Το «Αμαλία» επιστρέφει ως χώρος και ως δήλωση – υπόσχεση
Ο Σάββας Πατσαλίδης γράφει τι σημαίνει το άνοιγμα του θεάτρου Αμαλία
Κάθε φορά που ανοίγει ένα θέατρο, είναι μια μικρή νίκη, μια “ήσυχη”, αλλά αποφασιστική πράξη αντίστασης απέναντι στην εγκατάλειψη, την «ήττα», την υποταγή. Μια χειρονομία ενάντια στην ισοπέδωση, στην κόπωση, στον κυνισμό, στη λογική των αριθμών και του εμπορίου.
Και στη Θεσσαλονίκη, μια πόλη όπου τα περισσότερα ανεξάρτητα θέατρα είτε παλεύουν να επιβιώσουν κάτω από αντίξοες συνθήκες είτε σβήνουν “αθόρυβα”, η επαναλειτουργία του Θεάτρου “Αμαλία” δεν θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητη.
Άλλωστε είναι ένας ιστορικός χώρος συνδεδεμένος με ένα από τα μακροβιότερα θέατρά μας, την Πειραματική Σκηνή της Τέχνης (εντελώς πρόχειρα μπορώ να σκεφτώ ως μακροβιότερα το Θέατρο Τέχνης, το Άττις, και τη Στοά).
Δεν είναι λοιπόν απλώς ένας ακόμη ανακαινισμένος ιστορικός χώρος, ομολογώ πολύ κομψά διαμορφωμένος. Είναι ένας χώρος που εξαρχής μας συστήθηκε εκ νέου με μια μεγάλη και από ό,τι αντιλαμβάνομαι, “δεσμευτική” όσο και “επικίνδυνη” δήλωση-πρόταση-υπόσχεση: ότι θα λειτουργήσει πρωτίστως ως χώρος επικεντρωμένος στο πειραματικό θέατρο. Όχι ως «άλλος ένας χώρος», αλλά ένας τόπος ρίσκου, ανατροπής, δοκιμής και δοκιμασίας.
Ως φίλος του πειραματικού θεάτρου, χαίρομαι που το ακούω. Οπότε, πολύ καλά έως εδώ. Όμως, αυτή η λέξη “πειραματικό” δεν είναι απλή. Είναι γεμάτη παγίδες, ασάφειες και αυθαίρετες ερμηνείες. Πρέπει να διερωτηθούμε:
Τι σημαίνει άραγε να λες “κάνω πειραματική δουλειά”; Μα πιο πολύ, τι σημαίνει να το δηλώνεις αυτό σε μια «απρόβλεπτη” θεατρικά πόλη, όπως εν προκειμενω η Θεσσαλονίκη;
Ας αρχίσουμε με το προφανές που λέει ότι πειραματικό δεν είναι το “περίεργο”. Ούτε το “δύσκολο”. Ούτε το «κουλτουριάρικο». Ούτε το «δήθεν». Ούτε το τεχνολογικά ενημερωμένο. Ούτε το σοκαριστικό. Ούτε το καινούργιο. Πολλά “ούτε”.
Στο δικό μου μυαλό, πειραματικό είναι αυτό που ψάχνει αλλιώς, που προτείνει νέες φόρμες, που δεν βολεύεται, που δεν ενδιαφέρεται να αρέσει.
Πειραματικό (και εννοώ πάντα το ευεργετικό, το υγιές) είναι εκείνο που θέλει να πει κάτι ουσιαστικό με άλλο τρόπο, με άλλα μέσα, με άλλο βλέμμα.
Ο υποψιασμένος πειραματισμός, ο ψαγμένος, δεν είναι στυλ, δεν είναι παιχνίδι για να περνά η ώρα. Δεν είναι πυροτέχνημα. Δεν είναι χώρος για περαστικούς ούτε για βόλτες. Δεν είναι άσκηση εντυπωσιασμού. Δεν είναι άλλοθι για προχειρότητα. Δεν είναι μόδα. Δεν είναι συρμός. Δεν είναι ταμείο. Δεν είναι sold out.
Ο πραγματικός και όχι ο γιαλαντζί πειραματισμός είναι μεγάλο ρίσκο με νόημα. Απαιτεί ευθύνη, συνέπεια, γνώση, φαντασία, βαθιά παιδεία, χρόνο, υπομονή, γερό στομάχι, έγνοια, τόλμη και κυρίως όραμα.
Και, ναι, το πειραματικό σχετίζεται με το νεαρό της ματιάς, όχι απαραίτητα βιολογικά/ηλικακά, αλλά πνευματικά.
Συνδέεται με αυτή την ανήσυχη σκέψη που λέει “δεν μου αρκεί αυτό που υπάρχει· θέλω κάτι άλλο κι ας σπάσω τα μούτρα μου».
Συνδέεται με μια έντονη εσωτερική διαφωνία, με την ανάγκη για νέο βλέμμα. Τη δίψα υπέρβασης, επανατοποθέτησης, επανεξέτασης.
Κι εδώ αρχίζει το μεγάλο παράδοξο της Θεσσαλονίκης, που θα μπορούσε να συμπυκνωθεί σε μία ερώτηση:
Πώς γίνεται η πόλη του ενός και πλέον εκατομμυρίου κατοίκων, και μάλιστα με τη μεγαλύτερη φοιτητική κοινότητα στην Ελλάδα να μην έχει ανάλογα και μια βιώσιμη πειραματική σκηνή;
Πού είναι αλήθεια όλοι αυτοί οι νέοι, κοντά στις 200.000; Γιατί δεν γεμίζουν τις πλατείες των μικρών θεάτρων; Να πιστέψω ότι ένα latte με κανέλα στην παραλία και αλλού τους καλύπτει;
Δεν θέλω να το πιστέψω. Γιατί η Θεσσαλονίκη έχει θεατρική παιδεία υψηλού επιπέδου, και τη μαρτυρούν όσοι ξεκίνησαν από εδώ και τώρα διαμορφώνουν μεγάλο μέρος της σκηνής της Αθήνας σήμερα. Δεκάδες τα ονόματα, δεν χρειάζεται να τα αναφέρουμε τώρα.
Λες και αυτή η πόλη, για έναν ανεξήγητο, διεστραμμένο λόγο, δεν πιστεύει στους νέους της. Στο δικό της αύριο. Και το πιο απογοητευτικό, είναι ότι ούτε οι ίδιοι οι νέοι της πόλης δεν στηρίζουν, στο βαθμό που να ανταποκρίνεται στον πληθυσμό τους, όσους επιχειρούν κάτι νέο. Διατυμπανίζουν στους δρόμους ότι είναι προοδευτικοί, ονειροπόλοι και δεν ξέρω τι άλλο βαρύγδουπο, όμως στην πράξη οι περισσότεροι περί άλλων τυρβάζουν.
Το “Αμαλία”, λοιπόν, είναι μια νέα ευκαιρία, όχι μόνο για την πόλη, αλλά και για τους δημιουργούς, για το ίδιο το θέατρο ως πράξη.
Θα πετύχει; Θα ριζώσει; Θα αντέξει;
Ο χρόνος, η ποιότητα των παραστάσεων, κι εμείς οι ίδιοι, θα το δείξουμε.
Σε κάθε περίπτωση, στηρίζουμε, παρακολουθούμε, απαιτούμε. Γιατί το πειραματικό θέατρο δεν είναι πολυτέλεια. Είναι αναγκαιότητα.
Καλή αρχή, “Αμαλία”.