρότηση του Πολυτεχνείου ως «ηθικού μύθου» εξαρτήθηκε από αυτή την αισθητική αναπαράσταση: το τραγούδι προσέφερε μια συναισθητική υπεραναπλήρωση των αντιφάσεων. Εκεί όπου υπήρχαν πολιτικές διαφωνίες, στρατηγικές συγκρούσεις, προβολές κομματικών δυνάμεων, ταξικά αιτήματα που δεν εξυπηρέτησαν τα κόμματα της εποχής, η μουσική έστηνε ένα ενιαίο, καθαρό αφήγημα που μπορούσε να γίνει μέρος της παιδαγωγικής διαδικασίας.

Το σχολείο δεν μας δίδαξε τη δομή της σύγκρουσης.

Μας δίδαξε την ηχητική της επιτέλεση.

Δεν διδαχθήκαμε ότι υπήρξαν δύο εχθρικές κατευθύνσεις μέσα στο φοιτητικό κίνημα. Διδαχθήκαμε ένα ενιαίο σύμβολο.

Δεν μάθαμε ότι η εργατική συνέλευση υπήρξε το αποφασιστικό σημείο κλονισμού της Χούντας.

Μάθαμε το ραδιόφωνο και τα ποιήματα.

Δεν μάθαμε τη διαδικασία της γενικής απεργίας.

Μάθαμε την αίσθηση της «εξέγερσης» χωρίς το περιεχόμενό της.

Στην πραγματικότητα, το σχολείο μας προσέφερε αυτό που η θεωρία της μνήμης ονομάζει αντικαταστατική αφήγηση: μια αφήγηση που δεν φωτίζει το γεγονός, αλλά το αντικαθιστά με την αισθητική του αντανάκλαση.

Έτσι, το Πολυτεχνείο έγινε όχι η πολιτική ιστορία μιας τριήμερης ρήξης, αλλά το αισθητικό ίχνος μιας συλλογικής συγκίνησης.

Κι εδώ βρίσκεται το οξύμωρο: ενώ η ίδια η εξέγερση υπήρξε σύγκρουση, το σχολείο τη μετέτρεψε σε θεσμική γιορτή συμφιλίωσης, σε πολιτισμικό θέαμα με τραγούδια. Η μουσική έγινε η ασφαλής επιφάνεια μέσα στην οποία το κράτος μπορούσε να ενσωματώσει μια επικίνδυνη μνήμη.

Το Πολυτεχνείο, το πιο πολιτικό γεγονός της Μεταπολίτευσης, έγινε στα χέρια της εκπαιδευτικής μηχανής το πιο αποπολιτικοποιημένο πολιτισμικό αντικείμενο.

Μέσα από αυτή τη διαδικασία, εμείς ως μαθητές μάθαμε ένα Πολυτεχνείο που δεν ήταν το Πολυτεχνείο.

Μάθαμε μια μουσική. Μάθαμε έναν συναισθηματικό τόνο.

Μάθαμε μια μελωδία που υποκαθιστά τη δομή του πραγματικού.

Γι’ αυτό και η μνήμη της εξέγερσης στις νεότερες γενιές είναι κυρίως ηχο-κεντρική, όχι ιστορικο-κεντρική: θυμόμαστε το τραγούδι πριν θυμηθούμε τα γεγονότα. Θυμόμαστε το συναίσθημα πριν αναγνωρίσουμε την πολιτική σύνθεση και θυμόμαστε τη συγκίνηση πριν από την ταξική πάλη.

Έτσι διαμορφωθήκαμε: όχι ως φορείς ιστορικής γνώσης, αλλά ως κληρονόμοι ενός αισθητικοποιημένου μύθου που έκρυβε την ίδια του την υλικότητα.

Το σχολείο δεν μας μύησε στην πολιτική. Μας μύησε στην πολιτισμική επικάλυψη της πολιτικής.

Κι έτσι, ο πρώτος τρόπος που μάθαμε την εξέγερση δεν ήταν πολιτικός αλλά πολιτισμικός — όχι ανατρεπτικός αλλά συμφιλιωτικός — όχι ταξικός αλλά μελωδικός.

Το Πολυτεχνείο ως μάθημα δεν μας δίδαξε την Ιστορία.

Μας δίδαξε την απόσταση ανάμεσα στην Ιστορία και τη μνήμη της.

*Ο Μάνος Λαμπράκης είναι θεατρικός συγγραφέας, δραματουργός και μεταφραστής. 

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα