Το ανέσπερο φως σου Διονύση…
Λίγοι άνθρωποι καταφέρνουν να μεταφέρουν με αυτό τον τρόπο στη γη τα ουράνια στοιχεία της ανθρώπινης ύπαρξης. Και μονάχα εκείνος να στήσει μια γιορτή που μας εμπεριείχε όλους. Ακόμα και αν σε κάποιες τις στιγμές, όπως σε όλες τις γιορτές καθίσαμε παραπέρα...
Ελαχίστων ανθρώπων το ανέσπερο φως, αυτό που δεν βλέπεις με τα μάτια του σώματος αλλά με τα μάτια της ψυχής, με καθόρισε τόσο στη νιότη μου, όσο εκείνου.
Ναι η ευαισθησία του Χατζιδάκι ήταν το καύσιμο, ναι η επαναστατικότητα του Μίκη ήταν το μαρς, όμως για μένα τα φωτεινά αστέρια στον ξάστερο ουρανό της εφηβείας μου ήταν οι στίχοι και ο ρυθμός που εμπεριείχε αυτός ο παράξενος κόσμος, του πιο αλλιώτικου από τους ποιητές που ξέραμε τότε.
Ο σουρεαλισμός και η καταιγιστική φαντασία ενός τύπου με τιράντες, που πληθωρικά μιλούσε, πληθωρικά πορεύονταν, πληθωρικά ονειρεύονταν, πληθωρικά τραγουδούσε.
Κάθε φορά που αγόραζα ένα βινύλιο με τις ζωγραφιές του Κυριτσόπουλου και ας τα χα λιώσει σε κασέτες τα τραγούδια του, έμοιαζε με πολύτιμο απόκτημα. Φυλαχτό.
Κάθε φορά που το ράδιο έπαιζε τον Άγγελο Εξάγγελο ανατρίχιαζα στο γύρισμα:
”Τα πόδια μου καήκανε σ’ αυτή την ερημιά η νύχτα εναλλάσσεται με νύχτα τα νέα που σας έφερα σας χάιδεψαν τ’ αυτιά μα απέχουνε πολύ απ’ την αλήθεια…”
Και στην αμφισβήτηση και στην ελπίδα που θα ακολουθούσε πάλι με ένα στίχο του:
”το σκοτάδι θα πεθάνει και θ’ ανάψει η χαραυγή”
Και οι έρωτες μου είχαν το χρώμα των θαλασσών του:
”Μια θάλασσα μικρή, μια θάλασσα μικρή είναι το καλοκαίρι μου, ο έρωτάς μου, ο πόνος μου”
Και οι διαψεύσεις με τα στιχάκια του ντυνόταν:
”Ξεφύγαν απ’ τα χέρια μου οι πίσω μου σελίδες κι ας μου κοστίσαν ακριβά σε κόπους και θυσίες. Χέι, με περιφρονούνε τώρα και τραβάνε, σαν τρελές μέσα στη μπόρα. Χέι, να, να, να…”
Ο Σαββόπουλος αποτέλεσε για χρόνια πολλά τη διαφυγή, τον τρόπο που έψαχνα ως τρόπο να εξηγήσω τα ανεξήγητα. Η μέθοδος να απαντάμε σε όσα δυσκολευόμασταν να απαντήσουμε και μας βασάνιζαν σαν ερωτήσεις.
Και έφτασε μια στιγμή, στην κορύφωση της εφηβείας μου όταν μια υπέροχη γυναίκα η Όλγα Τριαρίδου που οργάνωνε μια συναυλία που θα τραγουδούσε εκείνος στο Παλέ για την επέτειο του 114 μας πήρε μαζί της.
Εμείς, με τον γιο της το Θανάση, φίλο πολύτιμο, εκστασιασμένοι 17 ρηδες στα παρασκήνια τον βλέπουμε να τραγουδά το είμαι δεκαεξάρης σας γαμώ τα Λύκεια. Πυρπόληση κανονική. Για να τραγουδούσε για μας μόνο.
Και μετά τα χρόνια του ραδιοφώνου, οι ατέλειωτες φορές που έπαιζα όσα με μεγάλωσαν, με διαμόρφωσαν, το Κούρεμα, σε κείνη την μακρινή παρουσίαση στο Αριστοτέλειον που μας ξάφνιασε με όσα έλεγε, κάπως μας φάνηκαν σαν προδοσία όμως αποδείχτηκαν προφητικά. Και δεν θέλαμε προφανώς να ακούσουμε…
Τα τραγούδια του, οι πρόζες του, οι παραστάσεις του, οι δίσκοι του, το αποθησαυρισμένο απόθεμα που άφησε στην ψυχή μου, είναι το ανέσπερο φως που αξιώνεσαι να δεις μονάχα λίγες φορές και δεν ατονεί στο πέρασμα του χρόνου.
Ναι το ας κρατήσουν οι χοροί αποτέλεσε τον εθνικό ύμνο της δικής μας νιότης, η Ελλάδα που έλαμπε αλλιώτικα.
Πριν ένα χρόνο τον ρώτησα:
-Έχετε απωθημένα; Κάνατε όσα επιθυμήσατε ή έστω τα περισσότερα;
Όλα μου τα παιδικά όνειρα έγιναν πραγματικότης.
-Πως θα θέλατε να σας θυμούνται οι άνθρωποι στο μέλλον; Σαν ένα Σαλονικιό καλλιτέχνη που προσπάθησε να δώσει νόημα στα χρόνια που μας χαρίστηκαν. Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα κι εμείς τους δίνουμε ένα σχήμα.
Λίγοι άνθρωποι καταφέρνουν να μεταφέρουν με αυτό τον τρόπο στη γη τα ουράνια στοιχεία της ανθρώπινης ύπαρξης. Και μονάχα εκείνος να στήσει μια γιορτή που μας εμπεριείχε όλους. Ακόμα και αν σε κάποιες τις στιγμές, όπως σε όλες τις γιορτές καθίσαμε παραπέρα…
Φινάλε. Αναχώρηση. Στην αιωνιότητα. Τον Ντύλαν και στο Σαββόπουλο είχαμε στα νιάτα μας. Να μας φωτίζουν…